Selected tags

Further tags

Σλανγκενεργός εκδοχή της ασθένειας του αιμορραγικού πυρετού του ιού Έμπολα. Το λήμμαν κατέστη αργκοτικό δια της ονοματοποίησης του δόκιμου "ο ιός έμπολα" στο αρκούδως μαγκιόρικο "ο έμπολας".

- Βρε Όργα μου, τι είναι ευτός ο έμπολας που πεθαίνουν οι αθρώποι; Εγώ που πηαίνω και κάθομαι στον έμπολα, στο στενό, λες να αρρωστήσω; Το υπουργείο κι ο Βορίδης είπενε πως θα μας προστατέψει αλλά ευτοί δεν έχουν μπιστεμό.. (εδώ)

- Και να δεις ο μαλάκας ο έμπολας, τώρα που είμαστε πανέτοιμοι να τον αντιμετωπίσουμε, δεν θα πατήσει το πόδι του Ελλάδα. Να του πάει... (εκεί)

- Δε μπορεί να έρθει αυτός ο Έμπολας κι από δω μερία να όυμε; Μπας και ξεκάνει τους πισωκώληδες! (παραπέρα)

Έτερα μανιφεστέισο του σλανγκογραμματικού αυτούνου φαινομούνου:

- Νηστεία 100 ημερών για να φύγει ου αντίχριστους σύριζας (εδώ)

- Μωρ' τί 'ν' ου Ένφιας; Μην είν' ένας ακόμα τρομοκράτης; (εκεί)

Εκ της κοιλάδας του ποταμού Έμπολα στο Κονγκό.

Παίρνω πάσα από το αντίστοιχο ο ΕΝΦΙΑς τση +CΟΥΛΤΩC+.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

  • Χαρακτηρισμός για άτομα με σύνδρομο Down.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρυφερές προθέσεις...

- Στον Άγγελο το μικρό νταουνάκι μου που γιορτάζει! (εδώ)

...ωστόσο δεν παύει να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος, έστω κι αν είναι λιγότερο απρεπής και προσβλητικός από τον απολύτως καφρικό χαρακτηρισμό "μόγγολο".

- φυσικα κ ειναι ενας ανθρωπος κ δεν πρεπει να χαρακτηριζεται ως νταουνακι, αλλα ετσι ειμαστε εμεις οι ανθρωποι περιεργοι, αδιακριτοι κ δεσκεφτόμαστε ότι θα νοίωσει ο άλλος ασχημα κ καρφώνουμε το βλέμμα μας (εκεί)

Το νταουνάκι συχνά προσάπτεται και μεταφορικά σε ανθρώπες χωρίς σύνδρομο Down προκειμένου να στηλιτευτεί η πνευματική τους βραδύνοια:

- Με το έγκλημα του Παπακωνσταντίνου να πηγαίνει εκ του ασφαλούς και προσχεδιασμένα για παραγραφή, με το πρωθυπουργικό μας νταουνάκι να δίνει διαλέξεις στο Χάρβαρντ και να συμβουλεύει την Αμερική πώς να αποφύγει τη χρεοκοπία, με συνταγματολόγους πανεπιστημιακούς να περιέρχονται τα κανάλια και να προπαγανδίζουν την ασυλία της καλής βίας... (παραπέρα)

- Φυσικά επι δύο χρόνια δεν κέρδισε ούτε ένα ματς, άλλωστε με ένα νταουνάκι κι έναν βιαστή με μόνιμη στύση είναι λίγο δύσκολο να κερδίσεις, σε κάποια φάση έχαναν και ματς με διψήφιο αριθμό γκολ (παραδίπλα)

Κατά τα μεθυσμενάκι, αρρωστάκι, κ.ά..

- Σήμερα ξύπνησα κάπως νταουνάκι. Κι εκεί που περίμενα ότι έξω θα έχει ήλιο, πάλι συνεφιά. Όταν συμβαίνει αυτό η καλύτερη άμυνα μου σε αυτή τη διάθεση είναι να δουλέψει ο φούρνος και να μυρίσει το σπίτι κάτι με βανίλια (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τη γυμναστηριοσλάνγκ. Ορίζει τον γυμναστηριάκια σφίχτερμαν που έγινε τίγκας, όχι τόσο χάρη στην προσπάθειά του, αλλά χάρη στην εκτεταμένη χρήση φαρμάκων όλων των ειδών, δηλαδή πρωτεϊνών, στεροειδών και οποιωνδήποτε άλλων φουσκωτικών φαρμάκων.

- Ρε κοίτα εκεί τι μπράτσα έχει κάνει αυτός!!
- Μη ψαρώνεις ρε.. φαρμακωμένος είναι..

Ο φαρμακωμένος δηλώνει την ιδιότητά του μάλιστα με τη φράση είμαι στο φάρμακο και τη λήξη της ιδιότητας αυτής με την αντίστοιχη φράση βγαίνω απ' το φάρμακο.

1) - Πω πω φίλε έχεις σφίξει τρελά λέμε!
- Είμαι στο φάρμακο δύο μήνες, χτίζω όγκο με τρέλα!
2) Βγαίνω απ' το φάρμακο αυτή τη βδομάδα και έχω αγχωθεί γιατί πρέπει να διατηρήσω το επίπεδό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες συνεκδοχικού σιδερώματος:

  • Tο δολοφονικόν

Πυροβολώ κάποιον, συνήθως φάταλλυ, τον γεμίζω μολύβι. Σχετικά, βλ. και το λήμμαν σιδερικό. Πασίστ: johnblack.

  • Το ιατρικόν

Όταν ο γιατρός τοποθετεί στον ασθενή μεταλλικό στεντ με μπαλονάκι, ειδικά όταν τοποθετεί περισσότερα από ότι χρειάζεται (τα στεντ είναι πανάκριβα) προκειμένου να αφαιμάξει τον ασθενή ή / και το ασφαλιστικό του ταμείο (σ.ς. γίνονται τέτοια πράγματα στον τόπο που ανθούν τα φαιδρά πεθεροδάνεια; Γιού μπετ γιορ ας!)

  • Tο λανθάνω και λήθω

Αυτό που η αλήθεια ισοπεδώνεται, εκ του πονηρού ή λόγω απαιδευσίας.

  1. Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά έμπλεξε με προστασίες και τον σιδέρωσαν μπαμπέσικα, τον γέμισαν σίδερο...

  2. Αγάπη μου… «σιδέρωσα» τον ασθενή! Τι εννοούν οι γιατροί όταν λένε «σιδερώνω»; Πρόκειται για μια έκφραση που κυκλοφορεί στους ιατρικούς κύκλους αλλά είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό και μάλιστα στους ασθενείς που είναι και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Οι “σιδερωμένοι” είναι οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν καρδιολογικά προβλήματα και έχουν υποβληθεί σε επέμβαση για την τοποθέτηση στεντ. Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια: οι “σιδερωμένοι” έχουν πολλοί περισσότερα στεντ στην περιοχή της καρδιά τους από ότι χρειάζονται. (Πηγή)

  3. Ιουλιανά 1965: Σιδερώνουν τις αγωνιστικές Μνήμες… Αυτή η σκανδαλώδης παρασιώπηση δεν είναι τυχαία. Στα «Ιουλιανά» εισβάλουν με... ορμή στην πολιτική αρένα η λαϊκές μάζες: Ο ΔΡΟΜΟΣ είναι η ΤΟΜΗ και η πολιτική ΑΡΕΝΑ εκείνων των ημερών... (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχίατρος, ο ψυ, ο σρίνκης, η γιαλόμα, στα καλιαρντά, εκ του ανεμοβίβα = ψυχή, εκ του άνεμος και βίβα= ζωή (< ιταλικό viva= ζήτω ή vita= ζωή).

Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; Που παραλίγο να αβέλει τη γκόντα της στο αδικοκούτι με τις κουρούνες που του βούελε. Αχαλοσύνη την έπιασε την καραμποντού και έτρεχε στους ανεμοβιβάρηδες, γιατί ένας κουρσικεμές φίλος του, του κουσκούσευε ότι η ηρακλοβιρτζίνω του τον απατούσε με ένα κουμουνότεκνο και αβέλει το κάρο η καραμποντού και τους έπιασε στον καραφλότοπο, την ώρα που εκείνη έκανε έκτρωση. Μου τα είπε εμένα ο ίδιος, που πέρασε από το μαγαζί να πιεί καημοζούμι και τα κατόλια να πέφτουν σύννεφο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτέρυγα της εντατικής ενός νοσκομείου όπου βρίσκονται οι ασθενείς που δεν έχουν πιθανότητες επιβίωσης, είναι σε κώμα ή έχουν μείνει «φυτά».

Προέρχεται (κυνικά) από το Ακρωτήριο Κανάβεραλ των ΗΠΑ, όπου γίνονταν κάποτε οι εκτοξεύσεις της NASA.

-Βάλαμε τον κ. Παπαρχιδόπουλο στο κανάβεραλ, είναι σε κώμα 1 μήνα τώρα και δεν πρόκειται να επανέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Παναμαϊκή είναι η σημαία του Παναμά, ήτοι τη σηκώνω όταν είμαι έτοιμος να σαλπάρω.

Σλανγκ του ιατρικού επαγγέλματος, σημαίνει (κάπως κυνικά) ότι κάποιος ασθενής είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση και δε θα τα καταφέρει να ζήσει.

-Τι έγινε με τη γιαγιά στο 506;
-Με δύο εγκεφαλικά και νεφρική ανεπάρκεια ρε; Αυτή έχει σηκώσει παναμαϊκή από καιρό.

(από σφυρίζων, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παρηγορητικό: η αισιόδοξη βερσιόν της λέξης έχει να κάνει με το γαμήσι-παρηγοριά, τ. φιλικό, ή απλώς το γαμήσι που μας κάνει ο/η σύντροφός μας δώρο όταν έχουμε νεύρα ή στεναχώριες, μπας και ξελαμπικάρουμε λίγο (αν βέβαια είμαστε σε θέση να γαμηθούμε και δεν μας έχει φάει η κατάθλα).

  2. Παρηγορητική: η απαισιόδοξη βερσιόν υπονοεί «παρηγορητική ιατρική / θεραπεία / χημιοθεραπεία» και είναι αυτή που θα σου δώσουν όταν δεν την βγάζεις άλλο, αλλά τεσπα μπορείς να ζήσεις, με τη βοήθεια της χημείας, λίγο παραπάνω -και να πεθάνεις κάπως πιο ανώδυνα.

  1. Μωρό μου δεν σε βλέπω στο τσακίρ, μήπως να σου ρίξω κανα παρηγορητικό να χαρεί το ματάκι σου;

  2. Η μετάπτωση στην παρηγορητική πρέπει να συνοδεύεται με την διαβεβαίωση ότι η διακοπή της ενεργού θεραπείας δεν σημαίνει εγκατάλειψη. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ασθενής που καταφθάνει σε Δημόσιο Νοσοκομείο σε ώρα επειγόντων και του οποίου η εισαγωγή έχει προσυμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό του, κατά παράβαση της σύννομης διαδικασίας αλλά και των χρηστών ηθών.

Πρόκειται για ανθρώπους που κατόπιν προσυνεννοήσεως με τον ιατρό τους έρχονται για τσεκ-απ ή για αντιμετώπιση μιας μη επείγουσας κατάστασης και εισάγονται ως επείγοντα περιστατικά σε ώρα γενικής εφημερίας του Νοσοκομείου (στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ιατρός), ώστε να παρακαμφθούν ραντεβού και λοιπές χρονοβόρες διαδικασίες.

Σχεδόν πάντα υπάρχει πελατειακή σχέση ιατρού-ασθενούς, είτε σε χρήμα, είτε (παλαιότερα) σε εκδουλεύσεις (συνήθως ψήφος). Συχνά, ο ασθενής κατάγεται από επαρχία και έχει βρεθεί για λίγες μέρες στη μεγάλη πόλη, οπότε τα χρονικά περιθώρια για εισαγωγή στο Νοσοκομείο είναι στενά.

Ο χαρακτηρισμός ως «βαλιτσάκι» οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασθενής σκάει μύτη στα επείγοντα σαν έτοιμος από καιρό, σαν σίγουρος ότι θα εισαχθεί, αρματωμένος με βαλίτσα περιέχουσα τα προσωπικά του είδη (πυτζάμες, παντόφλες, κολυνός κ.λπ.)

(διάλογος ιατρών στα επείγοντα)
- Πόσες εισαγωγές είχαμε σήμερα, συνάδελφε;
- Ως τώρα πέντε. Δύο επείγοντα και τρία βαλιτσάκια.
- Από πού είναι τα βαλιτσάκια;
- Άρτα, όλα. Του Διευθυντή πατριωτάκια.
- Με ταξί τα κατέβασε, ρε πούστη μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified