Η γουρουνοπούλα, το κλασικό πανηγυριώτικο έδεσμα, σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες. Το θεωρούν περίεργο να μην ξέρεις τι είναι η μπουζοπούλα.
Σπαρτιάτης: Θες μπουζοπούλα;
Μη Σπαρτιάτης: Κέρνα, πατριώτη!
Η γουρουνοπούλα, το κλασικό πανηγυριώτικο έδεσμα, σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες. Το θεωρούν περίεργο να μην ξέρεις τι είναι η μπουζοπούλα.
Σπαρτιάτης: Θες μπουζοπούλα;
Μη Σπαρτιάτης: Κέρνα, πατριώτη!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».
Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.
*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στο αρκαδικό ιδίωμα είναι η κοπριά ζώου, ο μικρός σωρός από ακαθαρσίες (δες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά-υβριστικά.
Πάσα (Δ.Π.): Επίκουρος.
Ρε συ τι γκουβουνα ειναι αυτη μεσα στη λεκανη :o ;Ποιος την εκανε ;Ειναι ανθρωπινη :D ;Αυτος που την εκανε πως περπαταγε μετα ;Πηγε κατω με το καζανακι ; 'Η φωναξανε την ομαδα των ειδικων καταστροφων για να την εξολοθρευσει ; Περιμενω με αγωνια τις απαντησεις σου !! (Εδώ).
Τα υπόλοιπα δεν ασχολούμαι, είναι σαχλαμάρες του γκουβούνα μαθητή σκατάλαβα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Κακοθάνατος, επίθ. Ο έχων κακό θάνατο, αυτός που πέθανε με άσχημο τρόπο.
Χρησιμοποιείται κυρίως στη Νάξο ως βρισιά-κατάρα και όχι ως έκφραση λύπης. Μπορεί να συνδυαστεί με το αδικοφονεμένος (=αυτός που φονεύθηκε άδικα). Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αντί για το μαλάκας (ή αντί της [μούντζα]ς), ειδικά σε περίπτωση που τα έχεις πάρει κρανίο σε δημόσιες υπηρεσίες, σούπερ μάρκετ κτλ. Όπου νιώθεις αδικημένος -στιγμιαία- ψιθύρισέ το χαμηλόφωνα μέσα απ'τα δόντια. Αποκλείεται να καταλάβουν τι λες.
1.Πήγα να πάρω τη δήλωση και η κακοθάνατη η υπάλληλος με είχε να περιμένω 2 ώρες στην ουρά.
Α τον κακοθάνατο σου έλεγε ψέματα τόσο καιρό!
Κακοθάνατη! (βρισιά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που λέει ζαβές (=χαζές) κουβέντες, αυτός που φλυαρεί άσκοπα.
Χρησιμοποιείται στη Νάξο. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε πέφτουλες, επιδειξιομανείς τύπους, παπατζήδες, φαντασιόπληκτους κτλ.
Μην του δίνεις σημασία, είναι ζαβοκουβεντάς.
Σώπα ρε ζαβοκουβεντά
Δεν μπορώ να την ακούω, είναι ζαβοκουβεντού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.
Βλ. και πατσαρδέ.
Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.
Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.
[...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το άγιωμαν: το σκούριασμα (κυπριακίζειν).
Άγιωσεν το ποήλατον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:
Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!
Got a better definition? Add it!
Ο μίζερος, ο μονόχνωτος, ο στριμμένος, που προφητεύει όλο κακά. Λέγεται στην Πελοπόννησο.
Είναι που είναι η κρίση, έχουμε και τον κακοΐσκιωτο τον ξάδερφό σου, μας έχει κάνει την καρδιά περιβόλι!
Got a better definition? Add it!
Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.
Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.
Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!
Got a better definition? Add it!