Further tags

Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.

Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.

Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.

Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.

Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.

  1. Περάσαμε και γαμώ χθές με το τεκνό, αλλα γεμίσαμε τα σεντόνια σαντορούμι ρε να πάρει.

  2. Κάθε φορά που είναι να σοδομίσω τον γκέη ανύπαντρο σκύλο μου, του βάζω πρώτα κλύσμα, για να μήν μου κλάνει μετά σαντορούμι.

λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των πισωκολλητό και σοκολάτα.

Αναφέρεται στα υπολείμματα κοπράνων που επικάθονται στο ανδρικό μόριο με το πρωκτικό σεξ, και ομοιάζουν (οπτικά) με σοκολάτα.

- Φίλε άσ' τα. Της τον έδωσα από κώλο, αλλά γέμισα πισωκολάτα και ξενέρωσα!

Πισωκολάτα, μμμ! (από panos1962, 07/11/09)

Βλ. και μεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που έχει μικροσκοπικά μπαλάκια (αρχίδια).

- Ποιος κατούρησε στην λεκάνη;
- Ο γαταρχίδας ο Σιλβής που τα αρχίδια του είναι σαν κεράσια.

ε, όχι και μικρά μγμσ! Και μια ουρά να! (από BuBis, 04/10/09)(από Vrastaman, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπαίσθητη πορδή μικρού μεγέθους συνήθως αμοληθείσα εν ομοβροντία και υπούλως παραμένουσα στους θύλακες του πρωκτού.

Αντιληπτή όταν ο δράστης καθίσει και λόγω πίεσης ακούγεται. Το μοναδικό είδος κλανιάς που ακούγεται, όχι την στιγμή της απελευθέρωσης, αλλά σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή.

Άσε ρεζίλι έγινα. Με κάλεσε σπίτι της η γκόμενα και στο ασανσέρ έριξα μία βρώμικη. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι όμως, είχε μείνει ένα υποκλανίδιο και ακούστηκε σαν μεντεσές σκουριασμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατίν ονομάζουμε την αποπνικτική μίξη των ακόλουθων αερίων:

  • Σκατίλα.
  • Κωλίλα.
  • Σπρέι με άρωμα αγριοκέρασο (και μάγουλο βερίκοκο).

    Το παραπάνω συνονθύλευμα κάνει τον χρήστη της τουαλέτας, που χέζει και νομίζει ότι το σπρέι θα καταπνίξει τη σκατίλα, να κρατάει την αναπνοή του ώσπου να βγει έξω από το WC. Το καλοκαίρι ειδικά το αέριο Σκατίν δεν αντέχεται με τίποτα!

Η λέξη παράγεται από τις λέξεις: Σκατά και Σαρίν.

(Ο Παναγιώτης βγαίνει απο την τουαλέτα με γαλήνιο ύφος, σφυρίζοντας)
Τάκης: Επιτέλους βγήκες!(πάει μέσα)
Παναγιώτης: Ωχχ... θα τη μυριστεί τη δουλειά.
Τάκης: Ρε μαλάκα! Βρομάει Σκατίν εκεί μέσα! Τι το ήθελες το Γκλέιντ!

Shoko Asahara (μπουχέσας Ιάπων) (από Vrastaman, 31/07/09)Σφαγή του Κατυν (από Vrastaman, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.

- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιόπουστα, που κατά την πεολειχία δαγκώνει το πέος του άλλου.

Οφείλεται σε διαφόρους λόγους και να μερικοί:

  • Kαύλα.
  • Ανωμαλία στην άνω, ή κάτω γνάθο.
  • Μειωμένη αντίληψη τις σκληρότητας του προς θηλασμού πέους, συνήθως λόγω χρήσεως ναρκωτικών ουσιών.
  • Κόμπλεξ κατωτερότητας («γιατί αυτουνού του σηκώνεται και ουχί εμού, θα του τον ματώσω»).

    Βεβαίως υπάρχουν και πολύ άλλοι λόγοι, αλλά μου διαφεύγουν, λόγω υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας.

Αχ και ματα αχ και βαχ και τί ωραία που το κανειιιςςς ΚΡΑΑΚ Α Α Α Α ΧΧΧΧ τί κάνεις ρε συ εκεί;! Μου το μάτωσες ρεεε!!! Παλιο οδοντόπουστα...
(...και ακολουθούν τα απαραίτητα σφαλιαρίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατά την αιματοχυσία): Το ξέρασμα.

- Θυμάσαι τότε που ακούγαμε Metallica και Helloween στο παλιό σου σπίτι και είχαμε λιώσει στο ουίσκι;
- Πώς να μην το θυμάμαι ρε μαλάκα, αφού ξέρναγες πάνω στα μάτια της κουζίνας που τα είχες περάσει για τον νεροχύτη!
- Ε αφού ρε παπάρα εσύ είχες πάρει τη χέστρα αγκαλιά πήγα κι εγώ στην κουζίνα, αλλά μπερδεύτηκα...
- Τι εμετοχυσία ήταν αυτή ρε πούστη μου... Αυτά ήταν χρόνια, όχι όπως τώρα που δουλεύουμε σαν μαλάκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται το συμπαγές σμήγμα, αναμεμειγμένο με ιδρώτα, το οποίο εμφανίζεται γύρω της κωλοτρυπίδας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατά την διάρκεια του καθισιού.

Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με την κρούστα. το σμίγμα ιδρώτα και σκατού που εμφανίζεται πάνω στην κωλοτρυπίδα. Η κωλέτζα αντιθέτως εμφανίζεται παραπλεύρως του πεδίου δράσης της κωλοτρυπίδας, στα κωλομάγουλα που επαφίενται.

Λεξιπλασία του Γιώργου Παναγάκου.

- Πω-πω μαλάκα τι βρωμιάρης είναι αυτός.

- Είναι γεμάτος μπίχλα.

- Και ο κώλος του έχει πιάσει κωλέτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι κουραδίτσες που έχουν κολλήσει στις κωλότριχες και κρέμονται σαν τον Ταρζάν.

Συνήθως μικρές σε μέγεθος.

- Έρχομαι σε λίγο. Μόλις καθαρίσω τα ταρζανέλια.

(από Galadriel, 25/01/13)

Βλ. και ταρζανίδιο, ταρζανάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified