Κατούρημα ηχηρό. Θόρυβος της ούρησης, ο οποίος, λόγω φυσιολογίας (και γεωμετρίας) στα αρσενικά του είδους μας, είναι εντονότερος από αυτόν των θηλυκών.
- Λένα πα να ρίξω ένα!
- Άιντε, μπας και ακουστεί αντρός τσουρέ στο σπίτι!!
Κατούρημα ηχηρό. Θόρυβος της ούρησης, ο οποίος, λόγω φυσιολογίας (και γεωμετρίας) στα αρσενικά του είδους μας, είναι εντονότερος από αυτόν των θηλυκών.
- Λένα πα να ρίξω ένα!
- Άιντε, μπας και ακουστεί αντρός τσουρέ στο σπίτι!!
Got a better definition? Add it!
Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.
Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.
- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...
- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι.
(Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τρώει τον αβλέμονα και πάει στο καπάκι για χέσιμο, λες και έχει ένα μόνο άντερο, οπότε δεν μεσολαβεί χρόνος μεταξύ μάσας και χεσίματος για χώνεψη.
- Ώπα! Έχεις και κολοκυθοκεφτέδες, βλέπω;
- Ρε μαλάκα, τώρα δεν έφαγες ιμάμ μπαϊλντί;
- Αυτό το 'χεσα μόλις...
- Μονάντερος είσαι ρε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.
(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος)
- Ααααα...
(η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά)
- Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιάς κοπής μισοειρωνική μισόεπαινούσα επίπληξη σε διανομέα βόθρου ή κλανιδίου.
Παναπεί ήταν διαρκείας και εντάσεως, ωσάν αυτά τα ξένα που παίζαν στις δισκοθήκες πάλαι ποτέ.
- Ροοοοοοααααααααααααρρρρρρρρρκκκκκκκκκκκ
- Ξαναβάλτο να το χορέψουμε!
- Μπαρδόν, ήταν μια προσφορά της κοακόλα!
Got a better definition? Add it!
Παλαιάς κοπής αρκετά προσβλητική επίπληξη σε διανομέα βόθρου ή κλανιδίου.
Παναπεί εντάξει μεγάλε, μας είπες τα νέα από την οικογένεια σου, από το σπίτι σου, γενικά ο βόθρος που αμόλησες αντικατοπτρίζει απόλυτα το ποιόν σου, πες μας τώρα και στο γραφείο αν είναι όλα καλά.
- Ροοοοοοααααααααααααρρρρρρρρρκκκκκκκκκκκ
- Και στη δουλειά;
- Άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα!
Got a better definition? Add it!
Το άσπρο σμηγματοειδές έκκριμα του κόλπου όταν πάσχει από μυκητιασική, βακτηριακή κ.τ.λ. κολπίτιδα. Η λευκόρροια. Ανάλογα με το είδος της λοίμωξης, η μουνόκρεμα μπορεί να είναι από εντελώς άοσμη και άσπρη έως φρικτά βρωμερή και κιτρινοπράσινη. Είπα τίποτα που δεν είναι politically correct, μήπως;
- Τελικά το κάνατε με τη Βαρβάρα;
- Ε, όχι ακριβώς... Πήγαμε να το κάνουμε, αλλά μόλις έβγαλε το βρακί της είδα απάνω τη μουνόκρεμα και την έκανα με ελαφρά.
- Μπλιάχ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!
Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.
- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.
Βλ. και μουνοκλάνι.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσπρη ή ασπροκίτρινη σμηγματοειδής έκκριση που συσσωρεύεται γύρω από τη βάλανο σε άτομα που έχουν τσακωθεί με το νερό.
Σε αυτά τα άτομα, με το που θα κατέβει το πετσάκι, αποκαλύπτεται ένας βρωμερός δακτύλιος γύρω από το «στεφάνι» της βαλάνου, ο οποίος γεμίζει το φυσικό κυκλικό αυλάκι που έπρεπε να υπάρχει εκεί. Αν το άτομο είναι πολύ επιδέξιο, μπορεί να το αφαιρέσει άθικτο και να το περάσει βέρα στο δάχτυλο της αγαπημένης του. (πού έχω φτάσει, Θέ μου;!)
Δες και τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.
Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.
Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.
- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...
Got a better definition? Add it!