Selected tags

Further tags

  1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για άτομα ΑμεΑ με διανοητική αναπηρία, ιδιαίτερα όταν η αναπηρία αυτή αποτυπώνεται στη φυσιογνωμία των ατόμων αυτών. Η απίστευτη αυτή καφρίλα ακούγονταν στις δεκαετίες του '80 και του '90 και ήταν διπλά άνανδρη: αφενός απευθυνόταν στα ίδια τα άτομα, που εξ ορισμού δεν μπορούν να αντιδράσουν ή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και την υπόληψή τους, αφετέρου στόχευε έμμεσα ή άμεσα στους ίδιους τους γονείς των ατόμων αυτών, καθότι στην συνειδητή ή ασυνείδητη χριστιανοταλιμπάν λογική (που δυστυχώς, όπως έχει δείξει η ιστορία και η πραγματικότητα, δεν αφορά μόνο θείτσες και θείτσους) η ανωμαλία, το «κουσούρι», είναι θεόσταλτο για να τιμωρήσει τωρινά ή παλιότερα σφάλματα και αμαρτίες, και ο γονέας, όντας φορέας της αμαρτίας, είναι άμεσα υπεύθυνος που έφερε στον κόσμο ένα τέτοιο πλάσμα.

  2. Από το τέλος της δεκαετίας του '90 και μετά προέκυψε μεταφορά σημασίας, και το ανωμαλάκι δηλώνει πλέον τον ανωμαλιάρη ή την ανωμαλιάρα ως καθαρά σεξουαλικό υποκείμενο, ασχέτως προτίμησης ή βίτσιου, ή ακόμη και σεξουαλικής ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Πάντα, βέβαια, σύμφωνα με το τι ο ίδιος ο χρήστης της λέξης θεωρεί ότι πρόκειται για ανωμαλία. Ενίοτε δε, το ανωμαλάκι δεν αφορά καν σεξουαλικές προτιμήσεις, αλλά απλά συνήθειες, εμμονές ή γούστα που μπορεί να θεωρούνται ιδιάζοντα από την πλατιά μάζα -και ίσως και να είναι, ίσως και να μην είναι ιδιάζοντα, μπορεί να είναι στην πραγματικότητα αθώα, μολονότι ασυνήθιστα.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η παλιά σημασία έχει εκλείψει στον λόγο, γιατί στη σκέψη είναι σίγουρο ότι υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει, μιας και η καφρίλα δεν έχει ούτε τελειωμό ούτε πάτο σ' ότι αφορά την ανθρώπινη (λέμε τώρα) κατάσταση.

  1. Μωρή μαλακισμένη, δεν βλέπεις που πας; Άντε πάρε το ανωμαλάκι σου και πηδήχτε από καμιά ταράτσα, παλιομαλάκω. Άι σιχτίρ θα σε πληρώνουμε και γι' άνθρωπο...
    (Μογκόλος ταρίφας απευθυνόμενος σε σχετικά νεαρή μητέρα που κρατούσε από το χέρι παιδάκι με εμφανή διανοητική αναπηρία και προσπαθούσαν να περάσουν στην άλλη μεριά του δρόμου. Οδός Ιπποκράτους, στο ύψος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, circa 1993)

  2. Αντε τραβα στα ελληνικά νησια να δεις το ομαιμον τι καϊνάρια βγάζει...Εκει που γαμιούντε δυο - τρεις οικογενειες μεταξύ τους
    και βγάζουν «ανωμαλάκια» (για να το πώ στην γλώσσα σου)... (Από εδώ, σε κάποιο από τα σχόλια)

2.«Θα σταθώ στο ότι το μεγαλύτερο μέρος του ομοφυλόφιλου κινήματος δεν κατάφερε ποτέ να ξεχωρίσει τους φίλους του από τους εχθρούς του... Μας βάζετε όλους στο ίδιο τσουβάλι. Αν δε βγω να φωνάξω ότι θέλω γάμους, θεωρούμαι αυτομάτως και εχθρός»
Κάποια στιγμή πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν απαλλάσσεστε της ομοφοβίας τασσόμενοι κατά της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας υιοθετώντας μια στάση τύπου «Ε, ας ζήσουν κι αυτά τα καημένα τα ανωμαλάκια, ψυχή έχουν» περιμένοντας την ευγνωμωσύνη μας. (Από εδώ)

  1. Το μπάντινγκ (μπράντινγκ,branding, ειπωμένο ξεχνώντας να βγάλεις αυτό που έχεις στο στόμα σου), είναι μια ενδιαφέρουσα τεχνική όχι τόσο ακραία άπαξ και ο σταδιακός πόνος του καψίματος συνήθως είναι πιο ήπιος. Απο όσους έχουν κάνει branding και τους ενόχλησε κάτι, αυτό ήταν κυρίως η μυρωδιά περισσότερο! Απο την άλλη ,υπάρχουν άλλα ανωμαλάκια που αναφέρουν πως την απολαμβάνουν δεόντως! Για αυτούς η επίσκεψη στον οδοντογιατρό είναι πάρτυ μάλλον! (Από εδώ)

  2. Το σχιστομάτικο ανωμαλάκι που ευθύνεται για την αναβίωση αυτού του ξεχασμένου από τον Βούδα φετίχ και το μπάσιμο του στην pop κουλτούρα είναι ο Toshio Maeda. Τον καιρό που ο Toshio είχε αρχίσει να σχεδιάζει πορνογραφικά manga, η εμφάνιση πέους σε οποιοδήποτε οπτικό μέσο απαγορευόταν δια ροπάλου και λογοκρινόταν. Για τα πλοκάμια δεν υπήρχε νομοθεσία όμως! Έχοντας αυτή την έμπνευση ο Maeda βρήκε ένα καταπληκτικό παραθυράκι στην νομοθεσία και έφερε στο φως ένα καινούριο είδος διαστροφής! Πλοκάμι και κακό! Οι πιο γνωστοί τίτλοι hentai του Maeda είναι το “La Blue Girl” και το “Urotsukidoji”. Αφότου έκανε την αρχή ο Maeda, άρχισαν και άλλοι σχεδιαστές να βάζουν πλοκαμοτέρατα από το Αέναο Κενό να βιάζουν ανυπεράσπιστα κοριτσάκια. Τα πλοκαμο-hentai είδαν τις χρυσές τους ημέρες την δεκαετία του ’90. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάπαυστος πεοθηλασμός.

- Μυρίζει πολύ έντονα η αναπνοή σου Τζέσικα.
- Έκανα ψωλοφαγία χθες το βράδυ.

(από chrismegas, 09/02/12)valentine\'s και μαλακίες... (από MXΣ, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος γλειφομουνίου, με τη διαφορά ότι ο τύπος προσποιείται ότι χρησιμοποιεί γλώσσα, ενώ στην ουσία χρησιμοποιεί δάχτυλο (πιθανόν λόγω σιχαμάρας). Απαραίτητη προϋπόθεση για ένα επιτυχημένο ψευτομούνι είναι η μίμηση του ήχου του γλειψίματος.

Ήθελε και να τη γλείψω ακόμα δεν τη γάμησα... Όπα ρε κοπελιά, ακόμα δε γνωριστήκαμε, κάτσε πρώτα να σου ρίξω ένα ψευτομούνι και βλέπουμε...

Men are from Mars, women are from hell.  (από Mr. Cadmus, 08/02/12)ξυπνάς μέσα μου το ζώο, κτήνος! (από MXΣ, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας άλλος τρόπος για να πεις «ιερόδουλος». Η συνεκδοχή είναι ότι ανακουφίζει τις ανδρικές ανάγκες.

Η Ρωσίδα Κάτια Σαμπούκα δηλώνει πλέον τραγουδίστρια, ωστόσο η προηγούμενη καριέρα της ως πορνοστάρ και ανακουφίστρια ήταν αυτή που της χάρισε τη μεγάλη δημοσιότητα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκική περιγραφή των γυναικών την ώρα που χορεύουν. Αναφέρεται κυρίως σε χορούς που σπάνε τη μέση, όπως το τσιφτετέλι.

- Κούνα το να σε δούμε ρε παιδί μου! Κορμάκια να σπάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται συνεχώς στην γνωστή τέχνη του Αυνανισμού... Χρησιμοποιείται για να μην χρησιμοποιηθεί δημοσίως όταν δεν αρμόζει (π.χ. όταν είναι μια γκόμενα μπροστά)...

Στο γυμναστήριο είναι 2-3 και συζητούν... Μπαίνει ένας που είναι ευρέως γνωστό ότι το αγαπημένο του σπορ είναι να την βρίσκει με την Πουλχερία...
«Μαλάκα αυτόν τον βλέπεις;»
«Ποιον ρε»;
«Αυτόν που μπήκε τώρα μέσα...»
«Ναι ρε... Γιατ;ί»
«Είναι μεγάλος πετσαδόρος... Όλη μέρα χειρογλύκανο...»
«Έλα ρε... είναι θαμώνας του youporn;»
«Τι να σου λέω το έχει ματώσει το πετσάκι του πολλάκις...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις.

Πρόκειται για λέξη που βρίσκει κανείς φού και φού σε παλαιότερα κείμενα (προσώπικαλλυ την συνάντησα διαβάζοντας εξιστορήσεις του 1821, ιδίως Μακρυγιάννη), και επιβιώνει ως τοπικός ιδιωματισμός στην Κύπρο, και σε περιοχές της δυτικής Ελλάδας, όπως Επτάνησα, ή Δυτική Στερεά. Τα παραδείγματα που βρήκα στον γούγλη αναφέρονται σε όρχεις ζώων.

Ο Νίκος Σαραντάκος στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 147) γράφει ότι «η λέξη είναι μεσαιωνική και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο λιμβός (άπληστος, λαίμαργος), από το οποίο προέρχεται και το λιμπίζομαι», καθώς και ότι στην Κύπρο το γράφουν ως «λυμπά» με ύψιλον.

  1. Ο Γυμνασιάρχης Καρπενησίου Κώστας Παπακαρνάς απ` τη Φουρνά, ήταν συντηρητικόc; στις πολιτικές του πεποιθήσεις και οπαδός του Καφαντάρη. Κάποτε απέβαλε τον μαθητή του Νίκο Σαλούκο, που μυήθηκε στις Κομμουνιστικές αρχές.

Όταν τέλειωσε η αποβολή του, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε αυστηρά:

«Ο πατέρας σου, ωρέ ζεβζέκη, σκοτώνεται για να μάθεις πέντε γράμματα, να γίνεις άνθρωπος, όχι να σπουδάζεις κομμουνισμό. Ξέρεις ωρέ, τι θα πει κομμουνισμός; Να σου πω εγώ. Ο κομμουνισμός, ωρέ, είναι σαν τα λιμπά του κριαριού. Κρέμονται, αλλά δεν πέφτουν. Η αλεπού όμως που τα βλέπει να κουνιόνται πέρα-δώθε λέει: «Δεν μπορεί. Εδώ θα πέσουν, εκεί θα πέσουν» και τρέχει όλη την ώρα από πίσω του. Αυτά τα έρμα κουνιόνται, αλλά δεν πέφτουν. Και η αλεπού ψοφάει από την πείνα. Τώρα κατάλαβες τι εστί κομμουνισμός, ωρέ! Να, έτσι βρε θα ψοφήσετε και σεις καρτερώντας να γίνει κομμουνισμός, να πέσουν του κριαριού τα λιμπά. Δεν πέφτουν ωρέ. Πάρτο χαμπάρι!». (Εδώ).

  1. Το τσοκάνισμα γινόταν με τον τσόκανο. Τον άνοιγαν σαν ψαλίδι, έβαζαν ανάμεσα το λουρί (το νεύρο των όρχεων) απ΄ όπου κρέμονταν τα λιμπά του ζώου και έδεναν την άλλη άκρη του. Βαρώντας μ΄ ένα ξυλόσφυρο το λιανό ξύλο του τσόκανου, κοβόταν το νεύρο κι έτσι νεκρώνονταν τα λιμπά. (Εδώ).

  2. «Έγιναν οι εκλογές και σκοτώθηκαν οι άνθρωποι. Και θα σκότωναν κι εμένα και δεν μπόρησαν, και μ' έπιασαν από τα λιμπά κι έκαμα τόσον καιρό οπού με πονούσαν». Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Οράματα και Θάματα (παρατίθεται από τον Ν.Σ.).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified