Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν σπάει ένα κατεστημένο για πρώτη φορά, και μία παγιωμένη κατάσταση αλλάζει άρδην. Χρησιμοποιείται πολύ στο στρατό, αλλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει παρόμοιες καταστάσεις και σε άλλους χώρος π.χ. εργασία, σχολείο κτλ.

Διάλογος μεταξύ υγειονομικάριων σε μάυρη ταξιαρχία- μόρντορ του Έβρου:

- Ρε μαλάκα είδες τις υπηρεσίες;
- Τι έγινε πάλι;
- Μας φορτώσανε ένα περίπολο και μία σκοπιά!
- Τελέρε μαλάκα; Που ξανακούστηκε τα πρώτα φίδια του Ε.Σ. να κάνουν σκοπέτο;
- Τη γαμήσαμε φίλε. Άμα έσπασε η παρθενιά δε μας σώνει τίποτα. Μας βλέπω να κάνουμε και πύλινγκ σύντομα.
(Ο διερχόμενος πεζικάριος λαίουρας): Δέν σας χάλασε ποντικαράδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για όλα τα νονέϊμ είδη που χορηγεί ο Ε.Σ. στους στρατευόμενους. Χαρακτηρίζονται από:

  • Αμφίβολη ποιότητα
  • Άγνωστη προέλευση
  • Άγνωστη σύνθεση
  • Το λογότυπο Ε.Σ. που τα καθιστά ακατάλληλα για χρήση εκτός στρατοπέδου χωρίς να γίνουμε ρόμπα κλαρωτή.

Αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις:

  • Τυρί υπηρεσίας (το κλασικό κίτρινο εγκυτιωμένο τυρί)
  • Κρέας υπηρεσίας (ο πάλαι ποτέ γκοτζίλας)
  • Κουνουπέλαιο υπηρεσίας
  • Πετρέλαιο υπηρεσίας (νοθευμένο μέχρι αηδίας)
  • Πετσέτα υπηρεσίας (η γνωστή πράσινη με το Ε.Σ.)
  • Σαγιονάρα υπηρεσίας (η γνωστή μπλέ με το Ε.Σ.)
  1. (Σε εστιατόριο κέντρου νεοσυλλέκτων)
    - Ρε μαλάκα, στο θεό σου! Τι είναι αυτό που τρώμε; Χοιρινό ή μοσχάρι;
    - Είναι κρέας υπηρεσίας φίλε.
    - Δηλαδή;
    - Μού'πε ο μάγειρας οτι η σφραγίδα του κτηνίατρου είναι απο το Μάρτιο του 1952, και οτι το κόβουνε μερίδες με την πριονοκορδέλα.
    - Αυτή είναι η γκοτζίλα που ακούγαμε... Λές να πάθουμε τίποτα;
    - Μπαααα αφου μας κάναν αντιπεθανικό.

  2. (Σε παραλία)
    - Κόζαρε ρε μαλάκα αυτούς τους δύο τύπους.
    - Ε τι;
    - Πετσέτα και σαγιονάρα υπηρεσίας στην παραλία;
    - Πώ-πώ μαλάκα... Δεν προκειται να σταυρώσουν γκόμενα με τίποτα.

  3. (Μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έπαθε το κινητό σου ρε φίλε;
    - Μη μου το θυμίζεις ρε, έπεσε αντικουνουπικό στην οθόνη και μου την έλιωσε.
    - Απο Autan έγινε αυτό;
    - Τι Autan μου λές ρε; Κουνουπέλαιο υπηρεσίας ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που τη λένε οι μικροαστοί που δεν κάνουν τίποτα έντονο στη ζωή τους. Το ιδανικό του χωροφύλακα. Τη λένε και άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, που είναι μπαμπάδες, μαμάδες και δεν έχουν και κανένα συνταρακτικό νέο.

- Τι γίνεσαι Γιώργο; Πώς τα πας; - Πώς να τα πάω; Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Δέκα χρόνια παντρεμένος πώς θες να τα πάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο «στρατιώτης των μονάδων καταδρομών, γιατί ζει σαν παρτιζάνος (< ιταλικό partigiano)», κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Μπορούμε όμως, νομίζω, να φανταστούμε ότι μπορεί να λάβει και μια κάπως ευρύτερη σημασία για να δηλώσει κάθε σέξι τεκνό που υπηρετεί στα ένδοξα στρατά.

Είδα στον ονειροκρίτη του Καζαμία μα δεν έλεγε τίποτα για το συνδυασμό κουμπάρας, Σούλη, μπροστομούνας, στρινκάκι, πισινού και ραμολί. Και τώρα δε ξέρω τι στο διάλο ήτανε εκείνο το όνειρο.
Άμα όμως ξέρεις εσύ πες μου γιατί έχω την περιέργεια να μάθω.
Πάω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα παρτιζανότεκνο και δε θέλω να το στήσω. (Μαρινάκι Ζέας αποκατέ).

Πουστοαστεία ανάμεσα σε παρτιζανότεκνα πουτινιάρικα. (Μυδασίστ: Σφυρίζων) (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα τοξεύουν γκοντότεκνο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα χορεύουν γκεϊμπέκικο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικοάσχετα με τον ορισμό του Anchelito, τριγωνάκι λέγεται ο φαντάρος γουτσιστί, λόγω του χαρακτηριστικού V (σύγκρινε με Αλβανικό V), που μαυρίζει από τον ήλιο εξαιτίας του ανοίγματος του χιτωνίου, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα που μένει ασπρουλό.

- Χτες πέτυχα και Λότο και Πρότο! Πέρναγα τυχαία από την Σχολή Τεχνικών κι έβαλα στο αμάξι δυο τριγωνάκια που κατέβαιναν στην πόλη... (Από την ταινία «Θηλυκή Εταιρεία» του Νίκου Περάκη).

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατιωτικός σύνθετος όρος από τις λέξεις παμπάλαιος και λέ (κατάληξη από το λελέ), που απαντάται κυρίως στα σώματα του Στρατού Ξηράς.

Ο πραγματικός παμπαλέπαμπαλές) είναι η σειρά απολύσεως και οι μέρες του υπολοίπου του είναι αξιοζήλευτες από τους ημιπαλιούς και φυσικά τους νέους. Χωρίς αυτό να αποκλείει συχνά πυκνά του φαινόμενο του σφετερισμού του συγκεκριμένου επιθέτου και της τάσεως στον ΕΣ του αυτοχαρακτηρισμού ως παμπαλέ από κάποιο πουστόνεο, που μόλις έβαλε την πρώτη του σειρά μέσα, ήπιε μια γουλιά δηλαδή και μέθυσε απότομα από το ποτήρι της παλαιοσύνης του λέουρα.

Οι υπηρεσίες που χτυπάει ο παμπαλέ όταν και όποτε είναι το θαλαμοντόγκινγκ, η διαρκής έξοδος κτλ. Φυσικά υπάρχουν και έχουν αναφερθεί αρκετές περιπτώσεις ατυχέστατων παμπαλέ που χτυπούν σκοπέτα και αγγαρείες λίγες ημέρες ή ακόμα και την τελευταία ημέρα πριν την απόλυση. Θέμα δίκα (διοικητή), ατυχών συγκυριών/κακοδιαχείρισης των υπηρεσιών από την επόμενη σειρά απολύσεως, αλλά και «εκδικητική χολή» των τελευταίων ημερών (απωθημένα για πιθανά σοβαρά χωσέ που έφαγε από τον παμπαλέ) από πρώην ημιπαλιό και νυν σειρά απολύσεως προς τον παμπαλέ μιας και ο παμπαλέ βρίσκεται πλέον σε στάδιο πολίτη και δεν έχει χρόνο και διάθεση, ούτε να βάλει στην θέση του τον ασεβή ημιπαλιό, που την είδε πριν την ώρα του και του γάμησε τις τελευταίες υπηρεσίες (εάν και εφόσον ο παμπαλέ ξέμεινε από άδειες απολύσεως κτλ.).

- Ποιός θα μπει εστιατόρια ρε φίλε το μεσημέρι αύριο; Δεν βγαίνουν οι υπηρεσίες. Βάλε τον Γιάννη αύριο.
- Τον Γιάννη;;; Δεν έχεις ιερό και όσιο ρε φίλε; Ο Γιάννης είναι παμπαλέ 15 κουσού, δεν τον αγγίζει ούτε ο άνεμος στην μονάδα! Νέος θα μπει πάλι!

(από Mpiliardakias, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Και σήμερα» ή συντομογραφικώς «ΚΣ». Χαρακτηριστική έκφραση μεταξύ κληρωτών που υπηρετούν στον ΕΣ, ιδιαιτέρως στα σώματα του Στρατού Ξηράς. Μιας και οι μόνιμοι καραβανάδες δεν μετρούν αντίστροφα γιατί είναι «μια ζωή κουσού» (και σήμερα).

Το κουσού επαναλαμβάνεται κάθε ή σχεδόν κάθε μέρα κατά τας πρωϊνάς, μεσημβρινάς και βραδινάς ώρας ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τον παλιό (και σε πολλές περιπτώσεις και από τον ανυπόμονο να παλαιώσει ή/και απάλευτο νέο) με τον αριθμό των υπολοιπόμενων ημερών θητείας μπροστά αφαιρώντας την τελευταία ημέρα του σκέτου κουσού, την ημέρα της απολύσεως/λελεδόχαρτου.

Λέγεται και αποστομωτικά από έναν παλιό προς έναν νέο για να του θυμίσει ότι πολλά (κακά) μπορούν να συμβούν στις περισσότερες δικές του υπολοιπόμενες μέρες θητείας. Αποτελεί δε μείζον θέμα συζητήσεως την ώρα του καφέ/πινγκ πονγκ στα Κ.Ψ.Μ, στα εστιατόρια την ώρα του φαγητού, πριν την παραλαβή του εξοδόχαρτου κτλ.

- 7 κουσού κύριοι. Καλό πήξιμο νέοι!
- Αχ, πότε θα 'ρθει εκείνη η μέρα που θα πούμε 7 κουσού κι εμείς...

(από Mpiliardakias, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φιδιάζω, εξασκώ την τεχνική του φιδιάσματος/φίδινγκ, κοινώς λουφάρω. Συναντάται σε κληρωτούς που υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό (σε όλα τα σώματα / όπλα και ανεξαρτήτως παλαιότητας). Είναι φυσικά απαραίτητη η δημιουργία μιας ζεστής ή άνετης το καλοκαίρι φωλίτσας (sleeping bag, μικροανεμιστήρες, σκεπασμένα πλαϊνά του κρεββατιού με χιτώνια για κάλυψη / απόκρυψη του φιδιάζοντος στρατιώτη κτλ.). Το ωσάν του φιδιού κουλούριασμα επέρχεται κυρίως μετά το μεσημεριανό ή βραδυνό συσσίτιο.

  2. Μεταφορικά: «τρώω το κουλούρι» μου, κοινώς το «0», το «Χ» που τσίμπησε ένα λήμμα μου και είχε σαν αποτέλεσμα να «κουλουριαστώ», όντας ανήμπορος να αντιδράσω και, χωρίς πολλά πολλά, να αράξω μετά το τσίμπημα / κέρασμα του κουλουριού από μπαγαποντοδότη / κατωποντοδότη κτλ. στην φωλίτσα μου.

  1. - Πωπω βαρεμάρα σήμερα, έχουν κατέβει οι περισσότεροι για σκηνάκια κι εμείς εδώ πάνω αγγαρεία μαγειρεία. - Φίλε, πλένε γρήγορα γιατί θέλω να πάω να κουλουριαστώ στη φωλίτσα μου.

  2. (Τί παράδειγμα να δώσει κάποιος; Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες...).

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή εις -άδικο λέξη χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, που διασώζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, είναι το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, εκ του γιούδας, που είναι ο ρουφιάνος, ο προδότης, ο καταδότης, ο σπιούνος, αλλά και ο αστυνομικός, από τον Ιούδα Ισκαριώτη.

Αριβάρανε οι γιούδες και οι ρούνες και με αβέλανε στο γιουδάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified