Further tags

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.

- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα.

Βγαίνω (ή με βγάζουν) σεργούνι: γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι σε κόσμο, ξεφτιλίζομαι, γίνομαι ρόμπα (απλή ή, κυρίως, υπερθετική).

Συνδέεται στην συνείδηση του λαού με το ξεφτιλίκι που επιτυγχάνεται όταν βγαίνουν τα άπλυτά σου στη φόρα μέσω κουτσομπολιού, ενώ συχνά παίζει να ενέχεται και συκοφαντία.

Ο ορισμός μας για το θάψιμο περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον ένοχο και το θύμα. Ο κολλητός που έχεις κλάψει στον ώμο του επειδή είσαι διαφανής για μια γκόμενα που δεν το ξέρει - τώρα το ξέρουν όλοι και την δουλεύουν, εσένα απλά σε περιφρονούν, λούζερ. Η κατίνα της γειτονιάς που παρακολουθεί με μεγάλη σπουδή τα εσώρουχα που απλώνεις να στεγνώσουν - όλη η πλάση μαθαίνει για το κόκκινο βρακί αυτοκινήτου, πού, πού το φοράς εσύ δηλαδή το βρακί, ε, ε, χήρα γυναίκα, αλλά είσαι μια πουτάνα που οργανώνει όργια, λυπούνται όλοι τον γιο σου που είναι και φαντάρος το παλικάρι. Η οικιακή βοηθός που βρίσκει στο συρτάρι τα μπλε χαπάκια - στη λαϊκή συζητούσε ο ψαράς με την κυρία που πουλάει τα μανταρίνια ότι ε, ήταν προφανές πως είσαι ανίκανος, αχχχ η καημένη η γυναίκα σου γι' αυτό είναι μαραμένη. Άστα. Σε βγάλανε σεργούνι.

Η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα όπου, λέει, σημαίνει εξορία και με αυτή την έννοια είναι σχετική με την διαπόμπευση.

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (στανταράκι Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αρκαδία, Λακωνία), αλλά και αλλού (πχ στο νετ την πέτυχα και ως ιδιωματισμό της Σκύρου).

- Μπράβο Γιώργο μου, μπράβο αστέρι μου, καλά ρε ηλίθιε, πήγες με τη Ρούλα; Με τη Ρούλα;;; Δε σου 'λεγα ότι έχει βγάλει όλη την εταιρία σεργούνι; Τόσο το 'χει ο ένας, αυτουνού είναι στραβιά, εκείνος την έχει γαϊδουρινή και με κούρασε, ο άλλος είναι μαλακοκαύλης;
- Ε, καλά ρε, για μένα τι να πει δηλαδή... - Α είσαι εντελώς μαλάκας! Τι να πει ρε στόκε το τσόκαρο, άμα θέλει να βρει να πει δεν θα πει; - Παιδί μου δεν κάναμε τίποτα λέμε!!! Μου την έπεσε σαν λυσσάρα αλλά δεν μπορούσα τόσο χύμα ξενέρωσα, δεν έγινε σκηνικό.
- ...Ωχ. Την πάτησες - τσάμπα το ξεφτιλίκι. - Μα τι να πει;!!!
- Ας πούμε... ότι την έχεις σαν το καπάκι του μπικ και μόλις που έφτασε μέχρι τον ουρανίσκο της;
(γκντουπ)
-...(μονολογεί) αυτά είναι ρε πούστη μου, τις πηδήξεις δεν τις πηδήξεις πάλι μαλάκας είσαι...

Από εδώ: Αυτοί οι κύριοι που παίρναν σβάρνα τις διάφορες πόλεις για να βρούν τις νέες Σπάις Γκέρλς και είχαν την κακοήθεια να μας δείχνουν τις χειρότερες οντισιόν κάνοντας ρόμπα τα κοριτσάκια στο Πανελλήνιο, καλά θα κάνουν να πάνε να καθαρίσουν τους καθρέφτες τους με λίγο σάλιο. Γιατί βέβαια με τη λογική «εμείς είμαστε σοβαροί αλλά στην ουσία κάνουμε και λίγο πλάκα, τηλεόραση είναι» κάποιοι άνθρωποι γίνονται σεργούνι και πολλοί περισσότεροι γίνονται περισσότερο σεργούνι που στήνονται να τους δουν.

Οκ. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγήκες σεργούνι. (από Galadriel, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.

Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:

  • Τα κάνω μούχτι χρησιμοποιείται και με την έννοια τα μπέρδεψα, έχασα τον λογαριασμό. Ωσεκτουτού μούχτης αποκαλείται όποιος ανακατεύεται, βάζει ζιζάνια, και ταλιμπάν (αδημοσίευτη επιστολή ΡΤΠ).
  • Τα κάνω μούχτι είναι επίσης ισοδύναμο του τα κάνω γαργάρα (ΡΤΠ, Op. cit.).
  • Κάνω μούχτι σημαίνει και τσουρνεύω, όπως επισημαίνει ο xalikoutis εδώ.
  • Πέφτω στο μούχτι εκφέρεται με την έννοια υου πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ κατά GATZMAN (εδώ) αλλά και του μπουχτίζω κατά Livepedia.
  • Είμαι στο μούχτι υποδηλώνει ότι είμαι στη γύρα, είμαι στην πίεση. Ο HODJAS προτείνει υπέροχη παραετυμολογία εκ του μόχθου, εδώ.
  • Το μούχτι ενίοτε μπερδεύεται εσφαλμένα με το (αρβανίτικο) μούτι, δηλαδή τα σκατά (ΡΤΠ, Ω. ψιτ.).
  • Στην μαρτυριάρικη, τέλος, μεγαλόνησο το μούχτιν περιγράφει την λύτρωση της κτήσης από τα δεσμά του αντιτίμου, τουτέστιν το τζαμπέισον.

Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.

- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)

- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)

-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)

- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)

- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή έκδοση του «δεν φαντάζεσαι» μπάκσλας «ούτε που φαντάζεσαι», δεν έχει σχέση με το «με ληστέψανε κι απ' τα αρντάν δεν πήρα χαμπάρι».

Δηλώνει κάτι το απίστευτο, με την καλή έννοια. Έκφρασις άκλιτη, μπαίνει στο τέλος πρότασης, εκτός και ακολουθείται από ατάκες άνευ νοήματος, όπως στο παράδειγμα.

- Είχε μια μουνοθύελλα στη Ραδινού χτες, ρε, δεν παίρνjεις χαμπάρι σου λέω ρε μινάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόζα: υφάκι, «μούτρα», κατσούφιασμα παρεξήγας.

Κρατάω ή βαστάω μπόζα σε κάποιον: είμαι παρεξηγημένος μαζί του σο του κάνω μούτρα, του το παίζω βαρύ πεπόνι, του γυρνάω τα μούτρα, δεν του μιλάω με την έννοια της μόνιμης κατάστασης τ. δε μιλιόμαστε, τον αντιμετωπίζω ως διαφανή όταν πέφτω μούρη με μούρη και γενικώς του δείχνω ότι κάτι με έχει ενοχλήσει, με αυτό τον ώριμο τρόπο που συχνά εφαρμόζουν οι ενήλικες και τα πεντάχρονα εξίσου.

Ο όρος φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό posa, την γνωστή μας πόζα. Σαν να λέμε, περνάς δίπλα από τον άλλο κι αυτός αντιδρά σαν να αντίκρισε φωτογράφο: θεατρινίζει παίρνοντας αφύσικη πόζα, με το κεφάλι να στρίβει αυτομάτως προς την αντίθετη μεριά από όπου βρίσκεσαι, με κλίση προς τα πάνω (η μύτη ψηλά) και καρφώνεται εκεί, μέχρι να προσπεραστεί το αντικείμενο της βδελυγμίας του, δηλαδή εσύ (ή να αστράψει το φλας).

Στην Ιταλική βεβαίως υπάρχει και η λέξη «musoduro» (λέει) από την οποία προέρχεται η λέξη μποζοντούρος, που στα Κερκυραϊκά (λέει) θα πει μουτρωμένος - μου φαίνεται πολύ πιθανό να σχετίζεται και αυτό, αλλά το αφήνω στην κρίση σας και διαθέσιμο για σχολιασμό.

Γιαγιαδισμός από τους λίγους. Για άλλη μια φορά καταθέτω σπέκια στην σχωρεμένη γιαγιά μου, που όταν της περνούσε από το μυαλό πως κάποια γειτόνισσα της κράταγε μπόζα αρρώσταινε.

  1. Γιαγιάκα #1 προλαβαίνει τη γιαγιάκα #2 στο δρόμο: Γιαγιάκα #1: Μαρίκα;! Να που σε προφταίνω, δεν ήρθα στο κήρυγμα σήμερα, έχω άρρωστο τον Βαγγέλη, τι άκουσες;
    Γιαγιάκα #2: Ε τι να ακούσω, τον Παπα-Γιώργη άκουσα κι αυτόν μισόν… Ξέρω γω μωρέ, σταναχωρέθηκα, είδα την Λούλα του Κωτσαντώνη και μου φάνηκε πως μου κράταγε μπόζα. Γιαγιάκα #1 (απογοήτευση): Αφού την ξέρεις τη Λούλα είναι ξινή, σε όλους μπόζα βαστάει, χέστηνε, ο καθένας το μακρύ και το κοντό του... Άντε τίποτα δεν έμαθες πάλι, περίμενα και εγώ να ακούσω κανα κουτσομπολιό, τσάμπα πας εκκλησία εσύ… Πα να δω το ταψί, θα τα πούμε πιο μετά. (...τρέχει να προλάβει την παρακάτω γιαγιάκα...)

  2. -Σούπω ρε, τι έπαθε η Νάσια του βητατρία; Την πέτυχα στη σκάλα, της είπα καλημέρα και έκανε ότι δε με είδε, τι παίζει τώρα;
    -Της είπε η Λένα ότι θα πας στο πάρτι της τρίτης με τον Λεωνίδα. -Ποιο Λεωνίδα;
    -Έναν του γαματέσσερα που της αρέσει και η Λένα τα χει πάρει μαζί της γιατί αγόρασε το ίδιο παντελόνι και της το 'πε για σπάσιμο.
    -Α καλά, για γνώρισέ μου το Λεωνίδα, τουλάχιστον να πάει χαλάλι η μπόζα της...

Μμμμ... (από Galadriel, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ που εκφέρεται όταν ο συνομιλητής μας λέγει το προφανές έχοντας την εντύπωση ότι προέβη σε κάποιο κοσμοϊστορικό breakthrough.

Το δε εξαίσιο έδεσμα ονόματι «ταχινόπιτα» θεωρείται των ων ουκ άνευ στη Κυπριακή ζαχαροπλαστική, εξ ου και η χρήση της τοιουτοτρόπως.

Η ανακάλυψη της ταχινόπιτας...

Τελικά οι περισπούδαστοι ερευνητές του Δημοκρατικού Συναγερμού, μαζί με τους υπόλοιπους βουλευτές της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, ανακάλυψαν μετά από σοβαρές και εμπεριστατωμένες έρευνες έξι (6) χρόνων την ταχινόπιτα!

Ο εκπρόσωπός τους, μέλος της ομάδας έρευνας, ο κ. Γιώργος Γεωργίου, βουλευτής Αμμοχώστου του Δημοκρατικού Συναγερμού, με στόμφο και φουσκωμένος σαν παγώνι από περηφάνια για τη μεγάλη τους ανακάλυψη, μας ανακοίνωσε από τα τηλεοπτικά παράθυρα πως «πληρώσαμε πάνω από 32 εκατομμύρια ευρώ για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους Τουρκοκυπρίους από την ημέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα και πως τελικά έχουμε καταντήσει εμείς οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου να είμαστε υποτελείς στους Τούρκους»!

[από εφημερίδα]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη φράση «θα σου αλλάξω τον Ανανία» ή «μου άλλαξε τον Ανανία», με την έννοια «θα σου αλλάξω τα φώτα / τα πετρέλαια κ.λπ.» (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Ήρτε κειος ο Σπυράγγελος και ζήταε δανεικά.
- Τώδωκες;
- Ωρέ του άλλαξα τον Ανανία, που θα τώδινα κι από πάνω...

(από Khan, 05/10/11)(από GATZMAN, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».

Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).

Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».

Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.

  1. - Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.

  2. - Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποιο Αρβανιτοχώρι ο πατέρας έπαιζε χαρτιά στο καφενείο όταν απ' έξω περνούσε ο γιος του, ο πατέρας αμέσως προστάζει τον γιό του να τρέξει σπίτι για να μάθει τι έχει μαγειρέψει η μάνα του για μεσημεριανό. Όταν έφτασε σπίτι και ρώτησε την μάνα του, αυτή τού απήντησε: «θιέρε» (που σημαίνει φακές στα αρβανίτικα). Ο νεαρός τρέχει πίσω στο καφενείο και από την είσοδο αναγγέλει δυνατά στον πατέρα του αυτό που νόμιζε ή θυμόταν ότι είχε ακούσει: «χέρδε μπαμπά, χέρδε» («χέρδε» στα αρβανίτικα είναι οι όρχεις).

Χρησιμοποιείται σαν παραλλαγή τού «άνθρακες ο θησαυρός».

- Τι έγινε ρε μεγάλε, την πήρες την δουλειά που τόσο περίμενες;
- Αρχίδια πατέρα!

(από Μαστουρωμένος Αρχιμανδρίτης, 16/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified