Selected tags

Further tags

Σε WC καφετέριας, ασανσέρ -από τρελή καύλα που έπρεπε πάραυτα να εκτονωθεί; Με την πλάτη της σε δέντρο, σε γιαπιά, σκοτεινές ταράτσες -ελλείψει διαθέσιμου τετράτροχου, βάρκας, φράγκων για ευπρεπή γαμιστρώνα; Επειδή τα κυβικά της κι η πουτάνα η μέση τότε το επέτρεπαν; Επειδή άλλο σπάσιμο το κρεβάτι δεν θα άντεχε; Για να μη μείνει απωθημένο; Για πρακτική μετά από πολύωρη κατανάλωση εκπαιδευτικών ταινιών; Για την εμπειρία; Για να βγάλεις γούστα; Γιατί μπορούσες; Όλα παίζουν!

Λέγεται:
---παρουσία κολλητών, πάνω – κάτω της ίδιας ΕΣΣΟ, που κι η δική τους έχει πάρει το κακοχάμπερο κι έχουν συγκαταγράψει τα περασμένα μεγαλεία, αλλά κυρίως

---σαν γείωση σε κάποιον -συχνά νέοπα- που ‘χει πάρει αέρα και στα ‘χει ζαλίσει. Άσχετα με του λόγου το αληθές, υπονοεί πως «κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι από τότε», «κάτι ξέρει κι ο παλιός», «όταν πήγαινες, εγώ γυρνούσα», «τι να μας πεις κι εσύ για τη ζωή σου», «σε τα μας;» και τα σχετικά.

Εννοείται πως το «τότε» μπορεί ν’ αντικατασταθεί απ’ οτιδήποτε χρονικό.

1.
- Από πότε είν’ αυτή ρε μαλάκα;
- Να δω… Καλοκαίρι του ’84.
- Πω ρε πούστη μου!! Τότε γαμούσα όρθιος.

2.
- μπλα, μπλα, μπλα και τότε στη Ράμπλα… μπλα, μπλα, αλλά στη Μπερτσελονέτα.. μπλα, μπλα, μπλα, και φέρνει μια παέγια… μπλα, μπλα, μπλα,…
- Και πότε ήσουνα εκεί;
- Πρόπερσι.
- A!... Όταν έκανα το γύρο, ακόμα γαμούσα όρθιος.

(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμενιά για το προσφιλές σε όλους μας μουνί.

Για τους πιο ρομαντικούς, παραπέμπει σε χνουδωτά λούτρινα γούτσου-γούτσου προβατάκια. Για τους πιο βιτσιόζους, σε ένοχες απολαύσεις με το κατσικίδιο.

Clopyright Ironick, στην οποία και αφιερούται.

- χεχε! άρα δηλαδή λοιπόν, η δεκαετία αυτή [80ζ] όχι μόνο άφησε το βάρος της πάνω σε όσους την διένυσαν, αλλά και σε όσους την έζησαν πιτσιρίκια... καλά, γλίτωσες πολλά παρ' όλ' αυτά! γλίτωσες τη βάτα βρε παιδάκι μου, λίγο τό'χεις; γλίτωσες το αξύριστο αμνί, γλίτωσες πράμα... (Ironick, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.

  • Ο κατά μίαν έννοια καταφερτζής, ο ξύπνιος και επίμονος που τελικά κάνει αυτό που θέλει ακόμα και πάνω από τις δυνάμεις του και είναι και το σωστό/κοινωνικά αποδεκτό.
  • Ο ντόμπρος, τίμιος και μπεσαλής άντρας ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!

- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!

- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γκαζόζα.

Στις 11 να είσαι ντυμένη πλυμένη και να έχεις κάνει μπιντέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.

Το Τζιναβονήσι είναι σχηματισμός κατά το τζιναβότοπος, και σημαίνει το κατ' εξοχήν gay-friendly νησί, την Μύκονο.

Να μην συγχέεται με την Σαλαμύκονο.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά.

(Από το καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

(από Khan, 15/08/12)Λευτεριά στην Βόρεια Μύκονο! (από Khan, 15/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που «περιποιείται» τους πάντες. Αλλιώς, η παρτόλα.

- Σοβαρά; Την έχει πηδήξει κι ο Γιώργος την Ελένη;
- Ποιος Γιώργος ρε, τη μισή γειτονιά έχει πάρει. Γυναίκα ασθενοφόρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πανάσχημη, υπερμπαλότσα γκόμενα, από την οποία θέλουμε να απέχουμε τόσο πολύ σεξουαλικώς σε σημείο που να μη θέλουμε ούτε να δει το μόριό μας.

- Πώς σου φαίνεται η Μαρία; Θα την πήδαγες;
- Τι λε ρε; Πας καλά; Ούτε να μου τον δει!

Βλ. επίσης ούτε με ξένο πούτσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί για την λέξη «πορνό», όταν δεν θέλετε να καταλάβουν τι εννοείτε.

- Ρε Μιχάλη, πάμε στου Τάκη να δούμε καμια τσόντα...
- Σκάσε, μας ακούει ο μπαμπάς!
- Ρε Μιχάλη, πάμε στου Τάκη να μας βάλει καμια ταινεία ονροπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερός έως γουτσιστικός χαρακτηρισμός για νεαρό (συνήθως) άτομο που έχει εμφάνιση καύλα, και ωσεκτουτού προκαλεί γκαύλα και σε εμάς. Συνήθως χρησιμοποιείται για καυλοπίπινα μικρόσωμα, λεπτοφυή και με ένα slutty ζενεσεκουά, τ. λολίτες, γυμνηματομούνες, ξεκωλάκια, πιπινέζες κ.τ.ό. Οριακά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για αγόρια που είναι και πολύ μουνιά. Χρησιμοποιείται πολύ και ως γαμησιάτικο μπινελίκι.

  1. Τίτλοι από το Ιντερνέτι:

- 19χρονο κοκκινομάλλικο καυλάκι σε αυτοφωτογράφιση.
- Βάλτο καυλάκι μου το αγγούρι όλο μες στη σούφρα σου.
- Λινάκι το καυλάκι, Χριστινάκι το καυλάκι.
- Καυλάκι να το γαμάς από όλες τις τρύπες.
- Ντόπιο καυλάκι αφοσιώνεται στο γαμήσι.
- Γιαπωνέζικο καυλάκι.
- Καυλάκι ποζάρει μόνο και με την φίλη του.
- Ντροπαλό Ελληνικό καυλάκι.
- Μπιχλιμπιδάτο το καυλάκι.

  1. (Από διάλογο που αυτηκόησα):
    - Μπράβο γιατρέ μου που αδυνάτησες! Καυλάκι έγινες πάλι!

(από Khan, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published