Selected tags

Συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της (π.χ. προκατασκευασμένο --> προκάτ)

Further tags

Αντί να πω, "έχω εκφύλιση της ωχράς κηλίδας", ή "έχω την καρδιά μου", ή "έχω το στομάχι μου" (τα δυο τελευταία βέβαια είναι κι αυτά σλανγκ, αλλά νταξ), λέω έχω ωχρά κηλίδα, έχω καρδιά ή έχω στομάχι, λες και υπάρχει ανθρώπας με χωρίς.

έχω στομάχι

  1. -σκηνή πρώτη! Ωραία, προχωράμε ;)
    -τον ασθενη μου τον λενε Χρηστο κι εχει ωχρα κηλιδα (τοχει η βαβω κ τοχα προχειρο καταλαβαινεις) ΕΔΩ

  2. ΓΙΑΤΡΕ, «ΕΧΩ ΩΧΡΑ ΚΗΛΙΔΑhttp://www.nobile.gr/839/giatre-exw-wxra-khlida … (εδώ)

  3. νομιζω οτι εχω καρδια ΕΔΩ
  4. Μήπως έχω θυρεοειδή; Vita
  5. έχω χολή μπορεί να μου δίνει πόνο στη μέση στο στέρνο και στον ώμο; ΕΔΩ
  6. Πως απαλλάχθηκα από τη χολή μου! ΕΔΩ

Υπάρχει βέβαια και το

♪♫ Δεν έχω να σου δώσω παλάτια και λεφτά
Εσύ αν έχεις πλούτη εγώ έχω καρδιά... ♪♫

αλλά τώρα δεν μιλάμε γι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

=μυκητίαση βγαλμένο από στίχο τραγουδιού

αν κολήσω μυκητία θα τα ριξω στην κυρά

Got a better definition? Add it!

Published

Βγαίνει απ' το τεφαρίκι και σημαίνει μια χαρά, μπεργκέτι, τσόντα, καύλα, τζετ, σούπερ κτλ.

Το πήγα στο μάστορα τ' αμάξι και μου το 'κανε τέφα. Σαν καινούργιο, σου λέω!

Βλ. και μέγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρίσκεται στην 3η, αλλά συνήθως 4η και πάνω, δεκαετία της ζωής του.

τρια-ντάρης, σαρα-ντάρης κτλ, ενώ εικοσ-άρης, εικοσιεννι-άρης κτλ...

- Πσσς, τρελλό το γκομενάκι ε;
- Τι τρελλό ρε, αυτή είναι ντάρα και βάλε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το PlayStation σε συντομία.

Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;

Βλ. και προ, PRO, PES.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγουμε αμέσως, την κάνουμε. Ξεκίνησε ώς την κανά (απο το την κάνουμε) και εξελίχθηκε σε τη Μελίνα (από την τραγουδίστρια Μελίνα Κανά).

- Πώ πω... Πέρασε η ώρα!
- Άντε, τη Μελίνα!

Η Κανά, της Κανά, την Κανά (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λιακόπουλος. Μεταφορικά, αυτός που βλέπει παντού φαντάσματα, εξωγήινους και συνομωσίες.

- Ρε, το είδες αυτό εκεί ψηλά;
- Χαλάρωσε ρε Λιακό!

(από xaxac, 30/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανθυπασπιστής στον στρατό. Είναι ο βαθμός που παίρνουν οι καραβανάδες προτού γίνουν αξιωματικοί.

- Ήρθε καινούργιος ανθύπας σήμερα, από την φάτσα καλός φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη συντομογραφία της λέξης «μπουκάλα», δηλαδή φιάλη αλκοόλ σε κλαμπ.

  1. - Έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις (βλ. και κάβα)

  2. - Χτες ήπιαμε μια κάλα χιροσίμα και γίναμε κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified