Further tags

Στα Χιώτικα οι στάμνες (γι' αυτό το έβαλα εδώ, ίσως από κεί και τα μεγάλα βυζιά).

Μπούρμπουλας και μπουρμπούλι - η στάμνα, με ένα ή δύο χέρια, εκείνη που το καλοκαίρι «ίδρωνε» και δρόσιζε το νερό, με τάπα ένα λεμόνι (αθηναϊστί - κανάτι Αιγινήτικο)

(Σε παλιό πανηγύρι)
- Μαμάά, θέλω μπουρμπουλάκι... (στα Αρμόλια της Χίου, χωριό που φτιάχνουν διάφορα πήλινα σκεύη, έφτιαχναν και πήλινα σταμνάκια με γλωττίδα κοντά στο στόμιο εκροής έτσι ώστε να γίνονται σφυριχτράκια και όταν είχε νερό έκαναν ένα ήχο σαν πουλάκι- must των πανηγυριών).
- Καλά, φάε τώρα το παστέλι σου (άλλο must των χιακών πανηγυριών) και θα σου πάρω. Κανόνισε να το παντρέψεις (= να το σπάσεις) πριν φτάσει σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηπειρώτικο ιδίωμα, που σημαίνει ξεπάτωμα.

- Θα σε ξεκαλαθιάσω.
- Καλά, ρίξε τα ζάρια πρώτα γιατί τα ζάλισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βατράχου, μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.

Αυτός που έχει φτιάξει μπράσκα, λέγεται και μπρασκανίλος.

Aυτός από το καθισιό έχει φτιάξει μια μπράσκα άλλο πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλός, αργός και άγαρμπος.

Αυτός είναι σκέτος φασιακούτας, δε μπορεί να κάνει μια δουλειά σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λότζιο είναι ο χώρος όπου τρώει και κοιμάται το γουρούνι (από Μεσσηνία). Μεταφορικά ο βρώμικος χώρος.

Έχει κάνει το δωμάτιό του σκέτο λότζιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέσιμο.

Εχθές έφαγα μια σφανταλιά και με πονάει ακόμα η μέση μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιά (αρβανίτικα).

Σχετικό το επίθετο σκαρτσίλης: βρωμιάρης.

Για δες το σακκάκι του, έχει δυο δάχτυλα σκάρτσα επάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια στρογγυλή (ωοειδής) πέτρα, συχνά βότσαλο, που την έβαζαν στα κοτέτσια, για να συνηθίσουν οι κότες στο κλώσημα, χωρίς να σπάσουν το κανονικό αυγό, ή όταν τους το είχαν πάρει.

Συνεκδοχικά κάτι μικρό στρογγυλό και σκληρό (δηλ. ό,τι έχει τις ιδιότητες του πρόσβολου).

Πιθανώς ίδια ρίζα ή και έννοια με το πρέσβελο.

  1. Στο Animal Planet έδειξε ένα φίδι που μπήκε στο κοτέτσι κι έφαγε το πρόσβολο.

  2. Σφιγγόμουν μιάν ώρα κι έβγαλα ένα πρόσβολο.

  3. Σαν πρόσβολα μου γινήκαν απ' το κρύο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.

Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.

  1. Για κοίτα ενα νταή.

  2. Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούρτσα = νωρίς το πρωί.

  1. Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.

  2. Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified