Selected tags

Further tags

Κεκαλυμμένο και σπάνιο μάλλον είδος πέφτουλα ο οποίος πρεσάρει τα θηλυκά με γλύκες και χαζά βλέμματα όλο τρυφερότητα. Γλοιώδες, αλλά αν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει μπορεί και να δουλέψει -αν και η άλλη μπει στο τριπάκι.

- Δεν τον μπορώ ρε μαλάκα τον αγκαλίτσα, όλο χαχαχούχου και και γλύκες με τα γκομενάκια....
- Ναι ρε φίλε, αλλά κοίτα τον πως την έχει στριμώξει στη μπάρα, η γκόμενα το διασκεδάζει...

The original Agkalitsas (από Vrastaman, 09/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με προκλητική εμφάνιση και έντονο ερωτισμό, σε βαθμό τέτοιο που να παραπέμπει σε ιερόδουλο. Για κοπέλες μικρότερης ηλικίας εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ο όρος «βιζιτάκι».

Ωραία κοπέλα η Άννα, αλλά έτσι προκλητικά που ντύνεται και βάφεται, τονίζοντας πάντα το μεγάλο της στήθος, παραπέμπει σε βιζιτού.

Βλ. και σχετικό λήμμα βίζιτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσαμπουκάς, μανούρα, χειροδικία και λογομαχία.

  2. Ψυχοφθόρα και κοπιαστική κατάσταση προκαλούμενη από κατά συρροή σπασαρχίδες.

  3. (μεταφορικά) Συνουσία με πολύ μπαλαμούτι εκατέρωθεν, το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δυο πλάτες.

  1. - Τι έγινε κι είσαι έτσι ρε Αντώνη;
    - Άσε, μου 'κανε πάλι ένα μανικουλέ ο γείτονας για το πάρκινγκ, στο τέλος θα σκοτωθούμε, θα με θυμηθείς.

  2. - Τι μανικουλές κι αυτή η απογραφή ρε φίλε να πούμε, κάθε τέλος του μήνα.

  3. - Πω πω φίλε με κοιτάει κι αυτή, θα γίνει μανικουλές σου λέω, το αιστάνομαι!

Βλ. και σχετικό με το (2) λήμμα μανίκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθολογικό Βακχικό πλάσμα.

Μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι βλέπω; Το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δύο πλάτες, ο συγκάτοικος και η Στέλλα, η από κάτω... τρόμαξα φίλε, αγριεμένο ήτανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία μνημειώδης φράση που αποδίδεται στον Θεό της αθλητικής δημοσιογραφίας, Γιώργο Γεωργίου.

Γεωργίου: - Πόσων ετών είσαι φίλε;
Τηλεθεατής: - 60.
Γεωργίου: - 60;
Τηλεθεατής: - Ναι.
Γεωργίου: - Φίλε, θα σου πω κάτι αλλά μην παρεξηγηθείς.
Τηλεθεατής: - Εντάξει.
Γεωργίου: - Παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;
Τηλεθεατής: - Ε, sometimes.
(Χαμός στο στούντιο)

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που άκουσα από στρατιώτη οδηγό Καναδέζας, όταν αντίκρυσε πανέμορφη νεαρά κορασίδα, να περπατά στο δρόμο με μίνι. Ως γνωστόν, όταν μεταλαμβάνουμε πίνουμε το αίμα του Κυρίου (κρασί) και τρώμε το σώμα του (ψωμί-μεταλαβιά). Η βέβηλη αυτή φράση αναφέρεται στην γυναικεία περίοδο, η οποία αν προέρχεται από πανέμορφη γυναίκα, φαντάζει ωσάν το κρασί της μετάληψης.

Πω πω κωλόψαρα, τι μουνί είναι αυτό που έρχεται... Αγάπη μου, πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόστυχη έκφραση για την περιγραφή της παρά φύσιν σεξουαλικής πράξης, κοινώς γνωστή ως «από κώλο». Με σημείο αναφοράς την κωλοτρυπίδα, η οποία αποκαλείται σφιγκτήρας λόγω στενότητας και μικρού μεγέθους, πρόκειται για εκχυδαϊσμένο τρόπο για να εκφράσει κανείς την καθ' αυτού πράξη.

Αν ξανακάνεις ατομική προσπάθεια αντί για οργανωμένη επίθεση, θα σου χαλαρώσω τον σφιγκτήρα, παλιομαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κατά τρόπο διαφορετικό από τον κλασσικό: το κέντρο της παλάμης τοποθετείται πάνω στη βάλανο, ενώ τα δάχτυλα τοποθετούνται στον κύριο κορμό περιμετρικά, δημιουργώντας ταλάντευση στο πάνω μέρος του πέους.

- Πού ήσουν ρε μεγάλε χαμένος, σε έψαχνα παντού;
- Έριξα μία φουφουλάτη φίλε, ξεγυρισμένη....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαξιμαλιστική, αόριστη και συμπεριληπτική κατηγορία του όντος. Το 92,3% του πληθυσμού έχει και κάτι αγάμητο (προσοχή: τόσο όσον αφορά την ατομική του ανατομία, όσο και τον οικογενειακό περίγυρο [«έχω αγάμητο -η αδερφή/ό, παππού, θείο, θεία, μπατζανάκη κλπ), και αυτή του η ευρέως νοούμενη παρθενία υφίσταται πιέσεις όταν δεχθεί αυτή τη βρισιά.

Στερεοτυπικά: «θα σου γαμήσω ό, τι έχεις αγάμητο».

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified