Further tags

Σημαίνει συνδυασμός στοιχημάτων (στοιχηματίζω σε παραπάνω από δύο ή τρία γεγονότα, με αποτέλεσμα αν επαληθευτούν οι προβλέψεις το κέρδος πολλαπλασιάζεται), κάτι σαν ξερή στήλη που λέμε στο στοίχημα. Ομως αν χαθεί ένα γεγονός όλο το στοίχημα χάνει.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό parlay (πολλαπλασιάζω τα κέρδη, δηλαδή οι αποδόσεις κάθε γεγονότος πολλαπλασιάζονται μεταξύ τους και με το ποσό στοιχήματος), που προήλθε από το γαλλικό ή ιταλικό parare, στοιχηματίζω.

Το παρολί ξεκίνησε από τον ιππόδρομο. Και αφορά στοίχημα σε πολλές ιπποδρομίες (γύρω στις οκτώ γίνονται, οπότε αφορά δύο και πάνω). Τώρα χρησιμοποιείται σε όλων των ειδών τα στοιχήματα.

Συνήθως παίζεται από παίκτες με μικρή δυνατότητα, γιατί με λίγα χρήματα (λόγω του πολλαπλασιασμού), μπορεί να αποφέρει πολύ μεγάλο κέρδος. Βέβαια και η πιθανότητα να βγει ένα παρολί είναι μικρή, αφού όπως είπα πρέπει να επαληθευτούν όλα τα γεγονότα.

- Άκου ρε τι μου συνέβη χθες. Κατεβάζω ξερό δελτίο με δέκα αγώνες από παρασκευή βράδυ. Και πάει η γαμημένη Μπραουνσβαϊγκ (σ.σ. ιστορική ομάδα της Β' Γερμανίας, από όπου ξεκίνησε ο Μπράϊτνερ, για τους γνώστες), και χάνει στην έδρα της από την Άαχεν, για να μου τινάξει το παρολί στον αέρα. Ξέρεις πόσα έβγαζε το δελτίο;
- Φαντάζομαι... Παρολί δέκα αγώνων, πρέπει να σου έχτιζε μεζονέτα στη Μύκονο, με ιδιωτικό κηπουρό και πέντε ουκρανές υπηρέτριες, πληρωμένους για δέκα χρόνια...

Το παρολί - Τσιτσάνης-Παγιουμτζής (από papalaozi, 17/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Φιλοπαίγμων έκφρασις, ων ουκ έστιν αριθμός και τέλος, με την οποίαν ο παίκτης προειδοποιεί μεταφορικώς δίκην ιατρού τον επίδοξο συμπαίκτη του, ότι θα υποστεί εξέτασιν, ήτοι ότι δεν έχει καμία ελπίδα νίκης, ένεκα της δεξιοτεχνίας του λέγοντος.

Κι όμως, είναι τυχηρόν παίγνιον (λέει).

Συνώνυμα: θα σε περάσω περιοδεύον, θα σου κάνω εισαγωγή (εν. στο χειρουργείον), θα το πεις το ποίμα, πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν, έλα να σου βάλω βαθμό, θα σε καθίσω στον άξονα των ζεντ (για μαθηματικούς), θα σε περάσω Ρίο-Αντίρριο άβρεχο (Πάτρα) κ.ά.

Είσαι για ένα στα εφτά;
— Έλα, να σου πάρω την πίεση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικά ο ταβλαδόρος. Συναντάται και ως «ταβλαδόρ» (εκ του «ματαδόρ» = ταυροπνίχτης ισπανιστί).

Δεισιδαίμων, σκαιός μπινελικωτής της μοίρας, αναλόγως στο ζάρι άλλοτε Καζαντζίδης κι άλλοτε Κοντορσέ (πεφωτισμένος εγκυκλοπαιδιστής που παίρνει σβάρνα τις πολυκατοικίες), μακιαβελικώς σκώπτει νικητής και εκλογικεύει ηττημένος, μανιώδης τζογαδόρος που ξέρει ότι στο τάβλι δεν έχει αργυρό μετάλλιο, κάποτε έφθασε μέχρι και μανσέτες λογιστού να φορεί στα καφενεία, για να μην φθείρεται το σακάκι του απ' το πολύ παιχνίδι!

Ο ταβλομάχος, εκτός του ότι πρέπει να ευχαριστιέται το παιχνίδι τόσον αυτός όσο και ο αντίπαλός του, δεν κλέβει (παρ’ ότι ξέρει ταχυδακτυλουργίες π.χ. παίζοντας ανάποδα), δεν τσιμπάει ζάρι και παίζει τους συνδυασμούς ζαριών και τους κανόνες στα δάχτυλα (π.χ. στο φεύγα. όταν ο άλλος δεν έχει να παίξει τίποτα. του ανοίγεις έστω και ένα μες στο σπίτι σου), έχει κρυστάλλινη αντίληψη του χώρου και να κάνει σοφά υπολογισμένες σε βάθος χρόνου κινήσεις (calculated risks), οφείλει να γνωρίζει και τα εις απανταχού την επικράτεια καλοπροαίρετα σκώμματα μεταξύ παικτών (βλ. καλά του' κανες, ξέρεις εσύ, με ασσόδυο κανείς δε γάμησε κλπ), της απαραίτητης (αλλιώς παίξε σκάκι) δεισιδαιμονίας των μανιωδών παικτών (π.χ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα κ.α.), τους ηθικούς κανόνες (π.χ. μόνον ΜΙΑ φορά δικαιούσαι να κόψεις ζαριά), καθώς και το ειδικό γλωσσάρι για τα αριθμητικά π.χ. ασσέοι πολλοί (άσσοι), τριήρεις (τριάρες), πένθιμες (πεντάρες), εξαιρετικές (εξάρες), εξάπαντος (έξι-πέντε), άνοιξε το τριώδιο ή το πονηρόν και το ακάθαρτον (τρία-δυο), ντορτελίνια (ντόρτια), δίπλες (διπλές), τετράδιο (τέσσερα-δυο), πενήντα-τέσσερα (πέντε-τέσσερα), παιδί (πέντε-δυο) κτλ.

Αφού λοιπόν πληροί όλες τις προϋποθέσεις του Pantagruel, τότε μπορεί να αυτοσχεδιάσει!

Τέλος, παρ’ ότι γνωρίζει τα Κομφουκιανά ζεύγη ρητών:
- Αν νικήθηκες από καλύτερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
- Αν νικήθηκες από χειρότερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
Και
- Αν νίκησες καλύτερό σου γιατί θριαμβολογείς; - Αν νίκησες χειρότερό σου γιατί θριαμβολογείς;
δεν ξέρει να χάνει, τσαντίζεται, βρίζει και τραβάει τα μαλλιά του όταν χάνει, ή πλέει σε πελάγη ευτυχίας και κομπορρημοσύνης όταν κερδίζει, και παρουσιάζει την ασθένεια της επιλεκτικής μνήμης, σχετικά με παλαιότερους θριάμβους ή ήττες του: στη νίκη έχει τη μνήμη του ελέφαντα, στην ήττα του ψαριού.

Διότι έτσι είναι. Διότι έτσι πρέπει.

- Σε πειράζει να παίξω ένα στα γρήγορα με το Σπύρο;
- Εμένα τι να με πειράξει; Μόνο τα φασόλια κρύα… Εσένα θα σου πάρει τα σώβρακα. Μέγας ταβλομάχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα μεγάλης αξίας στο καζίνο.

Προτού επικρατήσουν οι αμερικάνικες μάρκες, υπήρχαν οι ευρωπαϊκές (τουλάστιχον στην Ευρώπη). Οι αμερικάνικες μάρκες έχουν όλες το ίδιο μέγεθος, και απλά αλλάζει το χρώμα και το αναγραφέν ποσό. Οι ευρωπαϊκές μάρκες αντιθέτως, είχαν και έχουν (πουλιούνται ακόμα) διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με την αξία (γράφουν και το ποσό). Όσο πιο μεγάλης αξίας η μάρκα, τόσο και πιο μεγάλη σε μέγεθος. Η μεγαλύτερης αξίας μάρκα που κυκλοφορούσε στο καζίνο αποκαλούνταν και κόκαλοκόκκαλο), γιατί ήταν και μεγάλη (συνήθως παραλληλόγραμμη, και σε μέγεθος ενός πακέτου Dunhill).

- Πώς τα πήγες σήμερα, Μιχαλάκη;
- Πάνε να μου φάνε και το τελευταίο κόκαλο από τα κερδισμένα. Χέστα....

(από electron, 27/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ταβλαδόρικη, που γεμίζει το στόμα (λόγω των πολλών άλφα) και ευφραίνει την καρδία του ατόμου που την σπικάρει. Διότι η φράση λέγεται με στόμφο, αργά και δυνατά, για να την ακούσουν πρωτίστως οι γύρω, ώστε να γυρίσουν και να κοιτάξουν με οίκτο τον σαραβαλιασμένο (την συγκεκριμένη στιγμή) αντίπαλό μας.

Βεβαίως και αποτελεί ένα όπλο ψυχολογικού (και άρα έξυπνου) πολέμου, στον στίβο του εθνικού σπορ της ανατολής, του ταβλιού. Η έκφραση αποκτάει τεράστιο ειδικό βάρος, διότι ουσιαστικά μειώνουμε την ικανότητα του αντιπάλου (έλλην κι αυτός). Και ως γνωστόν, όλοι οι ελληνάρες, εκτός του ότι είμαστε οι καλύτεροι οδηγοί του κόσμου, παίζουμε και το καλύτερο τάβλι στην περιοχή μας!! Οπότε, καταλαβαίνετε το μέγεθος της προσβολής, που ενέχει η παραπάνω φράση.

Η φράση λέγεται στις εξής δύο περιπτώσεις:

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 1 (απλή ηδονή)
Αφότου έχουμε κερδίσει το προηγούμενο παιχνίδι, εννοείται ότι ξεκινάμε πρώτοι στο ζάρι στο επόμενο. Καμιά φορά, έτσι όπως μηχανικά στήνουμε τα πούλια για το επόμενο, ο αντίπαλος ασυναίσθητα πιάνει τα ζάρια... Μέγα λάθος του. Εκεί αναφωνούμε: «εεεεε, άστα κάτω, τα ζάρια στον μάστορα!», δίνοντάς του να καταλάβει ότι παίζουμε πρώτοι, διότι κερδίσαμε το προηγούμενο παιχνίδι, όπερ σημαίνει ότι είμαστε μάστορες της τέχνης του ταβλιού.

Περίπτωσις υπ. αριθμ. 2 (κάβλα)
Αυτή η περίπτωση αφορά στις πόρτες αποκλειστικά. Έχουμε χτυπήσει πούλι του αντιπάλου και ταυτοχρόνως κάνουμε εξάπορτο στην μικρή μας περιοχή. Ως αποτέλεσμα, εξασφαλίζουμε κατά 95% την επιτυχή για εμάς έκβαση του αγώνος, και επίσης ο αντίπαλος δεν αγγίζει τα ζάρια (διότι δεν έχει νόημα να παίξει, αφού έχουμε εξάπορτο), μέχρι εμείς να του ανοίξουμε μία πόρτα (αφότου έχουμε καθαρίσει αρκετά πούλια). Με το που γίνεται το εξάπορτο, φωνασκούμε με στόμφο... «τα ζάρια στον μάστορα!»...

Κώστας: - Με πεντάρες, σου κλείνω το σπίτι...
Γιάννης: - Παίζε ρε και ασ' τα λόγια...
Κώστας: - Πεντάρες;;;;;;; Και κλεισθέντος του λίθου υπό των ιουδαίων (σ.ς. κάνει το εξάπορτο), και τα ζάρια στον μάστορα, για να μαθαίνεις Γιαννάκη, ποιος είναι ο μάστορας!
Γιάννης: - Μάστορας είναι της κατσίκας ο κώλος που τις κάνει στρογγυλές ρε ξεκωλιάρη. Που σε έχει γαμήσει ολόκληρη η τρίτη οικουμενική σύνοδος, μαζί κι ο πάπας που την παρακολουθούσε, και όλα τα παπαδάκια. Κώστας: - Νευράκια, νευράκια;;;;;;

(πραγματικός διάλογος)

(από electron, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύστερα από υπόδειξη του Χότζα, στο τάβλι σώγαμπρος είναι το πούλι ή τα πούλια που έχουν τοποθετηθεί επιθετικά (ιδίως μετά από διπλές), σε περιοχή που ορίζει ή έλπιζε να ορίσει ο αντίπαλος. Κατ' επέκταση και ο παίκτης που χρησιμοποιεί τέτοια επιθετική τακτική. Μοιάζει σαν μια οικογένεια πουλιών, όπου έχει έρθει και εγκατασταθεί ένα πούλι άλλου χρώματος ως ξένο στοιχείο.

Τι είναι αυτός ο σώγαμπρος που μου κουβάλησες και δεν τολμώ να ξεμυτίσω από την μάνα μου;

Ταβέρνα "Ο σόγαμπρος" στον Ταξιάρχη Χαλκιδικής (από allivegp, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέταρτο παιχνίδι του ταβλίου που γνωρίζουν λίγοι και παίζουν ακόμη λιγότεροι. Έχει χαρακτηριστεί τυχερό παιχνίδι από τους αυτοθεωρούμενους επιστήμονες που απεχθάνονται την κωλοφαρδία. Βέβαια εκεί που η κωλοφαρδία ενσωματώνεται στη λογική, αρχίζει το γκιούλ. Εδώ βέβαια μπορεί να αρχίσει θεολογική, φυχολογική και παραψυχολογική συζήτηση, γιατί αφενός υπάρχει η ψυχολογική κωλοφαρδία (φέρνω ότι θέλω) αλλά και η τοποθέτηση του εγώ απέναντι στα θεία (αν θεωρήσουμε ότι η κωλοφαρδία είναι θεόπνευστη).

Παίζεται με τους γενικότερους όρους που διέπουν το «φεύγα» με τις εξής διαφορές:
Ο παίκτης μπορεί να τοποθετήσει αμέσως πούλια στην περιοχή του χωρίς να χρειάζεται να κατέβει στην περιοχή του αντιπάλου. Μετά και τη δεύτερη ζαριά, η οποία παίζεται φευγοειδώς (δηλαδή στην τρίτη ζαριά), «παίζονται» οι διπλές, δηλαδή όποιος φέρει μια διπλή (x,x) παίζει και όλες τις επόμενες διπλές {(x+1,x+1) έως (6,6)} με αύξουσα πάντα σειρά. Συνεπώς η μεγαλύτερη ζαριά είναι οι άσσοι (1,1). Ο κάθε παίκτης ουδεμία υποχρέωση έχει να αφήσει διαδρόμους στον αντίπαλο. Μπορεί να τον κλείσει παντού. Αν κάποιος παίκτης φέρει ζαριά που δεν έχει να παίξει (εξ ολοκλήρου ή τμήμα αυτής) αφού κάνει τις κινήσεις που μπορεί, τις υπόλοιπες τις παίζει ο αντίπαλος.

Εκ του ονόματος φαίνεται να έχει τούρκικη προέλευση, ωστόσο, ακολουθώντας την πάγια άποψη μου ότι οι Τούρκοι ήταν παντελώς ανίκανοι να αναπτύξουν εκ θεμελίων δικό τους πολιτισμό, αλλά ικανότατοι στην οικειοποίηση άλλων, βρήκα ότι είναι αραβικής προέλευσης (Μουλτεζίμ = > φεύγα και γκιούλ).εδώ

Πέρα από το τάβλι η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τύπου ντόμινο ακολουθία καταστάσεων.

Ούτε γκιούλ να έπαιζα ρε φίλε, με πήρε η κάτω βόλτα και δε μπορώ να σηκώσω κεφάλι. Από σφαλιάρα σε σφαλιάρα.

Γκιουλ Καντίμ, πρώην Λούβαρη, πρώην Φιξ (από johnblack, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος όρος του τάβλι, συνώνυμο της κωλοφαρδίας στον υπερθετικό βαθμό. Χαρακτηρίζει τον εκνευριστικότερο τύπο παίκτη: Εκεί που έχεις καταστρώσει μια στρατηγική αφήνοντας ένα πολύ μικρό παραθυράκι στο να συμβεί το ουσιαστικά αδύνατο και στατιστικά απίθανο, ο αντίπαλος, παίζοντας με το στόμα, φέρνει μια σειρά ιδανικών ζαριών και σε ρίχνει στο καναβάτσο. Βλέπε εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου.

Αλλιώς: φέρνει ότι θέλει, παίζει με τον κώλο, κλπ

- Φίλε παράτα τα, μαρς είναι το παιχνίδι.
(2 λεπτά αργότερα)
- Τι γίνεται ρε φίλε, με το στόμα παίζεις; Δε γίνονται αυτά!

παίζει με τον κώλο! (από gaidouragathos, 25/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified