Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.
Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Αυτή που (υποτίθεται ότι) έχει στραβό αιδοίο και μεταφορικά αυτή που έχει στραβό χαρακτήρα κυρίως ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά, δεν ξέρει πώς να φερθεί, είναι ξινή στο σεξ και όχι μόνο.
Got a better definition? Add it!
Ως ανήκον στο ιδίωμα της BDSM κοινότητας (σαδομαζοχιστές- bondage), αποτελεί μια προσπάθεια να μεταφερθεί στα ελληνικά ο αγγλικάνικος όρος switch
Το άτομο που αντλεί ικανοποίηση και απόλαυση αλλάζοντας κατά το δοκούν ρόλους από υποτακτικό σε κυριαρχικό και αντίστροφα. Αποσαφήνιση: Γίνεται αναφορά σε εναλλαγή ρόλων και όχι προσανατολισμού διότι είναι μάλλον αδύνατο να μιλήσει κάποιος με βεβαιότητα για συγκεκριμένο προσανατολισμό στην περίπτωση των switch. Παραταύτα, εντός της BDSM-ικής κουλτούρας η έννοια switch προσλαμβάνεται ως αυτόνομη ιδιότητα (status) με τις δικές της διακριτές ιδιαιτερότητες και λειτουργίες.
Switch: ον του οποίου η επιθυμία και δυνατότητα για ερωτική επικυριαρχία εναλλάσσεται με την επιθυμία και δυνατότητα για ερωτική υποταγή, ανάλογα με την ερωτική ισχύ του καθενός που το προσεγγίζει ερωτικά. Λειτουργεί ενεργειακά ως διακόπτης, συχνά χωρίς έλεγχο ή συναίσθηση του γεγονότος. Κάποιες φορές νιώθει ενοχές για τη λειτουργία του αυτή, κυρίως λόγω της προκατάληψης που υπάρχει εναντίον των switch, σχετικά με την αυθεντικότητά τους.
Απόσπασμα ιστορίας: Σε λίγο ήσουν κιόλας εκεί... χύθηκα στην αγκαλιά σου με το που σε είδα. Χαιδεύω το πρόσωπό σου, κοιτάζω τα μάτια σου που τόσο μου έχουν λείψει και σε φιλάω. Ενα φιλί βαθύ και γεμάτο. Όπως μόνο εμείς ξέρουμε. Δεν αργούμε να φτάσουμε σπίτι. Ανοίγω τον υπολογιστη για να βάλω μουσική και σε ακολουθώ στο μπάνιο. Αλλάζεις κι εγώ όπως είμαι ντυμένη κάθομαι πάνω στη λεκάνη. "κάτσε μωρό μου, θέλω να κατουρίσω","ε κατούρα!" σου απαντάω με χαμόγελο κατεβάζοντάς σου το εσώρουχο. [...] Σχόλιο: Το να μιλήσω εγώ είναι μάλλον περιττό, αφού κατέθεσαν την άποψή τους οι ανωμαλότεροι των ανωμάλων του φόρουμ! Μας ιντριγκάρισες και έχουμε ένα σωρό απορίες! Υπάρχει διακόπτης στη συγκεκριμένη ιστορία; Θέλεις όντως να κρύψεις το σημάδι; Γιατί διαβάζοντάς σε, κάτι μου λέει πως θα το κυκλοφορείς "παρασημότερο" και από το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αγίου Μάρκου του Μεγαλομάρτυρος; Κυρίως όμως και πρώτα απ' όλα: γιατί, ρε πουλάκι, μου μας κατακαυλώνεις πρωί πρωί;;;;; ;)
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που είναι ντυμένη σαν πρωταγωνίστρια θεαμάτων πορνογραφικού περιεχομένου και κατ' ελπίδα κάνει αεροπλανικά πορνοσταρικά γαμήσια και στο κρεβάτι.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει η ίδια καύλα και προκαλεί καύλα και στους άλλους.
Got a better definition? Add it!
Ο βαθμός συγγένειας που έχουν δύο ή περισσότεροι άντρες όταν πηδάνε την ίδια γυναίκα την ίδια χρονική περίοδο. Η συγγένεια ορίζεται μόνο όταν υπάρχει ολοκληρωμένη σεξουαλική σχέση από όλους τους άνδρες.
-Τι σου είναι ο Τάσος? Κουνιάδος? Μπατζανάκης? -Όχι, είμαστε συνμουνίτες. Τα έχουμε και οι δύο με τη Σάσα.
Σε περίπτωση που τα άτομα έχουν αυτή τη συγγένεια εν αγνοία τους, ορίζονται ως ακούσιοι συνμουνίτες
Άκουσες πως η Ράνια τα έχει ταυτόχρονα με τέσσερις? Τους έκανε ακούσια συνμουνίτες.
Σε περίπτωση ομοφυλοφιλικής σχέσης, οι δύο γυναίκες που πηδάνε την ίδια γυναίκα ορίζονται ως συνμουνίτισες.
Αν και οι τρεις γυναίκες πηδιόνται μεταξύ τους, είτε ταυτόχρονα είτε εκ περιτροπής, αποτελούν συνμουνίτριο.
Got a better definition? Add it!
Published
Εναλλακτικά και 'βαράω τσάπα'. Υπάρχουν 2 έννοιες:
1) Γενικά η οποιαδήποτε κουραστική σωματική εργασία που κρατάει πολύ.
2) Οι έντονες σεξουαλικές επαφές, συνήθως μεγάλης διάρκειας. (κυρίως για τους άντρες).
Παραδείγματα:
1) - Φαίνεσαι κομμένος. - Έχει ανέβει πολύ η δουλειά αυτη την εβδομάδα και κάθε μέρα βαράμε γκασμά, άστα.
2) - Φαίνεσαι κομμένος - Είχα να βρεθώ καιρό με τη Μαρία και χθες βράδυ βάρεσα πολλή τσάπα, δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ'τον άλλον.
Got a better definition? Add it!
Άντρας ή γυναίκα που παίζει, βλέπει, η γενικώς σχετίζεται με πορνογραφικό υλικό (τσόντες)
- Μου δειχνε μαλάκα χθες ο Θέμης κάτι τσόντες με κάτι καυλιά πέντε μέτρα - Είναι ένας τσοντιάρης αυτόος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ψωλόζωνο ή ψωλοζώνη, ανήκει στην κατηγορία των ερωτικών βοηθημάτων, μετάφραση από το αγγλικό strapon, πλαστικό πέος με τη βάση του σε ζώνη για ποικιλία στο σεξ. Φοριέται από άντρες και γυναίκες, οι μεν ως ζωσμένοι παθητική φωνή οι δε(ν) ως ζωσμένες ενεργητική φωνή. Η όλη πρακτική περιγράφεται και ως στραπονιάρισμα, το ψωλοζωνάρισμα δεν συναντάται ακόμα.
- Ρε Μάκη τι είναι αυτή η Νάνσυ ρε συ;
- Τι έγινε ρε Τάκη;
- Πάνω στο σεξ φόρεσε ψωλόζωνο
- Γούσταρες στραπονιάρισμα;
- Α γαμήσου κι'εσυ....
Got a better definition? Add it!
Published
Επιτατικά: τουρλομπήχτρα, κουφαλομπήχτρα.
Δε μας γαμιέται η τουρλομπήχτρα που θα μας κάνει και μάθημα ηθικής.
Got a better definition? Add it!