Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγαλύτερος σε μέγεθος βόλος. Κάτι μεταξύ μπίλιας και ογκόλιθου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αμερική λεγόταν boulder που σημαίνει ογκόλιθος, κροκάλα.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι βόλοι αυτού του μεγέθους ήταν κυρίως πήλινοι και άσπροι - εξ ου και η ονομασία. Συχνά, μέσα στο άσπρο υπήρχαν και νερά, φλέβες σε άλλο χρώμα.

Οι γαλατάδες ήταν εντυπωσιακοί αλλά στο παιχνίδι είχαν περιορισμένη χρησιμότητα. Ήταν πολύ ογκώδεις να τους έχεις για αμάδες και δεν είχε νόημα να τους έχεις στόχο γιατί δύσκολα μπορούσες να τους κουνήσεις χτυπώντας τους με άλλες μπίλιες. Τους βάζαμε όμως για σημάδια - μάνα στο μπαζ-παραμπάζ και μπάστακα στο δελτάκι. Είχαν και μια ειδική αποστολή: όταν η γκαζά σου σχεδόν ακουμπούσε σ' ένα βόλο-στόχο είχες, κατόπιν συμφωνίας, το δικαίωμα την επόμενη φορά να σταθείς όρθιος και να ρίξεις τη μπίλια σου κατακόρυφα -το λεγόμενο ματάκι- και γι' αυτή τη δουλειά ο γαλατάς ήταν τέλειος και μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις αντί της γκαζάς, επίσης κατόπι συμφωνίας.

Ο μικρός ήρωας μπορούσε να ανταλλαγεί. Ως σκληρό νόμισμα! Με γκαζές, βόλους γαλατάδες, κλασσικά εικονογραφημένα, Καραγκιόζηδες, παραμύθια, Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν και -στις καθώς πρέπει συνοικίες- ακόμη και με τη Διάπλαση των Παίδων. (Από blog)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βόλος-όπλο. Η μπίλια-εργαλείο.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τη γκαζά την ακουμπούσες στο λυγισμένο δείκτη ή μεταξύ δείκτη και μέσου, την εκφενδόνιζες με το τίναγμα του αντίχειρα και χτυπούσες τις στημένες μπίλιες - και ενίοτε και τη γκαζά του αντιπάλου, αν είχε ξεμείνει εκεί που δεν έπρεπε. Το χτύπημα, η κρούση του βόλου-στόχου λεγόταν τσάφκο(ς) ή κάφκο(ς). Ορισμένοι έλεγαν τη γκαζά τους και αμάδα, που παραπέμπει, βέβαια, σε άλλο, αρχαίο παιχνίδι και φωτίζει και την καταγωγή των βόλων.

Οι γκαζές ήταν κατά τι μεγαλύτερες από τις στάνταρ μπίλιες και πιο βαριές. Ήταν δε πιθανότερο να είναι από πηλό - οι μπίλιες, γενικά, ήταν γυάλινες. Παλιά, οι γκαζές ήταν οι μπίλιες που βούλωναν τα μπουκάλια της γκαζόζας - και επειδή αυτή είναι η ετυμολογία είναι, νομίζω, πιο σωστό να λέμε γκαζά παρά γκαζ-ι που λένε ορισμένοι.

Η λέξη χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει τους βόλους, τις μπίλιες γενικά.

Υπήρχαν και οι κοινές γκαζές που τις βγάζαμε από τα πώματα της γκαζόζας. Από αυτές είχαμε πολλές, γιατί στο Κορδελιό υπήρχε εργοστάσιο γκαζόζας. (Από το διαδίκτυο).

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζονται τα πασίγνωστα, όσο και δυσώνυμα μηχανήματα τζόγου slot machines. Ιστορικώς αμερικανικής προελεύσεως, διαδόθηκαν ταχύτατα σε ολόκληρη την υφήλιο. Για τον υπαίτιο της εξάπλωσής τους δες εδώ.

Ο κουλοχέρης είναι γνωστός και ως ληστής με το ένα χέρι, εφόσον τα πρώτα μοντέλα είχαν στο πλάι ένα μοναδικό λεβιέ με τον οποίο το μηχάνημα έμπαινε σε λειτουργία. Δεδομένου όμως ότι τα θύματά του κατέθεταν τους οβολούς τους στη σχισμή του οικειοθελώς και ευχαρίστως, μάλλον θα έπρεπε να αποκαλείται Η μονόχειρ Κίρκη ή κάτι τέτοιο. Οι ενδιαφερόμενοι ας ανοίξουν καμιά Ελληνική Μυθολογία για να πληροφορηθούν τι ακριβώς έκανε η Κίρκη στους ανθρώπους.

Οι πιστοί φίλοι του κουλοχέρη είναι άτομα μεγαλόψυχα και υπεράνω κοινωνικού ρατσισμού, που δεν δίνουν σημασία στην αναπηρία του κολλητού τους, αν και τα ενδιαφέροντα των ιδίων είναι εντελώς διαφορετικά. Σε ανταπόδοση, ο κουλοχέρης υπόσχεται στους πιστούς του της Παναγιάς τα μάτια. Εξ όσων είναι σε θέση να γνωρίζει ο γράφων, η Αειπάρθενος Μαριόγκα διατηρεί ακόμα το 100% της όρασής της, άρα οι υποσχέσεις μάλλον .....

Τέλος, για την αποκατάσταση και την κοινωνική ένταξη αυτού του είδους αναπήρων μεριμνούν ακαταπονήτως οι ευαίσθητοι προϊστάμενοι των αρμοδίων Υπουργείων.

- Ρε τον χαμένονε, τα 'φαγε όλα στον τζόγο και στους κουλοχέρηδες. - Ναι, πολύ άτοιχος μαλάκας, δεν του 'μεινε ούτε ντουβάρι να βαρέσει το κεφάλι του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λοιμά

Είναι το ίδιο λιμά των δύο παλιότερων ορισμών, αλλά το βρίσκω να γράφεται επίμονα με όμικρον γιώτα, δεν ξέρω γιατί, μπορεί πχ να είναι ακούσιος ανορθογραφισμός.
Είπα να μην το βάλω ως καινούργιο λήμμα, γιατί κατά τα άλλα σημαίνει ότι και το λιμά, δηλ. τα υπόλοιπα, τα ρετάλια, τα αδύναμα, τα τριτοτέταρτα. Χρησιμοποιείται αρκετά στα οπαδικά.

λιμά - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. Μας έπιασε με τα λιμά = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. (αντίθετο: κόζια) rebetiko.sealabs.net

  1. ο εθνικος και τα αλλα λοιμα σωματεια που εχουν 200 οπαδους δεν επρεπε καν να ηταν 1η κατηγορια για αυτονοητους λογους ΕΔΩ

  2. Μακάρι να τα καταφέρω να σας βλεπω με Θερμαϊκό, Οδυσσέα Κορδελιού, Δόξα Κρανούλας, Τηλυκράτη κ άλλα λοιμά. ΕΔΩ

  3. ME25EURO ο Λιάπης χτίζει βίλα. Τα λοιμά με κρατική επιχορήγηση ΕΔΩ

  4. Ακόμη λόγο του εκλογικού νόμου την πλήρωσαν κυρίως βουλευτές της επαρχίας και όχι τα δοκ άρια της Αθήνας και της διαπλοκής και οι εκλεκτοί των ΜΜΕ. Την πλήρωσαν τα "λοιμά" και η "ψιλαδούρα" που ήταν ... χωρίς κυβερνητική θητεία και αντικειμενικά έφταιγαν λιγότερο από όλους! ΕΔΩ

  5. -τοσα καταλαβαινεις ή θελεις να καταλαβεις. Αλλα μην φας, εχουμε #mnimonio3
    -Το κακο για τα κομματοσκυλα ολων των χρωματων ειναι οτι καταλαβαινω και εγω και οι υπολοιποι. Τα λοιμα στο χρονοντουλαπο ΕΔΩ

  6. το κατεχεις το θεμα ... στην ενορια μου ζηταν παιδι που θα περιφερει μετα το κηρυγμα τον δισκο ... """με τους μπακλαβαδες.""""... ξερεις για την αγιογραφηση του ναου και τα λοιμά ... Εισαι ;; ΘΑ ΣΟΥΧΩ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified