Further tags

  1. Η κάθε μορφής βρώμα που μαζεύεται κάπου.

  2. Μέρος ή χώρος με βρωμερούς, απειλητικούς και λοιπούς σκιώδεις χαρακτήρες. Το λήμμα αναφέρεται στο σύνολο αυτών των τύπων.

  3. Γλέντι που γίνεται αυστηρά μεταξύ αντρών, με πολύ ποτό, λαϊκή ή και παραδοσιακή μουσική, περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα γερό μεθύσι, εμετούς, μεθυσμένες φιλοσοφικές συζητήσεις και μερική απώλεια μνήμης για το συμβάν. Συνοδεύεται συνήθως από το ρήμα «κάνω»

- Καθάρισε λίγο ρε, έχει μαζευτεί μούργα στο σπίτι σου!

- Ω ρε μαλάκα τι μούργα είναι εδώ; Πού μας έφερες μ' όλα αυτά τα καθιζήματα;

- Πω κάναμε μια μούργα εχθές στο σπίτι του Γιάννη, άλλο πράμα!

Παράδειγμα από τον Αρχηγό στο 1:45. (από joe909, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιταχύνω, γκαζώνω, τρέχω, βάζω τα δυνατά μου, με πιάνει κωλοπιλάλα.

  2. Χέζω: Χρησιμοποιείται κυρίως σε εξτρίμ καταστάσεις, όταν ας πούμε έχεις να αντιμετωπίσεις κουράδα «εγκεφαλικό» ή «Κινγκ Κονγκ».
    Συνοδεύεται από μούγκρισμα αυξανόμενης έντασης και καταλήγει σε στεναγμό ανακούφισης. (παράδειγμα 4)

  1. - Ρε! Αύριο λήγει το ντεντ λάιν και εσύ παίζεις πασιέντζα;
    - Έλα μωρέ! Τρία άρθρα μείνανε, θα μαρσάρω αύριο το πρωί και το μεσημέρι θα είσαι έτοιμος για τυπογραφείο. Πιάσε μπύρα κι άραξε...

  2. Αυτό, όμως, μπορεί να αλλάξει απότομα, από τη μια στιγμή στην άλλη... Πώς; Αν (και όταν) αποφασίσει η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά να «μαρσάρει»! εδώ

  3. «Μαρσάρει» η επένδυση
    Ανοίγει οριστικά ο δρόμος για την κατασκευή του μεγάλου έργου του Αυτοκινητοδρομίου της Πάτρας μετά την χθεσινή ομόφωνη απόφαση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής με την οποία το έργο εντάσσεται στον Αναπτυξιακό Νόμο. εδώ

  4. - Δεν είναι εδώ ο Γιώργος;
    - Στην τουαλέτα
    - Θα αργήσει;
    - Μαρσάρει εδώ και μισή ώρα... ε, σε κανένα τεταρτάκι θα βγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.

  1. Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.

  2. Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.

Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)

Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι μόνο που είναι σκατά, αλλά είναι και μελάτα, δηλαδή παχύρρευστα, πυκνόρρευστα, ημίπηκτα, όπως το μέλι.

Η έκφραση είναι επιτατικό του σκατά για να δηλώσει μια άσχημη κατάσταση. Τουλάχιστον τα καλοσχηματισμένα σκατά είναι πιο ελεγχόμενα και τίμια, ενώ τα μελάτα δεν υποφέρονται με τίποτα. (To μελάτος έχει εξάλλου γενικώς απαξιωτική σημασία, όπως και όταν χαρακτηρίζει τον μαλακοκαύλη).

Χρησιμοποιείται, λοιπόν, σε μια μεγάλη ποικιλία συμφραζομένων, συνήθως ως απάντηση σε προηγηθείσα ερώτηση ή αυτοερώτηση. Συχνότατα σε συνάφεια σχετική με το φαγητό, λ.χ. ως απάντηση σε ερωτήσεις του τύπου «τι θα φάμε;», ή μεταφορικά τι λεφτά θα οικονομήσουμε για να φάμε, ή για να σατιριστούν επιτηδευμένα ντελικατέσεν εδέσματα.

Επίσης, όταν με την απάντησή μας θέλουμε να πούμε ότι η κατάσταση είναι πολύ χαώδης, ρευστή και μη συγκροτημένη. Ή πολύ ευτελής, όπως λέμε αρχίδια καλαβρέζικα. Τίθεται και ως τελευταίο στοιχείο μιας παρατακτικής σύνδεσης για να ευτελίσει τα προηγούμενα, δηλαδή κάτι σαν το και τα ρέστα παγωτά, αλλά πιο πολύ σαν τα αρχίδια καπαμά, αρχίδια καλαβρέζικα κ.τ.ό.

Υπάρχει και ομώνυμο μπλογκ με αγγλικό τίτλο shit with honey. Βλ. και το σχόλιο του Βίκαρ στο μελεμενιά, όπου θεωρεί το «να φας σκατά μελάτα» ως παιδική βρισιά.

  1. Σκατά μελάτα. Για ακόμη μία φορά, θέτω το ίδιο ερώτημα στον εαυτό μου: Ποια στο διάολο είμαι; (Εδώ).

  2. αλλιώς τι είναι τέχνη;τα σκατά μελάτα;
    αν δεν ήταν έτσι τότε τα πάντα είναι τέχνη, και θα έπρεπε να τα βγάζουμε να τα πουλάμε κι ολας. (Εδώ)

  3. Εσύ να φας έναν κουβά σκατά μελάτα Αιθιοπίας. (Εδώ).

  4. Αύξηση λέει στις πολύτεκνες μητέρες πάλι. Σωστό, αλλά με μεγάλες διακρίσεις ΠΑΛΙ. ΜΟΝΟ οι πολύτεκνες μητέρες του ογα. Οι άλλες μητέρες σκατά μελάτα. Οι πολύτεκνοι πατέρες σκατά μελάτα χωρίς αλάτι. Πάλι οι κατσίβελοι θα πάρουν τα φράγκα. (Εδώ).

  5. μ0ν0 αυτ0 θελω να μ0υ απαντήσεις, γαμώ το ΙΚΑ/ΤΕΒΕ/ΟΓΑ και λ0ιπά σκατά μελάτα! (Εδώ).

  6. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα πιάτα του στυλ “συκωτάκια πάπιας τηγανισμένα σε λάδι μπαμπού με συνοδεία άγουρου ανανά, βατραχοπόδαρων και σκατά μελάτα” δεν συναρπάζουν πια τον Έλληνα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε άτομα που καλύπτουν το καπάκι δημόσιας τουαλέτας με χαρτί υγείας (ελαφρώς κυκλικά) και λόγω δυσκοιλιότητας μουγκρίζουν επίμονα παραπέμποντας έτσι σε τελετή επίκλησης δαιμόνων.

- Ρε συ πάλι ζορίζεται ο Βάμπης στην τουαλέτα; - Γάμησε τα φτιάχνει πάλι πεντάλφες με κωλόχαρτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ύβρις για γυναίκα που δε γουστάρει κάποιος. Σχετίζεται με την κλασομπανιέρα, και τον κλασαρχίδα. Ταιριάζει η χρήση του σε γυναίκες που το παίζουν κλασάτες, δυναμικές και όμορφες, αλλά στην πραγματικότητα είναι ελεεινές και φτωχόμουνα με femme fatale attitude.

  2. Το αιδοίο που κατά τη διάρκεια του ξεσκιζόλ απελευθερώνει αέρα πολύ συχνά (ρυθμός άνω των 5 fpm - farts per minute).

-Τι έγινε ρε, γιατί μάλωνες με την Ίριδα;
-Άσε με μωρέ με το κλασόμουνο, που θα μου πει εμένα να πούμε πως να κάνω τη δουλειά μου! Γαμώ το Χριστόφορο και την Πανακόλα της!

-Για πες ρε, τι έλεγε η Ίριδα στο κρεβάτι;
-Ωραία φίλε, στενό μουνί, αλλά έκλανε συνέχεια.....
-Μμμμ κλασομούνα δηλαδή.
-Ναι, σαν τη μάνα σου.
-;;;;;;;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους για να προφυλάξει τον έναν από τους δύο από ενδεχόμενη εντερική δυσλειτουργία, μετά από λανθασμένη τροφική επιλογή.

- Μην φας αυτή την μανιταρόσουπα γιατί έχει ένα περίεργο πράσινο χρώμα.
- Άσε ρε δεν είναι τίποτα αυτό, το λάδι είναι.
- Ρε μην τη φας σου λέω, κοίτα αυτό το μανιτάρι, μοιάζει με αόμματο χελωνάκι.
- Μην είσαι χαζός, είναι πλευρώτους, γι΄αυτό.
- Καλά... Άμα μετά σε πάει Πάτρα Καλαμάτα θα σου πω εγώ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση παρμένη από πασίγνωστο ποίημα του αποδίδεται στον πάντα επίκαιρο Γιώργου Σουρή, το οποίο αναφερόταν -πού αλλού;- στην σκατάσταση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.

Το όλο ποίημα ήταν μια τιραμισουρεαλιστική απάντηση, ελληνικής κοπής, στο ''ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης'' του Μπάιρον. Από το ίδιο ποίημα προέρχεται το περιβόητο σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να πέσεις. Διότι άμα πέσεις στα σκατά, άντε να την σκα(τ)ουλάρεις!...

Τίποτε δεν απόμεινε
στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου
και φαίνονται χεσμένα.

Όλα σκατά γενήκανε
και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός,
σκατά ο κόσμος όλος.

Μόνο σκατά φυτρώνουνε
στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε,
σκατάδες στο τετράγωνο.

Μας έρχεται κάθε σκατάς,
θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε
πως αποσκατωθήκαμε.

Σκατά βρωμάει τούτος δω,
σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό,
σκατά βρωμά κι ο κρίνος.

Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά,
και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό
προβάλλει σκατωμένο.

Σκατά τα πάντα θεωρώ
και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ,
σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ
και στα σκατά θα πέσω.

Όταν πεθάνω χέστε με,
τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με
και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά
κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μου φεύγουν από πίσω.

Σκατά ο μεν, σκατά ο δε,
σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο
μου πόνεσε ο κώλος!

Γ. Σουρής

Σκατά και στο slang.gr.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε συγγρουσιακά πανηγύρια και στις μοιραίες συνέπειες αυτών. Κυριολεκτικά, τουλάστιχον.

Συγγρού αποκαλείται πλέον το κόμμα της Νέας Δημοπρασίας, μετά την πρόσφατη μετεγκατάστασή του από την Ρηγίλλης. Quelle déchéance!

- Τρία πουλάκια κάθονται στη Συγγρού. Την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να σηκώνει τα χέρια ψηλά, οι προτάσεις που κομίζει το έτερο κόμμα εξουσίας επιτείνουν την απογοήτευση σε όσους ήλπιζαν ότι η κρίση θα έβαζε επιτέλους ταφόπλακα στη φαυλότητα της μεταπολίτευσης.
(εδώ)

- Οικονομικό κραχ στη Συγγρού. Δυσκολεύεται ακόμη και για την πληρωμή του ενοικίου στον ιδιοκτήτη των νέων της γραφείων και αναζητεί επειγόντως ένα... μνημόνιο με τις τράπεζες
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified