Κρητική λέξη που σημαίνει κάτι το καλό, κάτι το κουλ. Συναντάται και ως «εκλεμπεριά».
- Καλό το καινούργιο Immortal;
- Έκλεμπερ.
Κρητική λέξη που σημαίνει κάτι το καλό, κάτι το κουλ. Συναντάται και ως «εκλεμπεριά».
- Καλό το καινούργιο Immortal;
- Έκλεμπερ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.
Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.
- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που, όταν πεθάνει, δε θα λυτρωθεί (α-λύτρωση).
Η λέξη απαντάται στην Κρήτη, αν και τείνει να εκλείψει.
Πανάθεμα σας, αλυτρούητοι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αρσενικός βάτραχος. Κρητική λέξη. Λέγεται επίσης και αβοθρακός. Χρησιμοποιείται για να δείξει άνθρωπο πολυάσχολο.
- Ήντα κάμεις μρε Μανωλιό;
- Άσε, μρε Γιώργη, τρέχω ωσάν τον αφορδακό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.
Got a better definition? Add it!
Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...
Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.
Got a better definition? Add it!
Ο βάτραχος, συναντάται και τζαμπλιάκι (βατράχι). Προφέρεται και ως τζιάμπλιακας ή και τζιαμπλιάκ' (χωριατιστί).
- Ούι μανούλαμ, πήγα στου πουτάμ' κι έπαιζα μις στου νιρό κι μι κατούρντσι τζάμπλιακας κι έβγαλα μπασταρδίτσα...
Got a better definition? Add it!
Ποντιακός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την γνωστή «silent but deadly» -αγγλιστί- πορδή, η οποία αφήνει τον γνωστό υπόηχο «φφφφφφτ». Απορίας άξιο είναι εάν το φουτί (ουδέτερο) προέρχεται από το ρήμα «φουτίζω» ή από το συνηρημένο «φουτάω-ώ». Πιθανότερο το δεύτερο.
(Εν μέσω σιωπής)
«φφφφφτ»
(Χρονική καθυστέρηση, μέχρι να γίνει αντιληπτή η οσμή από τον άλλο, καθώς ο ήχος είναι αντιληπτός μόνο από τον φουτιχτή.)
- Τί έκανες ρε μαλάκα, γαμώ σε;
- ;;;;
- Φούτηξες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αποτελεί λέξη από τη Σουφλιώτικη διάλεκτο, είναι πιθανό να 'ναι ηχοποιητική λέξη και σημαίνει μικρή γούρνα με νερό.
= Πρόσιχι Μήτσου μη πέης μι του τρακτέρ μεστ' μπλιούνγκαααααα...
Got a better definition? Add it!
Η λίμνη ή η πεδινή έκταση οποία έχει πλημμυρίσει.
- Αη πάμι να πουτίσουμι του χουράφ'. Α τραβίξουμι νιρό απτ' γκιόλα στου καρανύκτερι...
Got a better definition? Add it!