Further tags

Κουκούλια αποκαλούνται οι φέροντες κουκούλες και κραδαίνοντες μολότοφ διαδηλωτές.

Τα γνωστά-άγνωστα κουκούλια είναι πράκτορες της ασφάλειας κατά μερικούς, κωλοτρίφτες του ΣΥΝ κατ’ άλλους, ο ανθός της Ελληνικής νεολαίας κατά τους ίδιους.

- Το μόνο παράδοξο που βρίσκω εγώ είναι ότι ούτε λίγο ούτε πολύ (ο «Ριζοσπάστης») λέει (παραδέχεται;) ότι τα «κουκούλια» είναι «προϊόν» της ασφάλειας. Κάτι που με κάνει να απορώ πως και άφησε ο Περισσός να περάσει τέτοια αναφορά στο «Ρίζο»! Αφού ως τώρα υποτίθετο ότι τα «κουκούλια» είναι «παρά» τον ΣΥΝ, ο οποίος και τους χάιδευε τα αυτάκια.
(από εδώ)

- ...λίγο πιο κάτω δεν έχει ένα ποστ που αναρωτιόταν «τι κάνει η αριστερά» ή κάτι τέτοιο; Μάλλον νομίζει πως αυτοί που διέλυσαν την Αθήνα απόψε είναι μερικά κουκούλια και συναφή κωλόπαιδα. Σε άλλη πόλη ζουν.
(από εδώ)

\'Ετσι αυτοπροσιορίζονται τα κουκούλια (από Vrastaman, 30/06/09)είναι κουλ το κουκουλ... (από BuBis, 30/06/09)Burka-chic είναι très koo-kewl! (από Vrastaman, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προκειμένου για τις καθαριότητες στο στρατό και υποδηλώνει ότι το καταπονημένο από τις υπηρεσίες και την έλλειψη ύπνου κωλοφάνταρο οφείλει στην πραγματικότητα να μην «γλείψει» τον θάλαμο, αλλά να καθαρίσει εκείνα τα οποία έχει παρατηρήσει ότι εξετάζει ο δίκας την στιγμή της επιθεώρησης.

Παρόμοιας σημασίας φράση: όσα βλέπει η πεθερά.

ΠΡΟΣΟΧΗ όμως! Μπορεί η πεθερά να βλέπει περισσότερα, αλλά αν τυχόν πέσεις σε καραπροβλεπόμενο δίκα που μοιράζει τις φυλακές όπως μοιράζουν τις άγραφες στο ναυτικό (μπηχτή...) την έχεις πουτσίσει π.χ. θα ελέγχει τα σώματα του καλοριφέρ για σκόνη (έχει γίνει!) ή - αν πρόκειται για φυλάκιο - θα ελέγχει αν έχεις αποθηκεύσει στο ψυγείο χθεσινό φαγητό (κι αυτό έχει γίνει!!!) πράγμα το οποίο απαγορεύεται (!!!).

Προβλεπόμενος δίκας Vs κακιά πεθερά, σημειώσατε 1.

- Νέος, κάνε μία τον θάλαμο και μετά πήγαινε για τουαλέτες.
- Μα σε δέκα λεπτά έχουμε επιθεώρηση! Δε θα τα προλάβω!
- Όσα βλέπει ο διοικητής θα κάνεις ρε! Μαλάκας είσαι; Ένα σκούπισμα και άδειασμα στα καλαθάκια! Ρε Καραχάλιο! Καραχάλιο! Έλα ρε να δεις τι μου είπε το νέο!
- Άστον ρε να τελειώνει και έχει να κάνει και γόπινγκ!

(ακολουθούν σκέψεις για αναβολή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Έκφραση βαθμοφόρου (πιλαφιού), που σημαίνει: «Θα σου ρίξω / χώσω πειθαρχική ποινή (= φυλακή / στέρηση εξόδου / περιορισμό)».

Εικόνα, κατά την οποία, το πιλάφι αυτοπροσδιορίζεται ως «τοξότης», που μοιράζει βέλη (ποινές) εδώ κι εκεί. Συνήθως χρησιμοποιείται ως: «Σε πέτυχα (με τα βέλη)», δηλαδή «σε είχα από καιρό στο στόχαστρο και τώρα που έκανες τη μαλακία, θα πληρώσεις για όλες σου τις αμαρτίες».

Έχει είτε παροντική είτε μελλοντική έννοια κατάγνωσης πειθαρχικής ποινής. Κατά το σχήμα λόγου παροντικού ή παρελθοντικού χρόνου με έννοια μέλλοντα: «Σε γαμώ αν το ξανακάνεις» / «τη γάμησες!» (= Θα την γαμήσεις !) / «Σ' έχω γαμήσει αν το ξανακάνεις» (= θα σε γαμήσω) κτλ.

Βλ. και αρχαία ελληνικά: «Ωλούμην εί με λείψεις» = «Χάθηκα (δηλ. θα χαθώ) αν με εγκαταλείψεις».

Νέος, πάρε το χλωροκοπτικό και καθάρισε την αυλή και κοίτα κακομοίρη μου μη σου ξεφύγει κανάς θάμνος, γιατί σε πέτυχε ο οπλονόμος !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση λαίουρα στον στρατό. Όταν του ζητάνε να κάνει κάτι και δεν θέλει, απαντά: «Δεν προβλέπεται στον μήνα μου», γιατί ο μήνας του είναι ο Λελέμβριος και όλες τις δουλειές πρέπει να τις κάνουν γι' αυτόν οι νέοπες, αλλιώς θα ρίξει το τζόκεϊ και θα έχουμε νεκρούς στο Σαν Φρανσίσκο. Καταχρηστικά, μπορεί να το πει και έγκυος.

Νώντας: - Βρε Λιλιανάκι, έλα για λίγο φίκι-φίκι.

Λίλιαν: - Δεν προβλέπεται στον μήνα μου!

(σ.ς.: Ναι, το Λίλιαν έχει μείνει έγκυος από Αρειανό κάτοικο του κόκκινου πλανήτη, βλ. συμβολή της Μαρούζ στην Λιλιάδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση, που υποδηλώνει μακρό διάστημα χωσίματος, τρεξίματος, αγγαρείας, σκοπιάς κτλ.

Συντάσσεται με το ρήμα τρώω: Φάγαμε πούτσα με λέπι.

Το λέπι παραπέμπει στην υφή, δομή και λειτουργία των λεπιών του ψαριού, το οποίο εμποδίζει την έξοδο (απο στενή οπή, επί παραδείγματι) ή την καθιστά εξόχως επώδυνη.

Παρόμοια είναι και η λειτουργία της παλιάς μικρής μποτίλιας κόκα-κόλα, της οποίας το καπάκι έμπαινε εύκολα, αλλά έβγαινε δύσκολα, κατά το γνωστό τουρκικό μαρτύριο (!).

Εξάλλου, περί εισαγωγής ιχθύος ή φιάλης κόκα-κόλα (ή πέπσι - η ποικιλία είναι φίλος μας), προς ηδονισμόν μαρτυρούν αστικές φήμες για γνωστό παλαιό τραγουδιστή αμφιβόλου επιτυχίας και για τέως και νυν και αεί τόπ τραγουδιάρα, αντιστοίχως.

Τουρκική παροιμία λέει: Το λιοντάρι, πριν να φάει το κόκκαλο, πρώτα το βάζει στον κώλο του και μετά στο στόμα του (=δηλ. καλά μπαίνει, να δούμε όμως και αν βγαίνει εύκολα και σημαίνει την περίσκεψιν προ αναλήψεως εγχειρήματος, ως προς τας δυνατότητες ολοκληρώσεώς του).

Άσε φίλε, έχει να 'ρθεί σειρά να μας απαλλάξει πέντε μήνους κι έχουμε φάει πούτσα με λέπι! Βαράμε γερμανικά και καπάκι βούρ στα μαγειρεία. Τρέμουν τα κωλομέρια μας απ' την αϋπνία ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Π. Ναυτικό, σκωπτική αναφορά στο αρκτικόλεξο Α.Φ.Ε. = Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, δηλαδή τον αξιωματικό υπηρεσίας της βάρδιας, υπεύθυνο για ολόκληρη μονάδα, συνήθως Πλωτάρχης Π.Ν. Κάτω απ' αυτόν υπηρετεί ο βαφλέ (εκ του Β.Α.Φ.Ε.= Βοηθός Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου), συνήθως Υποπλοίαρχος.

Ο αμέσως υπεύθυνος κάθε μιας υπηρεσίας είναι ο Άλφα-Φί (Αξιωματικός Φυλακής), που αλλάξει κάθε μέρα, συνήθως Υποπλοίαρχος αλλά και σημαιοφόροι ΠΤ ή ΠΥ (πιλάφια / μπαρμπα-ναύτες).

Οι δυο πιο πάνω συνήθως, με το που αναλαμβάνουν βάρδια, την πέφτουν ακαριαία για ξάπλα, ενώ ο τελευταίος πίνει αόκνως ούζα στη διπλανή υπηρεσία, αφήνοντας το κινητό του και τα οπλονομόπαιδα στο πόδι του. Άμα καβλαντίσει, ξυπνά τους οδηγούς κι κάνει και καμιά «εφοδεία» (δηλ. βόλτα με την καμιονέτα) πού και πού.

- Μαλάκες, μαζέψτε τα μπυρόνια κι έρχεται ο παρφέ να κάνει εφοδεία, το νου σας!

- Το μπούστη! Κατουρόκαβλα νυχτιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Κρυφοσαδιστική κι εξυπνακίστικη έκφραση (ών ουκ έστιν αριθμός), που χρησιμοποιούν τα πιλάφια προκειμένου να δηλώσουν οτι θα τιμωρηθείς για πειθαρχικό παράπτωμα.

Παραπέμπει στο γνωστό έπαιξες (το πουλάκι σου / μαλακίστηκες / έκανες μαλακία / έσφαλες) κι έχασες και τώρα ήρθε η ώρα της λυπητερής (=λογαριασμού)...

Συνεπώς, η πιλάφειος σπάθη εκκρεμεί πάνω από τις εξόδους σου, για να τις τεμαχίσει άκαρδα.

- Κλίμακα! Πού είναι ο πιλίσκος σου;
- Τον άφησα στο υπόφραγμα ύπαρχε...
- Έχασες! Μόλις τελειώσεις, τράβα γράψου 10 φι στο οπλονομείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφήνω τις περιστροφές και μπαίνω στο κυρίως θέμα, στο διαταύτα, στο συμπέρασμα, αφήνω τους υπαινιγμούς και λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους.

Λέγεται συνήθως στην προστακτική, απευθυνόμενο σε συνομιλητή που διστάζει να μιλήσει απερίφραστα ή συχνά σε ομιλητή τέτοιου ή τέτοιου τύπου.

Συνώνυμο: μπαίνω στο ψητό.

Η φράση είναι φυσικά παρμένη από την στρατιωτική ορολογία, και συγκεκριμένα από την τυπική ανταλλαγή σε έφοδο: «Αλτ! Τις ει;» «Ο Φούφουτος», «Σύνθημα!» «Τρία κόμμα δεκατέσσερα», «Προχώρει στο παρασύνθημα!», «Μπάμιες φλαμπέ» (λέμε τώρα).

  1. — Νηστεύω θα πει στερούμαι. Μέχρι εδώ καλά. Αλλά τι στερούμαι; Στερούμαι ό,τι αγαπάω. [...] Σύμφωνοι.
    — Απολύτως. Προχώρει στο παρασύνθημα –που λέγαμε στον στρατό μισό αιώνα πριν.
    — Το λοιπόν, επειδή μου αρέσει το Σοφάκι και με βγάζει εκτός εαυτού μπορεί να πηγαίνω με τη Λίτσα που όσο και να πεις είναι μεν καλή αλλά δεύτερης διαλογής. (από το διαδίκτυο)

  2. Αλλά εκεί που ξεσηκώνονται ακόμα και οι ντόπιοι είναι όταν προκαλούν οι περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης «βυσμάτων»: «Υπάρχουν κάποιοι που χωρίς απολύτως καμία δικαιολογία δεν κάνουν καμία υπηρεσία», καταγγέλλουν και προχωρούν στο παρασύνθημα: «Τους ξέρουμε...». (από το διαδίκτυο)

  3. — Περιμένω το μέιλ με τους κωδικούς για να δω [...] αν άξιζε τον κόπο... Ελπίζω να μην απογοητευτώ!
    — Αν αξιζε τον κόπο ποιο; Για προχώρει στο παρασύνθημα γιατί δεν σε πιάνω... (από φόρουμ)

Δες και επανέλαβε το αληθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πηλίκιο του ναυτάκου (που λέει κι ο Χότζας), του ναυτάκου που υπηρετεί στο πολεμικό ναυτικό. Προφάνουσλυ λέγεται έτσι γιατί είναι πλακέ και λευκό και θυμίζει ασπιρίνη. Θα έλεγα ότι θυμίζει καλύτερα το παλιό ντεπόν, το οποίο όμως μάλλον δεν υπήρχε την εποχή που βαφτίστηκε έτσι το καπελίνο αυτό.

Λέγεται και τάπα.

Ασίστ -ερήμην του: Χότζας στο πού τρώς ψωμί εσύ;

«Στη διάλεκτο της ηρωικής ναυτοσύνης Λουκάνικο είναι ο μακρόστενος σάκος από καραβόπανο που σου δίδει η υπηρεσία με τις κουβέρτες, τις πετσέτες, κάτι σώβρακα, παντόφλα 'πήγασος με το νύχι στο βγάλσιμο' (αθάνατε Χαρι Κλιν!!!), στολή, άρβυλα, κάλτσες, μαχαιροπήρουνα και φυσικά την … Ασπιρίνη δηλαδή το πηλίκιον του ναύτου! Ένα ΙΚΕΑ δηλαδή, ντύνει στολίζει νοικορεύει σε ναυτική συσκευασία!»

(από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published