Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.
Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...
%
Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.
Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...
%
Βλ. και Τσαμπικία.
Got a better definition? Add it!
Η πουτάνα (η κανονική) ή, η πηδιόλα γυναίκα.
Χαρχάλα κυριολεκτικά (στη Δ.Κρήτη τουλάστιχον) είναι η σφεντόνα (ετυμολογία δεν ξέρω), που με το χαρακτηριστικό της σχήμα θυμίζει τη γυναίκα που έχει αϋπνίες.
Με ένα σερτς διαπιστώνω ότι χαρχάλα λέγεται και
α. το προϊόν (πχ κινητό) μπακατέλα, αλλά και...
β. το βελανίδι που μαζεύεται το φθινίπωρο... [;].
Επίσης η λέξη πρέπει να χρησιμοποιείτο και από τους Ρεμπέτες (βλ. παράδειγμα 2).
Στην Κρήτη λέγεται και σήμερα, είναι πολύ εύχρηστη.........
2.- Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ήταν κι αυτός μουτράκι…Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα -χαρχάλα και κουφάλα- θα ΄ναι η σπουδαιότερη. Στυλιζαρίσματα και τυποποιήσεις…Μακριά από μας.
από συνέντευξη του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εδώ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».
Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.
Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....
Got a better definition? Add it!
Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.
Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).
Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......
Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.
Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;
[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]
[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.
Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]
Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.
(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).
[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]
(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.
— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...
Got a better definition? Add it!
Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.
- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία.
Ετυμολογικά από το τσουράπι, πλεκτή κάλτσα που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς πολλών περιοχών της Μακεδονίας, όπου και συναντάται πολύ η λέξη.
Μπορεί να τρέχει απ' τον Δαναό στο Μέγαρο κάθε μέρα, αλλά είναι μια τσουράπω τέταρτης γενιάς η δικιά σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι κορόιδευαν οι Ροδίτες τους εσωτερικούς μετανάστες από την Σύμη οι οποίοι φαίνεται ότι, λόγω της έλειψης νερού στο άνυδρο νησί τους, δεν έπλεναν τα μούτρα τους και κυκλοφορούσαν με τις τσίμπλες στα μάτια.
- Αϊ πλύσου, ρε τσιμπλιάρη Συμιακέ... μην κάνεις οικονομία στο νερό... στη Ρόδο είσαι, όχι στο ξερονήσι σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι ο άπλυτος που φοράει λερωμένα ρούχα.
Είναι, φυσικά, υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στα Χανιά. Ο Τιρτιράκης ήταν ένας καθυστερημένος και πονηρός «πολυτεχνίτης». Δεν είχε συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά καταγινόταν με ο,τιδήποτε κι αν του ζητούσες και το έπαιζε ειδικός, χωρίς να έχει φυσικά ιδέα. Π.χ. του ειχε ζητήσει μια γυναίκα να της βάψει τα υπνοδωμάτια. Αυτός πήρε τη μπογιά και έβαψε απο τους τοίχους και τα πλακάκια μέχρι τις πρίζες και τις ντουλάπες. Επίσης, έβαψε και το μηχανάκι του με μπλε μπογιά για να δείξει πόσο καλός φανοποιός είναι (είχε βάψει μέχρι και τα φανάρια).
Φυσικά, πάντα είναι άνεργος και τον περιποιούνται μόνο όσοι τον λυπούνται ή του λένε π.χ. να συμμαζέψει κάποια παλιά αποθήκη και τον πληρώνουν (αν δεν κάνει καμιά καταστροφή) και του δίνουν ό,τι παλιό θέλει από μέσα.
Έμεινε γνωστός για την υποψηφιότητα του για δήμαρχος των Χανίων, με σκοπό μόλις βγει να δώσει χρήματα στον κόσμο. Όλοι τον είχαν πάρει στην πλάκα και του φώναζαν στο δρόμο «Γεια σου πρόεδρε». Ο άνθρωπος πίστεψε τα λόγια των συμπολιτών του και θεωρούσε πως είναι ο νέος δήμαρχος τον Χανίων. Όπως ήταν φυσικό, πήρε μόνο ελάχιστες ψήφους (τον ψήφισαν ορισμένοι αντί λευκού). Την επόμενη των εκλογών όσοι των ρωτούσαν «Πρόεδρε, τι έγινε; Γιατί δεν βγήκες;» έπαιρνε την απάντηση «Άσε άσε... Είμαι πολύ απογοητευμένος... Μπερδευτήκανε οι ψηφοφόροι μου και αντί για να βάλουν σταυρό στο όνομα Τιρτιράκης έβαλαν στο Βυρβιδάκης... Μου φάγανε τους ψηφοφόρους!»
Στις μέρες μας θα τον δεις καβάλα στο μηχανάκι του να κάνει βόλτες στα Χανιά, φορώντας πάντα λερωμένα ρούχα και καλημερίζοντας όποιον δει μπροστά του.
Από πότε έχεις να κάνεις μπάνιο ρε τιρτιρή;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υβριστικός χαρακτηρισμός από Δυτική Κρήτη, μάλλον. Η λέξη Τζουγκρί σημαίνει απόκρημνος και αιχμηρός βράχος, στην πλαγιά ή την κορυφή βουνού
(υπάρχει και το ριζίτικο: Τ’ αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι οι σκύλοι στ’ς αλυσίδες / κι’ ο Μυργιολής χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα...).
Στην κούργιαλο - σλανγκ τζούγκρος είναι ένας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός: σημαίνει βλάκας, άσχετος, ξεροκέφαλος, ατζούμπαλος, ψωροπερήφανος, ιδιότροπος, γκαφατζής, άνιωθος και άχρηστος άνθρωπος.
Παρ' όλ' αυτά δεν είναι και πολύ δυνατή βρισιά και μπορεί να λέγεται απλά αντικαθιστώντας το μαλάκας ή και το γρόθος.
Πέρα από το ότι είναι λέξη που γεμίζει κάργα το στόμα, η αντίληψη για το τζουγκρί ως κάτι το αρχέγονο, ακλόνητο, αλλά και ακαλλιέργητο και αφιλόξενο, ευθύνεται μάλλον για τη μεταφορική αυτή χρήση του τζούγκρου.
- Σούζες κάνετε;
- Εγώ δεν κάνω γιατί είμαι τζούγκρος...
- Τι είσαι λέει
(από τούτο το μοτο-φόρουμ).
- Μωρέ τζούγκρε, το ρούφηξες πάλι το τόνερ; Δε σου δείξα μωρέ απροχθές ίντα να πατείς;
- Δε γατέω εγώ τέθοια, το πράσινο πατώ κι ό,τι βγει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified