Selected tags

Further tags

Έχω ερωτική σχέση. Έχει κάπως αποδοκιμαστική χροιά, και λέγεται συνήθως είτε από άτομα του περιβάλλοντος του ερωτευμένου (που και καλά έχουν αντικειμενική οπτική γωνία για το ποιόν του/της λεγάμενης) είτε από τον ίδιο τον ερωτευμένο κατόπιν εορτής.

Όταν λέγεται από τον ίδιο τον ερωτευμένο δηλώνει απαξία για τη σχέση, δηλαδή δεν λέει κάποιος «τραβιέμαι με την Χ» όταν είναι φουλ ερωτευμένος

- Εκείνο τον καιρό τραβιόμουν με μια τραγουδίστρια και καταλαβαίνεις, είχε γίνει το ωράριό μου σαν μπουζουξούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαγωτό ή και τσαγάκι, είναι όταν ο άντρας βάζει-βουτάει το παπαροσάκουλό του στο στόμα της γυναίκας, και εκείνη το δέχεται στο στόμα της σαν ποτήρι. Το όνομα είναι παρμένο απο τον τρόπο που λειτουργεί το σακουλάκι του τσαγιού στο ποτήρι με το νερό ώστε να πάει παντού το άρωμα του τσαγιού χωρίς να πέσουν μέσα στο νερό τα αποξηραμένα φύλλα του τσαγιού.

  1. Πω καλά, παιδιά η Γιώτα μου έκανε ένα τσαγωτό εχθές...

  2. Έλα μωρό μου, πού είσαι; Θα έρθεις από το σπίτι, να ετοιμάσω το τσαγάκι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν θέλει να πει την λέξη π@@τσα.

- Μαλάκα έριξα έναν πουτσαρίκο στην Γεωργία εχθές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, το πέος, η πούτσα. Εκ του νεροπίστολο.

Αχ Βάσω, αν αυτός πιτσιλάει με το κρεατοπίστολο όπως μας πιτσιλάει και με το νεροπίστολο θα περάσουμε πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούμε την συγκεκριμένη έκφραση όταν θέλουμε να περιγράψουμε την γυναικεία ρώγα. Διαφέρει η σταφίδα στο χρώμα, σχήμα, μέγεθος και στη εποχή της.

- Κώστα, πώς σου φαίνεται το μωρό;
- Πολύ καλή η σταφίδα... στην εποχή της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκοτεινά σεπαρέ των κωλόμπαρων που βρίσκονται στο βάθος της αίθουσας ή μικρά δωμάτια 120 x 200 εκατοστών μέσα στα κωλόμπαρα, όπου προσφέρεται βίζιτα «του ποδαριού».

Ο πελάτης: - Έχεις κανένα μωρό να κεράσω και να βγάλει κανένα γούστο;
Ο «μπάρμαν»: - Πήγαινε στην τελευταία καβάντζα στο βάθος και θα σου στείλω ένα ουκρανεζάκι, μούρλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέπει να έχει ειπωθεί από τον Τρισμέγιστο Γκουζγκούνη.

Χρησιμοποιείται προς κατάδειξη του μεγέθους της γκαύλας που προκαλεί το εκάστοτε (περί ορέξεως ή ονειρώξεως: μπουγαδοκόφινο) αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω πω μανάρα μου τι καυλωνικό μ....κι 'ν' αυτό;

  2. Ρε μαν προχτές πήρα μια 3d tv και έχω λιώσει στο παρακολουθείν. Πολύ καυλονική περίπτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα της οποίας ο κόλπος εφαρμόζει απόλυτα με το πέος σου.

- Πώς ήταν το σεξ με την Εύη;
- Μια χαρά, θα την ξαναπάρω τηλέφωνο, είναι ούπα.

(από GATZMAN, 25/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχής κατάληξη ενός ραντεβού σε ένα πόδι νύχτα.

- Φίλε θυμάσαι εκείνο το μωράκι που 'χα βάλει στο μάτι;
- Για πε...
- Το πιστόλιασα χτες!
- Σσσωραίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified