Selected tags

Further tags

Ο ομοφυλόφιλος, πρβλ. και πισωβρόντης.

1. - Πάνε οι σοβαροί άντρες στη Μύκονο;
-Πηρε και manual για το πως θα γινει πισωκροτης. ΟΥΣΤ ΨΟΡΟΓΙΔΟ

2. Ήταν πισωκρότης και είχε κάνει στάση ζωής την παροιμία: «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», αλλά και την ατάκα: «Πίσω μου σ' έχω σατανά».

Τουκανισμός: "Γνῶθι σαὐτόν", γραμμένο μπροστά δεξιά. (από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως από βάζελους και χανούμια ως κακεντρεχές παρατσούκλι του πάλαι ποτέ ιδιοκτήτη τση γαυροΠΑΕ και εθνικού μας προμηθευτή Σωκράτη Κόκκαλη.

Λολοπαίγνιο επί των πισωκρότης του Σωκράτους του σοφού.

Παραγγελιά: Kilerakias, Khan.

- Όπως είναι ο Πισωκράτης,να πάρει φόρα και να έρθει....όπως είναι!!!

- Αν έχουν τα άντερα αυτοί που κάνουν ρεπορτάζ Θρήνου,ας βγουν κι ας γράψουν για τις οικονομικές εκκρεμότητες του Πισωκράτη

3. είναι καιρός να αποκτήσει και το χανουμάκι μια σοβαρή διοίκηση (βλέπε μελισσανίδη), ωστε το μέτωπο να γίνει διπλό εναντίον του καθεστώτος του πισωκράτη.

4.
δεν έχεις καταλάβει οτι οι ρίζες της παράγκας του πισωκράτη επεκτείνονται πολύ πιο βαθειά απο τα αμιγώς ποδοσφαιρικά.

Πισωκρατική μέθοδος (από σφυρίζων, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται για δύο στενές φίλες που η πολύ μετακύ τους οικιότητα και ενίοτε τα «αθώα» αγγίγματα δημιουργούν την υποψία ότι μπορεί να έχουν λεσβιακή σχέση.

Αυτές είναι πλοκαμάτες. Συνήθως το φαινόμενο απαντάται σε εργασιακούς χώρους με πολλές γυναίκες...

(από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.

- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο αμφίβολου γούστου και ελαφρώς σεξιστικό, εκ του μιλκομπούκαλο, δηλαδή του μπουκαλιού γάλακτος Milko, και του μιλφ, αρκτικολέξου του Mother I'd Like to Fuck, που λέγεται για πολύ όμορφη, σέξι και τρε κρεβατάμπλ γυναίκα, η οποία είτε έχει παιδί, είτε είναι σε ηλικία όπου την βλέπουμε και ως μητέρα (30-35 χρονών και μέχρι να γίνει τζιλφ).

Πρόκειται για λεξιπλασία νέας κοπής από αμφιβόλου χούμορ ανέκδοτα, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες: Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, πρόκειται για μιλφού μπουκαλομούνα, με τρε κομιλφό σωματότυπο παρόμοιο με μπουκάλι κοακόλας, δηλαδή μεγάλα βυζιά, στένεμα στη μέση και πάλι πλούσια περιφέρεια, μια αμβλυμένη κλεψυδρομούνα με άλλα λόγια.

Σε λιγότερο καυλούς κόσμους μπορεί να πρόκειται για μιλφίδιο μίλκο, δηλαδή για κοντό μιλφέιγ με ύψος ένα κι ένα milko. Δεν μας χάλασε (καθόλου). Οι δυο ερμηνείες άλλωστε δεν αλληλοαποκλείονται.

Γενικά η παρομοίωση με γαλακτοκομικά προϊόντα είναι αναμενόμενη για μια μιλφομάνα που δύναται να κεράσει και μιλφ σέηκ. Εξάλλου αυτά τα ό,τι να 'ναι β΄ συστατικά λέξεων πολλές φορές δεν προσφέρουν τίποτα το συγκεκριμένο πέρα από το να επιμηκύνουν την λέξη καθιστώντας την πιο ο,τινανιστικώς εμφατική (βλ. παρατήρηση Βίκαρ για καραγκιοζοπαίκτη).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ειναι μια παρεα 4-5 σ'ενα μπαρ και ψαχνουν για γκομενακια ρε παιδι μου. Γυρνανε απο δω, γυρνανε απο κει, τιποτα. Ξαφνικα σηκωνεται ενας και λεει «κουλ, αφηστε το πανω μου». Βγαζει απο την τσεπη του ενα μπουκαλι κακαο, πινει δυο γουλιες και ξαφνικα εμφανιζονται 2 βυζαρουδες 40αρες με ψιλοτακουνα, καθονται στα γονατα τους, τριβονται, μπλαμπλα, φικιφικι.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ ξερωγω, παλι τα ιδια. Ξηρασια. Σηκωνεται παλι ο τυπος, «το χω», βγαζει το μπουκαλι με το κακαο, πινει δυο γουλιες, σκανε μυτη 3 τυπισσες στα 35 τους, μινι φουστιτσα, ταγερακι, κυριλε αλλα σεξυ, καριεριστριες σκυλες σεξουλιαρες, τους πλησιαζουν, λενε δυο κουβεντες και καρφι στην τουαλετα για κινκι στιγμες.
    Βγαινουν το επομενο βραδυ, πανε σ'ενα μπαρακι, τιποτα απο γυναικες. Κλασσικα σηκωνεται ο αλλος, βγαζει το κακαο, πινει και απο το πουθενα μια παρεα απο 40αρες τους πλησιαζει, τους χαϊδευει και τους παιρνει παραπερα να τους μαθει τα μυστικα του ερωτα. Αφου ανακτησουν τις δυναμεις τους, γυρναει ο ενας στον αλλο:
    -Ρε, τι πινει ο αλλος και ερχονται ολα αυτα;
    -Δεν ειδες;
    - Μιλφομπουκαλο.

2. Και ιδού γιατί ειμαι Μιλφομπούκαλο. Έτσι ειναι η ζωη μου!

  1. Λάνα, το... μιλφομπούκαλο.
    Το μισάωρο που περάσαμε στο δωμάτιο ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι είναι ανάμεσα στο κορυφαία μιλφ που κυκλοφορούν εδώ και πολύ καιρό. Η γυναίκα βάζει κάτω πολλά νεανικά μουνάκια που που νομίζουν ότι θα κάνουν να χύσεις μόνο με την ομορφιά τους. [...] Αν μάλιστα κρίνω από τα βογγητά και τον τρόπο που πίεζε το κεφάλι μου πρέπει να απόλαυσε το γλυφομούνι που της πρόσφερα (δεν θα το έκανα αν δεν ήμουν ο πρώτος πελάτης της βάρδιας) και για «ευχαριστώ» ήρθε από πάνω μου, ήρθε στο πλάι, στήθηκε στα τέσσερα μέχρι να έρθει το τέλος σ' ένα ιεραποστολικό μόνο για... άθεους. Oσοι πιστοί προσέλθετε... (Από το μπουρντέλα ντοτ κομ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.

Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.

Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.

Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .

Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.

  1. Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.

  2. - Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
    - Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...

  3. συγκάτοικοι:
    -Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
    -Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.

(από Khan, 30/04/14)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος στα κυπριακά, η βίλλα, εκ του κατουρώ και βίτσα (δες).

- Συνέχισε να κλάνεις που το στόμα και πελλός που ασχολέιται με Αριστεροτσογλάνι
- Ρε άμυαλον Εδονόπουλο έδωσε το παρόν σου πάλι. Κόψε λίγο τη μαλακία και θα κρούσεις το λιγοστό μυαλό σου.
- Ρε κατουρόβιτσα που θέλουμε. (Κυπριακό βρις-οφ εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του επιτατικού α΄ συστατικού καρά- (=μαύρο στα τουρκικά) και του γούδα που σημαίνει το μεγαλύτερο δυνατό πέος στην πεοκλίμακα των καλιαρντών, άρα μπορούμε να φανταστούμε πόσο τιτανοτεράστια ψωλή είναι η καραγούδα. Πρόκειται για το κυριολεκτικά πιο μεγάλο τάνι τάνι μέχρι να πετάνει πέος.

στο μεταξύ λέει ειναι και καραγούδα ... μόνος του τα λέει δεν έχουμε ντοκουμέντα άρα μπορεί να λέει και αλήθεια μπορεί να ειναι ψεύτης μπορεί υπερβολικός μπορεί να μετράει λάθος .......στο χωριό του να μετρούσαν αλλιώς (pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μοσχομυριστό, καθαρό, φρεσκοπλυμένο πέος.

- Πάντα μοσχοβισί ο Γιάννης μου!

Moscow-Vichy (από HODJAS, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μοσχοβισί

- Είχα μια τρελή διάθεση για σεξ, αλλά εμφανίστηκε ο Βρωμοβισί και μου πέρασε...

Βρωμο-Vichy (από HODJAS, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified