Selected tags

Further tags

Αυτή που μοιάζει με πόρνη.

Όπως γενικότερα οι λέξεις με β' συνθετικό, το -φατσα μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί για μια όντως πόρνη με πανηγυρικό τρόπο, ότι δηλαδή, για να το θέσω αριστοτελικώς, εκπληρώνει την ειδοποιό διαφορά της και άρα πετυχαίνει τον σκοπό της σε αυτήν την ζωή, με άλλα λόγια είναι και πουτάνα και πουτανόφατσα, οπότε γουστάρουμε, είτε για μία που δεν είναι πόρνη, αλλά θα είχε τα προσόντα να γίνει, οπότε αποτελεί une putain ratée, λ.χ. κάποια τηλεπαρουσιάστρια, ηθοποιό, μοντέλα ή άλλη περσόνα της σόου βυζ.

Πάλι μου είναι δύσκολο να ορίσω τι συνιστά μια πουτανόφατσα, και θα προτιμούσα να αφεθεί αποφατικώς. Ωστόσο, για να γίνεται κουβέντα, θα έλεγα με κίνδυνο να γίνω μπανεύκολος ότι όπως και για την τσοντόφατσα χαρακτηριστικό της πουτανόφατσας μπορεί να είναι το ακραίο μοντιφάρισμα, δηλαδή κονάτα τσιμπουκόχειλα, πλαστικές στη μύτη, ίσως μπότοξ, τσιμπουκο-πίρσινγκ, εξτένσιονς στα μαλλιά, ψωλάριουμ και πιο κάτω Σίλικον Βάλεϋ και τσουλόσημο. Μάλλον, όμως, το πιο χαρακτηριστικό είναι το ξελιγωμένο βλέμμα με συνδυασμό οικειότητας και πόθου, και μια αύρα που σε κάνει να καταλάβεις ότι εδώ δεν χωράνε πουτανιές. Δηλαδή η διαφορά της τσοντόφατσας από την πουτανόφατσα είναι κττμγ ότι η πρώτη είναι εκφυλόφατσα αλλά με μια αίγλη φωτοσοπαρισμένου σελεμπριτονίου, ενώ η δεύτερη έχει κάτι από το οικείον μιας γυναίκας «της γειτονιάς που ξέρει τι θα πει χιονιάς». Για την πουτανόφατσα επίσης παίζει μεγαλύτερο ρόλο το κούνημα και το τσαχπινογαργαλιάρικο σεχ απήλ.

Δύο παρατηρήσεις ακόμη: 'οπως παρατηρεί η Ιρονίκ, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις «εν αποστρατεία τσατσές» και πρώην πόρνες. Συναφώς όταν βλέπουμε μια μεγάλης ηλικίας κυρία που θέλει να ζήσει μια καθόλα ενάρετη και άμεμπτη ζωή, αλλά η φάτσα της την προδίδει. Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η πουτανόφατσα δεν την αφήνει. Παραπέμπω στον αριστουργηματικό ορισμό του Χοτζός για την παπαδοξηλώτρα, που περιέχει όλες τις λεπτομέρειες.

Δεύτερον, χρησιμοποιείται συχνά ως βρισιά. Ενίοτε και για άντρα που διαθέτει εκφυλόφατσα τ. τσοντόφατσα, αλλά θέλουμε να τον μειώσουμε ακόμη περισσότερο, οπότε τον χαρακτηρίζουμε ως πουτανόφατσα.

  1. - Δεν σταματάω να χύνω όταν βλέπω αυτήν την μουνάρα, έχει κάτι μπουτάρες και κάτι βυζάρες και μια πουτανόφατσα αχ είναι σκέτη καύλα η γυναίκα.
    - Είναι η κλασσική γραμματειόφατσα που σου φέρνει το πρωί τον φάκελο με τις εκκρεμότητες και για να πάει καλά η μέρα σου παίρνει έναν τσίμπουκο μέχρι να στραγγίξεις. (μουνάρες ντοτ τι βι για ενήλικους).

  2. Παλια πουτανα με καλο service και πουτανοφατσα !!! Milf για τα δικα μου standard!!! Τα λεφτα πιανουν τοπο εαν δεν σας νοιαζει η μαπα ! (από μπουρδελοσάη).

  3. Σκατά στην πουτανοφατσα του αναρχικού εβραιου !! Υψιστη τιμή για κάθε αριστοκράτη νάζι το να του πάρει το κεφάλι και να το κρεμάσει. («Εμετική» αναφορά σε αριστερό αγωνιστή κάπου στο δίχτυ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ενικό το λαλάρι. Οι γλουτοί, τα κωλομέρια, τα βάρδουλα.

Ρήμα: λαλαρίζω= χαϊδεύω, παίζω, νταχταρίζω, θωπεύω τους γλουτούς κάποιου, συνήθως ακούγεται μεταξύ φίλων ως προτροπή από έναν προς τον άλλον για το τι θα κάνει στον σύντροφό του.

  1. Με πόνεσαν τα λαλάρια μου από τη γυμναστική εχτές...

  2. Ωραία κοπελίτσα η Τζένυ, θέλει να της λαλαρίσεις τα λαλάρια, λαλάρισέ της τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ή φλυγάρι. Το άκρο μέρος του πέους, το οποίο είναι το δέρμα που λειτουργεί ως κάλυμμα για τον φαλλό, η λεγόμενη πέτσα. Το μέρος αυτό αποτελεί το αντικείμενο που αφαιρείται κατά την περιτομή της Εβραϊκής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από ντόπιους πληθυσμούς της Στερεάς Ελλάδος και της Ευβοίας.

Όταν δεν έχω όρεξη, μου κρέμεται το πουτσοφλύγαρο σα μύξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.

Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).

- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...

- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...

Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.

- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που ήταν δημοφιλής στις αρχές του 20ου αιώνα και τον διασώζει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Μπουρδέλο. Σημαίνει την ελευθέριο γυναίκα και κατ' επέκταση την συντηρούμενη ερωμένη ή και την πόρνη.

Ο Νίκος Σαραντάκος εδώ την θεωρεί συντετμημένο τύπο του παξιμαδοκλέφτρα, οπότε μιλάμε για μια πάμφτωχη επισφαλή γυναίκα που έκλεβε παξιμάδια, ή που, έστω, της προσέφερε παξιμάδια ο εραστής της για να έχει κάτι να φάει, και κατ΄επέκταση την φτωχή πόρνη.

(Στον ίδιο ιστότοπο παρατίθενται και υποθέσεις για εναλλακτικές ετυμολογήσεις του όρου παξιμάδα, άσχετες από την παξιμαδοκλέφτρα, όπως λ.χ. ότι παξιμάδι είναι η ψωλή ως ξερή, όπως αναφέρει ο ημέτερος Στέφανος στο ομώνυμο λήμμα, ή το πιο ευφάνταστο ότι η παξιμάδα είναι η οιονεί καβατζογκόμενα κάποιου, όπως το παξιμάδι αποτελεί καβάτζα, όταν κάποιος δεν έχει ψωμί. Ειδικά ο όρος παξιμαδό πάντως φαίνεται να είναι σύντμηση).

Η λέξη έχει απλώς ιστορική / νοσταλγική αξία, εκτός κι αν ξαναζήσουμε παρόμοιες εποχές λόγω κρίσης.

(Από το sarantakos.wordpress.com).

«Κύριε τάδε, είσαι δημόσιος υπάλληλος ή αξιωματικός ή τέλος πάντων γνωστής περιουσίας άνθρωπος με τόσον εισόδημα το μήνα… Πού το ηύρες λοιπόν το αυτοκίνητον, την έπαυλιν εις το Γαλάτσι, το τρίπατον σπίτι εις την οδόν Αχαρνών, τις χιλιάδες που χάνεις απαθέστατα εις την χαρτοπαικτικήν λέσχην του Ακταίου, τα διαμαντικά που χαρίζεις εις την ερίτιμόν σου δέσποιναν ή την τάδε υψηλοτάκουνον και τακερόφθαλμον παξιμάδαν;» (Από άρθρο του Άγγελου Τανάγρα στην εφημερίδα Έθνος το 1924).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με την οποία ένας άντρας δεν θέλει να κάνει μόνιμη σχέση και να δεσμευτεί, αλλά την έχει για τις δύσκολες ώρες που δεν υπάρχει κάτι καυλύτερο στον ορίζοντα.

- Άντε καβατζοχαρτοπετσέτες, καβατζοσαμπουάν, καβατζοαφρόλουτρο και άλλες τέτοιες...βλακείες, να το δεχτώ... Αλλά καβατζογκόμενα, όσο χρονών και να είναι ο άλλος ... δεν επιτρέπεται, νομίζω!

- Oπως το ειπες ...........νομιζεις
Η ηλικια του μονο για περιπετειουλες ειναι και αυτο εννοω λεγοντας καβατζα
Αλλα και για καβατζογκομενα να ελεγα ποιος δεν το επιτρεπει παρακαλω ;
Τωρα για τα υπολοιπα
ο καθενας οπως τα βλεπει και αφου εσυ θες να τα βλεπεις ετσι
με γεια σου με χαρα σου

- βρε αναστασία κάτσε να του κάτσει η μια και μετά ας ψάχνει και καβάτζες... αν και αν πάρει είδηση η μια τις καβάτζες να ξέρεις ούτε την μια θα έχει μα ούτε και τις καβάτζες. κλειστή η κοινωνία της σχολής. όλα μαθαίνονται. ιδιαίτερα στον γυναικείο κύκλο. αυτές... όλες κάνουν παρέα και είναι με το σεις και με το σας και όλες έτοιμες να υποστηρίξουν και να σφάξουν την άλλη. (Εδώ).

Υπαρξιακή κραυγή! (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γαμάω κώλο, σοδομίζω.

  2. Υποβάλλω τον ύποπτο σε ενδελεχέστατη σωματική έρευνα, χωρίς ν’ αφήσω όχι σπιθαμή που λέει ο λόγος, αλλά ούτε χιλιοστό που να μην ψάξω.

  1. Μ’ έχει αρρωστήσει η πουτάνα. Έχει την πιο πρόστυχη κωλάρα που έχω δει στη ζωή μου και δεν τη δίνει. Αν δεν της πάρω τα κωλοτρυπιδικά της αποτυπώματα να μη με λεν Βαγγέλα.

  2. Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τα κάναν όλα φύλλο και φτερό, μόνο τα κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα που δε μας πήραν.

κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα (από PUNKELISD, 02/11/11)(από Khan, 03/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η ανάφτρα.

Μη τη βλέπεις έτσι χαμηλοβλεπούσα. Αυτή αγόρι μου, τον παίρνει πράσο και στον κάνει κουνουπίδι.

βλ. και πουτσανάφτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικείος αυνανισμός.

Και εξηγούμαι: όσοι έχετε διαβάσει το λήμμα ανεμοκιθάρα είστε εξοικειωμένοι με την κίνηση του παιξίματος φανταστικής κιθάρας (παίξιμο στον αέρα). Αν εστιάσουμε στο δεξί χέρι του «κιθαρίστα», τότε θα καταλάβουμε πως η παλινδρόμησή του πάνω από τις χορδές, προσομοιάζει σαφώς με την επαναλαμβανόμενη κίνηση του χεριού της γυναίκας πάνω από την κλειτορίδα κατά τη διάρκεια του γυναικείου αυνανισμού.

Για καλύτερη απόδοση του νοήματος, η έκφραση δύναται να συνοδευτεί και από αντίστοιχη χειρονομία παιξίματος «ανεμοκιθάρας ». (Όπως η λέξη «μαλάκας» συνοδεύεται από την αντίστοιχη χειρονομία).

- Τι γίνεσαι ρε Μαίρη; Πώς ήταν το καλοκαίρι στη Μύκονο;
- Ε, μέτρια πράγματα...
- Τι; Δεν σου την έπεσε κανείς; Δεν έγινε τίποτα τόσες μέρες;
- Τι περίμενες να γίνει; Αφού όλοι εκεί τον τινάζουν τον κουραμπιέ ...
- Κατάλαβα... Δηλαδή με σόλο κιθάρα την έβγαλες στις διακοπές...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified