Further tags

  1. Η οικιακή βοηθός εν γένει, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από την συμπαθή χώρα των Φιλιππινών ή όχι. Οι φίλοι της (;;;) την φωνάζουν Φιλίππα. Παρετυμολογείται και από την πινέζα για να χαρακτηρίσει μια ακαθορίστου ηλικίας Asian πιπινέζα.

  2. Μία από τις πλέον σλανγκ στιγμές του Μπάμπη είναι ότι όρισε την φιλιππινέζα και ως «πρόσωπο που χρησιμοποιείται σε βοηθητικές ή δευτερεύουσας σημασίας δουλειές». Το γεγονός αυτό μαζί με τον ορισμό της Φιλιππινέζας ως «οικιακής βοηθού» κόστισε στον Μπάμπη ένα διάβημα από την πρεσβεία των Φιλιππινών, ή τουλάστιχον έτσι το θέλει ο αστικός μύθος.

  3. Ό,τι και η ορντινάντσα. Αναπαράγω τον εύγλωττο ορισμό Ηλεκτρώνος του εν σλανγκ αδελφού:
    «Ο στρατιώτης που εκτελούσε χρέη υπηρέτη και ακόλουθου ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού. Συνήθως κατοικούσε στο σπίτι του στρατιωτικού, αποσπασμένος, και τον βοηθούσε σε οτιδήποτε, από το άνοιγμα της αλληλογραφίας, μέχρι και το ντύσιμο. Ενίοτε, ήταν και αυτός που βόλευε την γυναίκα ή την κόρη του αφέντη, ή και τον ίδιο τον αφέντη, πήγαινε για ψώνια, κράταγε το λαμπατέρ κ.λ.π.». Με αυτήν την έννοια, φιλιππινέζα μπορεί να χαρακτηριστεί λ.χ. ο μεταπτυχιακός φοιτητής που κουβαλάει τον προτζέκτορα ενός Καθηγητή Πανεπιστημίου, ή ένας θαλαμηπόλος στο Ναυτικό (βλ. σχόλιο Χότζα στην ορντινάντσα), ένας επίμονος κηπουρός κ.ο.κ.

  4. Προσφάτως χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ειδικά τον εκτελούντα χρέη σωματοφύλακα - σεκιουριτά σημαντικού προσώπου που χρήζει προστασίας έναντι τρομοκρατικών απειλών.

  1. - Ανησυχώ Σούλα μου, γιατί τώρα τελευταία πιάνω τον Μάκη να γλυκοκοιτάει την φιλιππινέζα μας...
    - Μα και συ γλυκιά μου, παίρνεις φιλιππινέζα ξανθιά, γαλανομάτα και 1.80 να σου μεγαλώσει το παιδί; Δεν είδες τι έπαθε ο Jude Law;

  2. Η ασκούμενη δικηγόρος είναι η φιλιππινέζα του γραφείου. Κάνει όλες τις άλλες δουλειές εκτός από το να δικηγορεί.
    (Το παράδειγμα του Μπάμπη).

  3. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τη Φιλιππινέζα του υπουργείου. Να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες για το λιμάνι της Σχοινούσας»
    (Δες)

  4. [...] Διέθετε (σ.ς.: εννοείται το θύμα) δύο Φιλιππινέζες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας TDM ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια κάτω από τις μασχάλες ενώ χρησιμοποιούσε και αυτός μηχανή on-off transalp. [...]
    (Από την προκήρυξη της Σέχτας Επαναστατών 28/7/2010).

Η φιλιππινέζα Μαίρη Παναγιωταρά  (από GATZMAN, 02/08/10)(από electron, 02/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, είναι εξαιρετικό είδος πουλάδας και σημαίνει ότι ο αλεξιπτωτιστής που την φέρει έχει κάνει πολλές νυχτερινές πτώσεις, οπότε είναι και γαμώ τους πουλαδερούς.

- Την μαυροπουλάδα που πέρασε την είδες ρε πατόψαρο; Ψάρωσε τώρα, όπως σου αξίζει!

Μαύρη μαυρίλα πλακωσε μάυρη σαν καλιακούδα (από GATZMAN, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογίζεται ο αστυφύλακας ο οποίος είναι φανατικός με την δουλειά του, πολλές φορές σε αρρωστημένο επίπεδο. Για άλλη δουλειά θα λέγαμε εργασιομανής, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν κολλάει εδώ. Απαντάται περισσότερο στην ομάδα Ζ, λιγότερο στην τροχαία και στην άμεση δράση. Κατά περιπτώσεις εφαρμόζει υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι ερωτευμένος με την υπηρεσία και έχει την πεποίθηση ότι μπορεί να αλλάξει την αστυνομία και να σώσει τον κόσμο.

Αναγνωρίζεται αφενός οπτικά: πάντοτε προσεγμένη στολή, καθαρή και ατσαλάκωτη. Έχει πάντα επιβλητική παράσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γυμνασμένος, όχι σώνει και καλά ντούκι. Εάν είναι μεσήλικας, βαστιέται καλά, ενίοτε έχει γοητευτικό λουκ. Συνήθως έχει ιδιόκτητο εξοπλισμό και οπλισμό (τα παρεχόμενα από την υπηρεσία του φαίνονται παρωχημένα για το επίπεδο του). Τα γυαλιά τύπου ray-ban είναι σύνηθες συμπλήρωμα.

Αφετέρου εκ συμπεριφοράς: έχει ένα συνδυασμένο στυλ από Tackleberry, T1000 και Τεξανού σερίφη. Γνωρίζει πολλά περισσότερα για την δουλειά του από τον μέσο αστυνομικό. Όπου δεν γνωρίζει προσπαθεί να δημιουργεί εντυπώσεις δια τυποποιημένης γνώσεως και ορολογίας. Σε αρκετές περιπτώσεις τυγχάνει να ξεσπάει τα απωθημένα του από παιδικά συμπλέγματα σε πιο αδύναμες ομάδες (πιτσιρικάδες με παπάκια ή φτιαγμένα αυτοκίνητα, νεοχίπις σε πλατείες κ.ο.κ.) έχοντας ως σημαία την στολή του.

  1. - Τι ροζ χαρτάκι είναι αυτό ρε Τάκαρε; Σε γράψανε;
    - Άσε ρε μάγκα, με πέτυχε εχτές ένας καυλόμπατσος και με ξέσκισε! Μέχρι για τρίγωνο, φαρμακείο και γρύλο με έγραψε!

  2. «[...]εγώ θα σας τιμήσω, θα χαίρεται όλο μου το σόι
    θα 'μαι καυλόμπατσος, δυο μέτρα μπόι
    θα κάνω βάρη, θα παίρνω τρεις κι εξήντα[...]»
    Στίχοι από Βαβυλώνα - Πολισμανία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.

Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.

- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!

Όταν είσαι κάγκουρας και στρατόκαυλος πρέπει να το δείχνεις με κάθε τρόπο #eklapsa  (από soulto, 19/03/15)Πάει ασορτί με το δίπλα κάγκουαρ να το φοράει η καγκουρίνα του στρατόκαυλου! (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.

Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.

- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει παρέα, αλλά παρέα από αλάνι. Προέρχεται από τον στρατό, από ένα τάγμα όπου πήγαιναν όλα τα «καλά» παιδιά, κοινώς τα ματσακόνια.

  1. Τάκης: -Ρε μαν, γαμώ τα παιδιά ο Νίκος!!!!
    Ανδρέας: - αι, για πολύ μόμα ,λέμε...

  2. Τάκης: -Τι θα κάνουμε ρε μαν σήμερα;;;
    Ανδρέας: -Θα μαζευτεί η μόμα σπίτι μου, να παίξουμε προ!!!

Museum of Modern Arts, NY (από ironick, 18/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ανάκρισης. Ο Ε και ο Φ ανακρίνουν τον Χ· ο Ε υιοθετεί εχθρική στάση απέναντι στον Χ ενώ ο Φ φιλική, με απώτερο στόχο ο Χ να εμπιστευθεί τον Φ αντιδρώντας στην πίεση του Ε. Ευνόητα, ο Φ είναι ο Καλογιάννης και ο Ε ο Κακογιάννης.

Η τεχνική είναι ψιλοπασίγνωστη χάρη στην αστυνομική λογοτεχνία και, κυρίως, φιλμογραφία. Δε γνωρίζω αν η κουβέντα όντως ακούγεται στην πιάτσα, ή αν πρόκειται απλώς για ευφάνταστη επινόηση του Πέτρου Μάρκαρη (βλέπε παράδειγμα)· με μία πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο συμπεραίνουμε μάλλον το δεύτερο, αλλά όποιος ξέρει θετικά ας μας πει. Πρόκειται πάντως για μία εκδοχή του καλός μπάτσος - κακός μπάτσος που ακούγεται ενδεχομένως ομαλότερα στο αφτί ως απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού και είπα να το θέσω υπόψιν των υποτιτλιστών ανάμεσά μας.

«[...] δέν κρατούσε λεφτά στα χέρια του. Δέν κρατούσε τίποτα. Τώρα, άν υπήρχαν λεφτά μέσα στο αυτοκίνητο, τί να σας πώ. Μπορεί και να υπήρχαν, αλλα θα τα πήραν οι δικοί σας, της Αντιτρομοκρατικής.»

«Τί λές ρε κάθαρμα;» φωνάζει ο Βλασόπουλος και πετάγεται πάνω. «Λές οτι τα παιδιά της Αντιτρομοκρατικής πήραν τα λεφτά και τα φορτώνουμε τώρα σ' εσένα, για να τους ξελασπώσουμε

«Ήρεμα, Σωτήρη.» Πιάνω τον Βλασόπουλο απο το μπράτσο και τον καθίζω πάλι στη θέση του. «Μήν τον πιέζεις. Θα μας τα πεί με την ησυχία του, το παλικάρι.»

Το παλιό κόλπο των μπάτσων. Ο Καλογιάννης και ο Κακογιάννης.

(Πέτρος Μάρκαρης, «Άμυνα ζώνης», Γαβριηλίδης 2001)

Σε άλλες γλώσσες: good cop/bad cop (αγγλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καταδρόμι, καταδρομί

Εξέχοντα μαχήμια μέλη τα καταδρόμια, των ειδικών δυνάμεων του στρατού, ομού μετά βατραχίων (οϋκίων), λοκατζήδων, αλεξιπτωτιστών κ.ά., συχνά πάσχοντα από ήπια πυρκαυλίτιδα, έως οξεία στρατοκαυλίτιδα -τους αλλάζουν τον αδόξαστο στις καταδρομικές αφού. Τους μένουν διάφορα κουσούρια, τ., κούρεμα καταδρομί, γυμναστική αλά καταδρόμι.
Καθ' εξτένσιο σημαίνει τον σωματικώς/ σεκσουαλικώς/ δυναμωτικώς 'σουπεργαμάωα', αλλά και το αντίθετό του, τον τελειωμένο.

  1. ο γιος μου το καταδρόμι! είσαι τόσο μαχήμι που περιμένω απτη ταράτσα να κατέβεις στο μπαλκόνι να μπεις στ σπίτι (εδώ)

  2. τους κατατροπώνει συνήθως το παλικάρι, ο παλαίουρας, το καταδρόμι, ο οϋκάς που μπορεί να μοιάζει χαμένο κορμί αλλά τελικά, είναι αυτός που σώνει την παρτίδα. (εδώ)

  3. Μια φορά πήγα σε παρόμοιο περιστατικό να βοηθήσω (και καλά ο γυμνασμένος, πολεμικοτεχνίτης, ex-αμφίβιο καταδρόμι και έτσι) και μου προτείνανε ένα κουμπούρι στη μούρη που τα είδα όλα. Δε λέει! (εδώ)

  4. Αυτά... και αν θέλαμε να σε πειράξουμε θα σΕ λέγαμε ότι δεν ήσουν καταδρόμι με αρχίδια, αλλά αρχίδια καταδρόμι (παλιοσπασοκλαμπάνια που θα με πεις σούργελο και μάλιστα πορτοκαλί το μηχανάκι που καβαλάω). (εδώ)

  5. ΔΕΝ ΜΑΣΑΜΕ ΤΑ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΑ....ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΜΕ 200 ΠΑΚΙΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ (εδώ)

  6. Δε θα γίνει το #praksikopima_28Sep και θα πάει άκλαυτη η φρεσκοκουρεμένη καταδρομί κουρούπα της Νάντιας. Φτου (εδώ)

  7. Αυτο το καταδρόμι οταν παει σπιτι ξελασκαρει 1 βαλβιδα που χει στο στομαχι κ αμολαει 5λεπτη κομπολογατη κλανια (εδώ)

  8. Ολες το παιζετε καταδρομια του σεξ αλλα μολις λερωθει κανα μαλλι μας τα κανετε τσουρεκια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ο ανίκανος, ο γκασμάς, γενικά το άτομο μειωμένης αντίληψης/νοημοσύνης/ικανότητας.

Η έκφραση έχει προκύψει από τις κατηγορίες σωματικής ικανότητας (ΣΙ) των Ενόπλων Δυνάμεων, που χρησιμοποιούν το γράμμα Ι (γιώτα) ακολουθούμενο από έναν αριθμό από το 1 ως το 5.

Καλά ρε γιωτά, αντί για ζάχαρη έριξες αλάτι στο φραπέ;

Δες και γιωτιλίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified