Selected tags

Further tags

Ο γκέι στα αρτινά. Απαντά σε θηλυκό γένος κατ'αναλογία προς την "αδελφή".Πιθανότατα από τη λέξη "γκέι" απ' όπου έχει τον ίδιο αρχικό φθόγγο και την -ουέρα, κατάληξη επιτατική - μεγεθυντική της σημασίας κατ'αναλογία προς το "μάνα - μανάρα", "πόδι - ποδάρα" και με τάσεις γιουχαΐσματος με τη χρήση του "ου".
Απευθύνεται στους άρρενες ομοφυλόφιλους που έχουν κάποια υπερβολή στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά που τους προδίδει. Με άλλα λόγια είναι υποτιμητική εκδοχή αντίστοιχη της "κραχτής" ή "αδελφάρας ξεγυρισμένης", αυτού που φαίνεται όσο και όπως φαίνεται αλλά δεν ενδιαφέρεται για τα προσχήματα και βέβαια ούτε να το κρύψει ειδικά μεταξύ του κύκλου του που είναι εξοικειωμένος πλέον.

"Πω, ρε μάνα μ', τί'ναι φτούνη η γκουέρα; Φρύδι τσίτα, αποτρίχωση κάργα, χείλη φουσκωτά, λίγο κόκκινα, πουκάμισο λαμέ με λέλουδα, χέρι σπαστό... Κάποιος να βρεθεί να τον μαζέψει μην τον πετύχει κάνας αδερφός του..."

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.

Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιόθεν έκφραση για το υπέροχο γκολ καθιερωμένη κυρίως μετά τη χρήση της σε σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων όπως εκείνα της Αθλητικής. (Δες).

Γκολάρα ο Σαραβάκος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ που με συμπληρώματα διατροφής είναι τούμπανο.

Έσκασε μύτη με έναν φουσκωτό σούπερ αμόλυβδο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο θεός, δηλαδή ο πάρα πολύ καλός σε κάτι. Χρησιμοποιείται και με ελαφρά ειρωνεία για κάποιον που κάνει κάτι παράξενο ή απροσδόκητο ή πολύ μοναδικό.

  1. Θεούκλα ο Μίλερ, μιλούσε στο διαβατήριό του. (Εδώ).
  2. Θεούκλα ο Τσουκαλάς, είπε "άντε γεια!" στον Τσίπρα κοστουμαρισμένος. (Εδώ).
  3. Όλα ξεκίνησαν όταν παρατήρησα το ίδιο ακριβώς πράγμα που παρατήρησα ακριβώς κάτω από τη φωτογραφία της Σκάρλετ Γιόχανσον με εφαρμοστή δερμάτινη στολή και άρα δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να προσέξατε, άρα θα το επαναλάβω κι εδώ. -Ρε μαλάκα Γιώργο, αν σ'άκουγε κανείς να μιλάς για γκόμενες, θα νόμιζε ότι κάθε βράδυ γαμάς τα καλύτερα μουνιά του σύμπαντος. Και τι απαντάει η θεούκλα; -Δεν είναι ότι δεν μπορώ, είναι ότι δε θέλω. Εδώ κάτι σχετικό είχε να πει ο Αίσωπος με κάτι αλεπούδες και κάτι κρεμαστάρια, αλλά ο μικρός θεούλης συνέχισε και εξήγησε το σκεπτικό του. -Τα καλύτερα μουνιά (σημείωση του μεταφραστή: πάντα με το στάνταρ της καλοσχηματισμένης γάμπας, της μηδέν κυτταρίτιδας και όλα τα σχετικά, το οποίο το πληρούν εφτάμιση γκόμενες σε όλον τον πλανήτη) είναι σε ηλικία 21 με 22 (σύμφωνα με μια στατιστική που μόλις έβγαλε απ'τον κώλο του). Κι επειδή οι γκόμενες δεν τα φτιάχνουν με μικρότερους, μόλις φτάσουμε στα 22 θα δείτε ότι θα ξεσκιστώ στο μουνί. Τόσο απλά. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ, μα πολύ βλάκας.

Bλάκας + Megatron (αρχηγός των Decepticons στους Transformers) = βλάκατρον.

- Φώναξα τον κλειδαρά γιατί νόμιζα οτι είχα κλειδωθεί έξω, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα, μιας και η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Δεν σκέφτηκα να δοκιμάσω το πόμολο πρώτα...
- Ε, είσαι βλάκατρον!

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε: φραπεδιόλα.

-Πω πω, και τί δεν θα 'δινα για μία φραπεδέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Δεκαετία '80): το μαχαίρι, το στιλέτο.

- Ώστε κουβαλάτε και σπαθιά, κωλόπαιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.

- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεράστιο κινητό. Συνήθως είναι (πολύ) περασμένης γενιάς αλλά υπάρχουν και κινητούμπες σύγχρονες, οι οποίες λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων τους είναι μεγάλες και βαριές. Γκουμούτσες ένα πράμα.

  1. - Τι κινητούμπα είναι αυτή ρε άχρηστε;
    - Ήταν της γιαγιάς μου, κειμήλιο...

  2. - Πω ρε μια κινητούμπα! Σαν παντόφλα είναι.
    - Μη μιλάς γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα. Είναι το Communicator το καινούργιο. Άσχετε. Αλλά πού να ξέρεις εσύ από τέτοια...

"Αγαπιτέ ΤΙΜ, θα ήθελα να κάνω διακουπί συμβούλιο (μτφ. συμβόλαιο), διώτη έχω κάνι άλλι σύνδεση ΤΙΜ. Σας ευχαριστό." (από Galadriel, 01/03/09)

Βλ. και παντόφλα, -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified