Further tags

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η απερισκεψία, η κουτουράδα.

Μια ζωή όλο κουτραμπανιές κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι ο απερίσκεπτος, ο κουτουρατζής.

Μια ζωή κουτραμπάνης ήτανε. Κάποτε πήγε και έπαιξε όλες τις οικονομίες της γυναίκας του στο χρηματιστήριο. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιωματισμός που δηλώνει την επίμονη στάση κάποιου σε ένα ζήτημα.

Η-Κορνιλία θες να πάμε στο σπίτι του Γιώργου?

Κ-Μπα, δεν ψήνομαι πολύ μωρέ Ηλέκτρα

Η-Έλα Κορνιλια! Σε παρακαλώ!

Κ-Όχι σου είπα... μην επιμένεις!

Η-Έλα κάν'το για εμένα.

Κ-Πω ρε Ηλέκτρα! Σταμάτα πια! Έχει κολλήσει η μύξα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Πώς είσαι έτσι σα τον λιμούτση;

Ο γλοιώδης,ο σιχαμερός κοινώς,εκείνος που που προκαλεί αηδία, κυρίως λόγω χυδαίας συμπεριφοράς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πονηρός, ο κρυψίνους, ο ύπουλος. Λέγεται και μουσκφόπιασμα. Ουσιαστικό: μουσκφαμάρα.

Αρραβωνιάστηκε και δεν μας είπε τίποτα. Ξέρεις τι μουσκφός είναι αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published

Πάμε γι' άλλα, όρος χαρτοπαικτικός. Όταν το φύλλο δεν είναι καλό, το "Αμόντε" δηλώνει την πρόθεση του παίκτη ή των παικτών που το λένε

- Ωρέ τι σκατόχερο έχεις αδερφέ μου, με γέμισες λιμά. - Και γω τα ίδια, τι νόμισες... - Αμόντε ρε! - Αντε, πάμε αμόντε!

να χαλαστεί το κόλπο (η χαρτωσιά) και να ξαναμοιραστεί φύλλο. Προέρχεται από την ιταλική ιδιωματική έκφραση a monte (στο βουνό) που σημαίνει ατύχησα, καταστράφηκα. Στα Επτάνησα δηλώνει συνήθως τη ματαιότητα, το ανώφελο ενός πράγματος ή κατάστασης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ορισμός που χρησιμοποιείται στη πόλη της Δράμας για όσους έρχονται κάθε χρόνο στη φοβερή και τρομερή πόλη μας για να λάβουν μέρος στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους. Πρόκεται για σύνθετη λέξη απο το επίθετο "μικρός" και το ουσιαστικό "μήκος".

Αχ καλοκαιράκι. Πάλι γέμισε μικρομηκάδες η πόλη.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε χωριά της Εύβοιας (στην περιοχή γύρω από την Κύμη μέχρι το Αλιβέρι) και σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση:

  1. τρομαγμένος, ξαφνιασμένος
  2. ατσούμπαλος, που κινείται νευρικά και σπασμωδικά
  1. Γύρισε χθες αργά στο σπίτι ο Γιάννης φταρωμένος, λες και είδε φάντασμα.
  2. Πρόσεχε ρε φταρωμένε, θα σπάσεις όλα τα ποτήρια!

Απαντάται και το ρήμα φταρώνομαι, κυρίως στον αόριστο στα 3 πρόσωπα του ενικού:

Ρε μαλάκα πως μπαίνεις έτσι απότομα, φταρώθηκα!

Got a better definition? Add it!

Published

Αδελφικός φίλος,κολητός. Χρησιμοποιείται στη Μάνη.

Πρόσεχε πως μηλάς γιατί ο Πότακας είναι γκαβούτσος μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Μούσκεμα εις την σουρδική διάλεκτο (Κοζανίτικα).

-Πού πάμε με τέτοια βροχή; Μπλιόμα θα γίνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published