Further tags

Ποντιακή έκφραση υπερηφάνειας για την καταγωγή του λέγοντος. Δηλαδή: Ας είμαι Πόντιος κι ας έχω ένα μόνο μάτι!

Υφίσταται όμως και βορειοελλαδικό τοπικιστικό αντίδοτο, δεδομένης της πρόσφατης αναζωπύρωσης του ρατσισμού κατά των πολύπαθων Ποντίων, προϊούσης της απέχθειας στο πρόσωπο γνωστού νομάρχη-ζορό: «Στη Μακεδονία του παλιού καιρού, τότε που οι Πόντιοι ήτανε αλλού»...

Άρα, το καλό το σαλιγκάρι, ξέρει κι άλλο μονομάτη.

- Ντο εφτάς τεμέτερον (τί κάνεις πατριώτη);
- Πααίνω ες το πανοΰρ ες το κέντρον «Κόρτσοπον», άμον ντο θέλετε, να έρθετεν με τα παιδία σας! Τρανόν μουχαμπέτ’! (Πάω στο πανηγύρι στο κέντρο «Κορίτσι», άμα το θέλετε, να έλθετε με τα παιδιά σας! Μεγάλο γλέντι-μάζωξη!)
- Ζαντός κι είμαι! Θαν έρθομ’! Πόντιος και μόνα ματ’! (Χαζός είμαι; Θα έλθουμε! Πόντιος και μ’ ένα μάτι!)

ντε φτας; (από BuBis, 03/09/09)(από Stravon, 03/09/09)έκλεισα ως πόντιος... (από MXΣ, 09/10/11)(από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική έκφραση από την Ήπειρο. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει δυο άτομα αρσενικού γένους με τα εξής χαρακτηριστικά: είναι αδαείς, ατσούμπαλοι και ατζαμήδες. Οι πράξεις τους είναι εκτός τόπου και χρόνου και οι χειρισμοί τους ακυρώνουν οποιαδήποτε πιθανότητα είχαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Ενδιαφέρουσα η δυναμική που αναπτύσσεται όταν, όχι ένας, αλλά δυο ατζαμήδες συγχρόνως αφήνουν τις δεξιότητές τους ελεύθερες να αναπτυχθούν, με απρόβλεπτες συνέπειες επί δικαίων και αδίκων.

Η έκφραση είναι σχεδόν αποκλειστικά δηλωτική της κινήσεως ή της αφίξεως. Η ετυμολογία της άγνωστη, προφανής όμως η εθνική προέλευση των ηρώων της, Yusouf και Jamal. Συνειρμικά οι δυο τους παραπέμπουν στον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ ή ακόμα στον τέντζερη και το καπάκι του.

Το «Τζ» του Τζαμαλή ασφαλώς δασύ, ηπειρώτικο.

  1. Ξεκινήσανε οι δυο τους Κυριακάτικα, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή, να πάνε στην Εφορία να καταθέσουν τη Δήλωση.

  2. Τι μου 'ρθατε πρωινιάτικα επίσκεψη, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή; Δεν βλέπετε που 'χω δουλειά;

(από nord, 09/09/09)(από nord, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άγριο μορφασμό ή απειλητική στάση σώματος που επιδεικνύει ένα ζώο όταν δυσανασχετεί και βρίσκεται στα πρόθυρα επίθεσης. Είναι πάντα φρόνιμο να απομακρύνεται κάποιος από ζώο που τσουρώνει.

Πιθανότατα εκ του σουρώνω.

Η έκφραση ακούστηκε στην ορεινή Αρκαδία.

- Vrastagirl: Γιαγιάκα, να χαϊδέψω το μουλαράκι σας;
- Νίντζα: Όχι κόρη μου, δεν βλέπεις, έχει τσουρώσει!
- Εγώ: Τείπες τώρα, γιαγιά!
- Αστειάτωρ τοπικός ήρωας προς υποφαινόμενο: Μην περνάς ποτέ πίσω από μουλάρι και μπροστά από καλόγερο!
(Διαδραματίστηκε χθες έξω από την Μονή Προδρόμου στην Δημητσάνα )

(από GATZMAN, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαρφαλώνω, γραπώνομαι με κόπο, γαντζώνομαι, αγκομαχώντας, τρώγοντας νύχια, ματώνοντας πόδια, ιδρώτας με τους κουβάδες, τα χέρια μου έχουν βγάλει βεντούζες à la Spiderman ένα πράμα, το σώμα μου έγινε ένα με το βράχο, τα μάτια μου καθηλωμένα εκεί πάνω, θα ξοδέψω και την τελευταία σταγόνα ενέργειας και την τελευταία μου ανάσα, όσο πάει. Και να κατρακυλάω πίσω, δεν καταλαβαίνω Χριστό, συνεχίζω με περισσότερη ορμή.

Ο μαρτυριάρης Σίσυφος πρωταθλητής στο σπορ.

Τα αγριμάκια του Ψηλορείτη επιδίδονται με απαράμιλλο στυλ. Η φύσις γαρ...

Το' χω ακούσει και καρκατζαλώνομαι μάλλον για να μοιάζει με το γραπώνομαι που περιγράφει περισσότερο το φύλλινγκ του υποκειμένου (καρκατζάλωμα ή πιθανώς καρκάτζαλο).

Godfather: o Αυτοκτώ, η αφεντομουτσουνάρα μου κι ένας φίλο.

Άσε ρε Μπάμπουρα, είπα να κάτσω να δω τα exit polls 2009 στο σπίτι αλλά παπάρια Μήτσου τα δίδυμα καρκατζαλώνονταν συνέχεια πάνω μου και που... Ούτε πίτσες ούτε μπύρες.

(από gaidouragathos, 04/10/09)κι άλλο στυλάτο καρκατζάλωμα (από gaidouragathos, 04/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανάρχαια η λέξη που απαντά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Ο ηλεκΤριανταφυλλίδης λέει:

τρόχαλος ο [tróxalos]: (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά. [αρχ. επίθ. τροχαλός = που τρέχει, στρογγυλός].

Τρόχαλος στην Κρήτη ήταν κυρίως ο σωρός από μεγάλες πέτρες, τις οποίες οι αγρότες μαζεύαν σε ένα σημείο του χωραφιού όταν το «ξεπετρίζανε» για να μπορεί να οργωθεί πιο εύκολα. Σπανιότερα ως τρόχαλος αναφερόταν η πρόχειρα κατασκευασμένη ξερολιθιά (η οποία ως λέξη δεν απαντούσε στην Κρήτη). Η πιο κοινή μεταφορική χρήση είναι στην περιγραφή ετοιμόρροπων κτισμάτων συντριμμιών - που για τα παλιά, πετρόχτιστα σπίτια ήταν βέβαια σχεδόν κυριολεξία.

[I] Τρόχαλος έγιν' η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.[/I] (από ρίμα για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου)

Όπως έχω γράψει στο περίπου και στο λήμμα πετραδίζεις;, η ενασχόληση με τις πέτρες (με τις απελέκητες, μη οικοδομικές πέτρες) εθεωρούνταν στην ύπαιθρο μια από τις πλέον βαριές, απαξιωμένες, στα όρια του νοήματος ανθρώπινες δραστηριότητες. Όπως φαίνεται και στο μύθο του Σισύφου, η μάχη του ανθρώπου με την πέτρα είναι συνώνυμη της ματαιοπονίας. Η πέτρα είναι η πιο αρχετυπική συμπύκνωση της δύναμης της φύσης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ιδιαίτερα τη νησιωτική και ορεινή. Αν η πέτρα είναι το ανώφελο, ο τρόχαλος είναι σε απόλυτο βαθμό συνώνυμο της απαξίας, της μηδαμινής χρησιμότητας. Είναι ένας σωρός από άχρηστες πέτρες.

[I]Καλλιά τροχάλους να χαλώ, καλλιά να σκάφτω λάκκους καλλιά δαιμόνους να θωρώ παρά χωροφυλάκους[/I].
(μαντιναδάρα).

Στην Κρήτη η λέξη είναι αυτό που θα λέγαμε κούργιαλο-σλανγκ. Απαντά στις φράσεις «εγινήκαμε τρόχαλος» που σημαίνει:

α) ότι μπλεχτήκαμε σε καυγά, σε μεγάλο μανικουλέ β) ότι έγινε παρτούζα γ) ότι εξετσιλακωθήκαμενε, ότι εγινήκαμε τάπα τση μεθιάς δ) ότι παρεκτράπημεν καθ΄οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Απαντά και η φράση «έκαμα-τα τρόχαλο» που σημαίνει τα έκανα πουτάνα, με όλες τις πιθανές έννοιες.

Στα Χανιά, στα Νεώρια, υπάρχει το ομώνυμο μαςπηρανειδησόμπαρο, τελευταίας υποστάθμης σταθμός για τη βραδυνή σας έξοδο, το οποίο ουκ ολίγες φορές έχει προσφέρει προς τα ξημερώματα αξέχαστα θεάματα στους λατέρνατιβ θαμώνες των μπαρ της Σαρπηδώνος.

  1. - Ιντά 'ναι μρε τα χάλια σας, τρόχαλος εγενίκετε...
    - Νικολιό, μρε Νικολιό, κατσ΄α΄πιούμε μπράμα μρε....

  2. - Αν έρθει η Σόνια και φέρει και κείνηνα τη γκαυλιάρα τη Φένια απού σε γουστάρει θα γενούμε τρόχαλος, μόνο α δεν έχεις δουλειά κάτσε σου λέω...

  3. - Και μπαίνει μέσα μέσα στο μαγαζί στσι καναπέδες και την-ε θωρεί με τον άλλο, βάνει ομπρός ένα σκαμπό και έκαμε τα τρόχαλο μα ίντα να σου λέω...
    - Σα δεν την-ε σκότωσε λέω ΄γώ έτσα τροζός που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσιφάρα λέγεται στα κρητικά αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας (Αρκαδία - βλ. εδώ, Ηλεία - βλ. εκεί και αλλού) το τοπικό σύννεφο, η ομίχλη, η καταχνιά.

Τα Κύθηρα ανήκουν στα μέρη που πλήττονται συχνά από την κατσιφάρα (παρ.1).

  1. ... τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ δεν πετάγανε λόγω καιρού και νέφωσης -η περίφημη κυθηραϊκή «κατσιφάρα»- και έτσι αποφασίστηκε να επιστρέψω οδικώς στην Αθήνα.
    Θανάσης Τζαβάρας, «Ταξίδι από τα Κύθηρα».

  2. από μπλογκ (http://sarantakos.wordpress.com/)
    Α: - Η κατσιφάρα (τοπική καταχνιά των Κυθήρων, με αιφνίδια εμφάνιση και ταχύτατη κίνηση) να υποθέσω ότι έχει αρβανίτικο όνομα;
    Β: - Δεν είναι μόνο τσιριγώτικη η κατσιφάρα, είναι και κρητικιά (τη λέξη την έχω ακούσει και από κάτοικο θεσσαλονίκης αλλά χαμουτζή).
    Ήθελα να 'μουνε πουλί γη πρίνος στη Μαδάρα
    να μ’ αγκαλιάζει δροσερά τσ΄αυγής η κατσιφάρα.
    Γ: - Περί ανέμων δε μπορώ να βοηθήσω αλλά περί ομίχλης ας πω κι εγώ το κατιτίς μου: και στη Μεσσηνία κατσιφάρα τη λένε.
    Β: - Κώστα, ευχαριστώ. Πιθανότατα Κατσιφάρα θα λέγεται και στην Αχαΐα, αν κρίνω από το γνωστό επίθετο.

  3. Κρητικό ριζίτικο:
    Παιδιά κι είντα 'ναι η καταχνιά και τούτη η κατσιφάρα, και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάση; Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν.
    Κρήτη, στα μαύρα θα ντυθείς, στα σίδερα θα πέσεις...

Γ. Κατσιφάρας (από GATZMAN, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified