Further tags

Σαρδέλα καλείται στην στρατιωτική αργκό το διακριτικό των υπαξιωματικών (μοιάζει με ανάποδο ανοιχτό ν).

Οι δεκανείς φέρουν ένα ν (ή αλλιώς μία σαρδέλα), οι λοχίες δύο ν (ή αλλιώς δύο σαρδέλες) και κ.ο.κ. για επιλοχίες (3) και αρχιλοχίες (4) (τα ανωτέρω προς ενημέρωσιν του γυναικείου πληθυσμού)

Η φράση λέγεται ειρωνικά όταν θες να ρίξεις άκυρο σε διαταγή που σου δίνει υπαξιωματικός σου προκειμένου να τον μειώσεις σχετικά με τον βαθμό που φέρει (ανάλογα με το βαθμό προσαρμόζεις και τις σαρδέλες, που τελικά ούτε και οι 4 φτάνουν για μεζές).

- Καραχάλιος!
- Μάλιστα κυρ Λοχία...
- Πάρε άλλον έναν και ελάτε μαζί μου να κουβαλήσετε κάτι κιβώτια από την αποθήκη.
- Ωχ τώρα...πάλι εγώ...ας πάει και κάποιος άλλος...
- Ωπα! Τιιι έχουμε Καραχάλιος! Αρνούμαστε να υπακούσουμε την διαταγή ανωτέρου;
- Σιγά κύριε Λοχία, με δυο σαρδέλες ούτε τσίπουρο δεν πίνεις...
- Αναφερόμενος.
- Πίνεις πίνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την προσαρμογή του γνωστού ρητού «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια» στα μέτρα και τα σταθμά του Ε.Σ. Ο «μικρός» του ρητού αντικαθίσταται εδώ από τον «λελέ» (=παλιός) του στρατού, ενώ η λέξη «τρελελέ» διατηρεί εδώ την έννοια του τρελού.

Η φράση υποδηλώνει ότι μόνο από κάποιον που είναι παλιός ή τρελός (αν ήταν τρελός προτού μπει στο στρατό ή έγινε αφ' ότου μπήκε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία), μπορείς να μάθεις τι πραγματικά συμβαίνει στον Ε.Σ.

Το ρητό αυτό, όμως, επιβεβαιώνεται ως επί το πλείστον κατά το ήμισυ: ο τρελός μπορεί να σου πει την αλήθεια, ο παλιός θα σου πει πάντα την δική του αλήθεια.

- Μήτσο, τι λέει ρε μαλάκα; Μεθαύριο παρουσιάζεσαι;
- Άσε με ρε και έχω κλάσει πάνω μου... μίλαγα χθες στο τηλέφωνο με τον Κωστή που μπήκε με την προηγούμενη σειρά και μου 'λεγε κάτι σκηνικά...
- Ώπα! Μαγκεψάμεν ο Κωστάκης και δίνει συμβουλές; Το νεούδι; Αγόρι μου... Μην φοβάσαι και εγώ είμαι εδώ. Από λελέ και τρελελέ μαθαίνεις την αλήθεια... Εγώ θα στα εξηγήσω όλα... 27 και σήμερα ρε ο δικός σου... Όταν παρουσιάστηκα εγώ αντί για όπλα μας δίναν πέτρες και ρόπαλα...
- Ρόπαλα; Αλήθεια;
- Χμμμ... κάτσε να τα πάρουμε από την αρχή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ λέξι συναντᾶται στὸ στρατό καὶ σημαίνει καθαρισμὸ μιᾶς ἐκτάσεως, οἰκοπέδου κλπ ἀπὸ τὰ ξερὰ χόρτα (κατ' ἐπέκτασιν καὶ ἄλλα ἄχρηστα), μὲ κύριο σκοπὸ τὴν πρόληψι πυρκαϊᾶς.

Ἡ ὀρθογραφία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐτυμολόγησι τῆς λέξεως, κατὰ τὸ τί ἐννοεῖ ἐκεῖνος ποὺ τὴν λέει.

Κάποιοι ὑπαξιωματικοὶ ἔχουν στὸ μυαλό τους ὅτι θὰ ρίξουν μέσα τὰ φαντάρια καὶ θὰ τὰ ξηλώσουν ὅλα (ἐξηλώνω: ξεκαρφώνω > διασπῶ > ἀποσυνθέτω, τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει κάπως κοντὰ στὸ ἀποκαθαίρω, ποὺ θέλει νὰ πῇ ὁ ποιητής).

Κάποιοι ἄλλοι, πιὸ πεζοὶ τύποι, τὸ βλέπουν ὡς ἀπὸ-ξύλωσι (ἀφαίρεσι τῶν ξύλων > κλαδιῶν > ξερῶν χόρτων κλπ εὐφλέκτων). Σημειωτέον ὅτι ξύλον στὴ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ εἶναι ὁ,τιδήποτε ἀποτελεῖται ἐξ ὕλης (καυσίμου ὕλης στὴν ἀρχαία, πρβλ καὶ ὑλοτομία).

Πάντως, ὅποιo καὶ νὰ εἶναι τὸ νόημα, ἡ λέξι εἶναι παρετυμολογική, καὶ συνεπῶς slang.

-Νέοι, κωλόψαρα, ἐμπρός! Θὰ πᾶτε γιὰ ἀποξύλωσι καὶ μετά συσσίτιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά ή προεδρική φρουρά, οι εύζωνοι, οι τσολιάδες. Συνήθως χρησιμοποιείται υποτιμητικά από άλλα ταλαίπωρα στρατιωτικά σώματα, π.χ. στρατονόμοι, λοκατζήδες, βατράχια κλπ.

Προφανώς ο χαρακτηρισμός έχει να κάνει τόσο με την ένδυση των ευζώνων (κολάν, φουστανέλα, φούστα κλπ), όσο και με τις κινήσεις τους.

  1. Πήγαμε «Χαλύβδινο Θώρακα» και μας φέραν και τα μπολσόι.

  2. - Τον Γιάννη τον πήραν στα μπολσόι.
    - Αποκλείεται! Αφού είναι πιο κοντός από μένα...

  3. Πάμε στο Σύνταγμα να κάνουμε χαβαλέ στα μπολσόι;

Βράσε ρύζι Τρουμπετσκόι, που δεν γίναμε Μπολσόι (από Khan, 24/10/09)Padede (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βατραχάνθρωπος των Ο.Υ.Κ. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως ως ένδειξη σεβασμού και αποδοχής.

  1. Τα 'μαθες; Το Νίκο τον πήρανε στα βατράχια.

  2. Πήγαμε στην παρέλαση. Άσε, μαλάκα, τα βατράχια τα είχαν σωβέ από τις 6 το πρωί με πλήρη εξάρτηση. Λυπήθηκα τη μάνα τους, ρε συ, τι να σου πω...

(από panos1962, 28/10/09)Φιλικός αγώνας μεταξύ Ο.Υ.Κ. και Λ.Ο.Κ. (από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Π.Ε. που χρησιμοποιείται στον στρατό για χαλασμένα όπλα, εξαρτήματα κλπ. Σημαίνει «Προς Επισκευήν». Χρησιμοποιείται όταν έχουμε περιέλθει σε κατάσταση διάλυσης, είτε από ψυχική είτε από σωματική ταλαιπωρία. Χρησιμοποιείται επίσης και με την κυριολεκτική σημασία του, π.χ. «Ο μαλάκας τράκαρε το καινούριο αμάξι του μπαμπά του και το 'βγαλε ΠΕ».

  1. Πώ ρε μαλάκα, από χθες βράδυ μετράω ανταλλακτικά. Βγήκα ΠΕ, σου λέω.

  2. Η γκόμενα δεν παίζεται, όλη νύχτα χθες μ' έβγαλε ΠΕ!

  3. Το γάμησε το αμάξι, όλο χειρόφρενα και σπινιαρίσματα, το' βγαλε ΠΕ.

Ferrari Enzo (από panos1962, 28/10/09)Ferrari Enzo ΠΕ (από panos1962, 28/10/09)

Πρβλ Π.Ε.Ε./ B.L.R.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία φράση που ξέφυγε από τα ενδότερα του ένδοξου ελληνικού στρατού, για να ακολουθήσει αυτόνομη καριέρα. Στον Ε.Σ., μόλις συναντηθείς με κάποιον ανώτερο ιεραρχικά, υποτίθεται ότι πρέπει να χτυπήσεις με δύναμη προσοχή και να χαιρετήσεις στρατιωτικά, (βλ. παράδειγμα 1, το λήμμα στην κυριολεξία του).

Στην «πολιτική» ζωή της, η φράση σημαίνει τα παρακάτω:

  1. Αποδίδω σεβασμό σε κάποιον που το αξίζει (βλ. παράδειγμα 2), ή

  2. Συμπεριφέρομαι δουλοπρεπώς, κοινώς γλύφω κάποιον ιεραρχικά ανώτερο ή γενικά σε ισχυρότερη θέση από εμένα, προσδοκώντας την εύνοιά του, (βλ. παράδειγμα 3).

Βλ. σχετικά λήμματα τσανακογλείφτης, φιλάω κατουρημένες ποδιές, φιλάω την παντόφλα.

Συχνότερη η χρήση με την 2η έννοια. Θλιβερό το φαινόμενο κάποιοι να βαράνε προσοχές στο έτερό τους ήμισυ.

Είναι ιατρικώς περίεργο ότι αυτοί που βαράνε συνέχεια προσοχές, καταλήγουν να πάσχουν από καραμπινάτη οσφυοκαμψία.

  1. Καθόμασταν και βαρούσαμε προσοχές στους άχρηστους, τους γλείφτες, που κλάνανε μέντες μπροστά σε κάποιο βύσμα ή στους αλλοδαπούς τριμηνίτες μην τυχόν και πέσουν σε δυσμένεια ή βρουν τα αυτοκίνητά τους σπασμένα αντίστοιχα, οι κότες.
    (σχόλιο του πάτσις απόεδώ).

  2. ΜΑΝΣΦΙΛΝΤ - ΓΟΥΙΚΟΜΠ: Βαράω προσοχές στην έδρα της Μάνσφιλντ, πριν την ήττα με την Ακρινγκτον στα 4 προηγούμενα δεν είχε δεχτεί καν γκολ . Από την άλλη στα καλύτερα της η Γουικομπ με 4 νίκες 1 ισοπαλία και καλή αμυντική συμπεριφορά . Αποδέχομαι οποιοδήποτε αποτέλεσμα. (από ιστολόγιο για το στοίχημα).

  3. Άρχισε να στρώνει ο Βενιζέλος... Σε λίγο όταν βλέπει Γ.Α.Πικούς. θα βαράει προσοχές... (από παραπολιτικό ιστολόγιο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανηφόρα, βίτσα, πούτσα και στενά παπούτσα. Ανυπέρβλητα δύσκολη και στριμόκωλη κατάσταση! Τόσο φρικτή που να σε πιάνει «μαύρη απελπισία» και μόνο στη σκέψη της.

Κατά το λαογράφο Ηλία Πετρόπουλο η φράση συναντάται ως: γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι κι ανήφορο.

Είναι σαν να λέμε:

  • Μετανάστης στην Αθήνα.
  • Εναερίτης με 15 μποφόρ.
  • Ρευματικός στην Κέρκυρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified