Further tags

Κλίνεται κατά το αρκουδιάρης και είναι σαφώς υποτιμητικό. Χρησιμοποιείται για αγόρια / άντρες οι οποίοι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες φορούν βλάχικη-ζωηρόχρωμη βερμούδα μέχρι το γόνατο με τη γάμπα αξύριστη και πραγματικά ανίκανοι να υποστηρίξουν το σύνολο της αμφίεσής τους. Συναντώνται κυρίως στα γυμνάσια...

- Σκέτο σίχαμα η γάμπα του Γιάννη. Δεν πάει να κάνει καμιά χαλάουα;
- Ναι ο βερμουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει: 1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά. 2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.

Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.

  1. πούστης
  2. πουστρόνι
  3. πουσταράς
  4. πουστάρα
  5. πουστράκος
  6. γερόπουστας
  7. σκατόπουστας
  8. παλιόπουστας
  9. πουστόγερος
  10. ομοφυλόφιλος
  11. ομορφυλόφιλος
  12. αμφιφυλόφιλος
  13. μπάι
  14. γκέι
  15. τοιούτος
  16. τοιουτιέν
  17. του σωματείου
  18. της συνομοταξίας
  19. αποκλίνων
  20. ανώμαλος
  21. ανωμαλιάρης
  22. ανωμαλάρας
  23. ντιγκιντάγκας, ο
  24. ντιντής
  25. πισωγλέντης
  26. κολομπαράς
  27. γιουσουφάκι
  28. πεοθηλαστής
  29. παρτόλας
  30. τρανσέξουαλ
  31. τράντζα
  32. τραβεστί
  33. μετροσέξουαλ
  34. μετρό
  35. τρανς
  36. εγχειρισμένος
  37. παρενδυσιακός
  38. Συβαρίτης
  39. αρσενοκοίτης
  40. μαλακός
  41. κεκινημένος
  42. κίναιδος
  43. κιναιδουάρδος
  44. σοδομιστής
  45. σοδομίτης
  46. pédé
  47. παιδεραστής
  48. οπισθογαμικός
  49. πλατωνικός/ πλατωνιστής
  50. ευαίσθητος / ευαισθητούλης
  51. με ιδιαιτερότητες
  52. γαμιόλης
  53. φαγκότο
  54. φαγκοτίνος
  55. fag
  56. τρίτο φύλο
  57. τρίτο στεφάνι
  58. τρίτο πρόγραμμα
  59. ανδρόγυνος
  60. ερμαφρόδιτος
  61. θηλυπρεπής
  62. γυναικωτός
  63. φλώρος
  64. χλεχλές
  65. λελές
  66. φλωράτσα
  67. σουσέλ
  68. πιπίλας
  69. Ασλάνης
  70. πουσταριό
  71. πούστρα
  72. πούσταρος
  73. ξεκωλιάρης / ξεκωλιασμένος
  74. ευρύπρωκτος
  75. κωλόφαρδος
  76. ξεφωνημένη/-ος
  77. θηλύγλωττος
  78. τελειωμένος /-η
  79. gay over
  80. πουστανελάς
  81. πουσταρέλι
  82. πούσταρχος
  83. πουστέρι
  84. πούστης κινέζος
  85. πουστιέρα
  86. πουστοκαλαμαράς
  87. πουστρίτσα
  88. πουστωδία
  89. αγριόπουστας
  90. ψωλαρπάχτρας
  91. μπακλαβάς/ back-love-ass
  92. δηλωμένη
  93. κραγμένος/-η
  94. μποτομιέρα
  95. βερς
  96. αδελφή του ελέους
  97. brokeback/ brokeback mountain
  98. bareback
  99. queen
  100. βασίλισσα
  101. raging queen
  102. queer
  103. back-feaster
  104. φτερού
  105. λουλού
  106. αδερφή
  107. αδερφάρα
  108. κακή αδερφή
  109. κακός πούστης
  110. στρίγκλα
  111. αδερφή νοσοκόμα
  112. κουνιστός
  113. κουνίστρα
  114. κουδουνίστρα
  115. κούκλα
  116. λούγκρα
  117. Λουγκρητία
  118. φλωρούμπας
  119. συκιά/συκή
  120. χαϊδοκώλης
  121. μπινές
  122. μπινεδιάρης
  123. φτωχομπινές
  124. αλλαξοκώλης
  125. poutsless
  126. γαμόπουστας
  127. γαμιολόπουστας
  128. λιχνομέσης
  129. πισωγλεντζές
  130. πισωκίνητος
  131. πισωγιομίδης
  132. παππούστης
  133. πουστρίγκος
  134. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας
  135. κωλοσφυρίχτρας
  136. πιπεροτρίφτης
  137. φούστης
  138. καταπυγών
  139. φούστα-μπλούζα
  140. νάιλον
  141. Μαρίνος
  142. γκαρσονιέρα, garconniere
  143. τσαχπινογαργαλόπουστα
  144. τσαχπινογαργαλιάρης
  145. Συκαρία
  146. πουστάρδα
  147. αδελφίνι
  148. Πουστώ
  149. τραβέλι
  150. πους τις
  151. Οιδίπους τις
  152. καριολόπουστα(ς)
  153. βρωμόπουστα(ς)
  154. κωλομπαράς
  155. παιδέρας
  156. εναλλασσόμενος
  157. εναλλακτικός
  158. ο πους της καθέτου
  159. φιρουλί φιρουλό
  160. σφυριχτρούλα/ης
  161. Μπομπ Σφουγγαράκης
  162. Αχιλλέας από Κάιρο
  163. τσιμπούκια ο τίγρης
  164. πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης
  165. πισωκέντης
  166. γκέιλορντ
  167. απεόφοβος
  168. gay pride
  169. gay parade
  170. κουνάμενος λυγάμενος
  171. κουνάμενος σουρνάμενος
  172. πούδρα/ φούστα μπλούζα κι ελαφριά πούδρα
  173. φιρφιρής
  174. τσιχλιμπίχλης
  175. γκλεγκλές
  176. άλλη ομάδα
  177. καμπανόκωλος
  178. ντούρντουλο
  179. φολκσβάγκεν κλούβα
  180. γκέο βαγκέο
  181. γαμιολία
  182. νεράιδος
  183. Χάρρυ Πρώκτερ
  184. φτωχομπινεδιάρης
  185. πανηγυρικός γκέι
  186. γκέι για τα πανηγύρια
  187. stray/ στρέι
  188. αγορίτσι
  189. σκατίπουστα
  190. ύποπτος
  191. γαβαλάκης, ο
  192. φλωρόπουστας
  193. πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος
  194. πεολειχούδης
  195. τσιμπουκομικρούλης
  196. ΛΟΑΤ
  197. εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ
  198. Φουστάνος
  199. Tom Pousti
  200. μητροσεξουαλικός
  201. πεολιχούδης
  202. πεοχειλουδάκη
  203. πεοχειλουδάκι
  204. Χειλουδάκη
  205. κοπέλα τελειωμένη
  206. πουστρόνιο
  207. φρόιλάιν
  208. κρυφόπουστας
  209. ο-γκέι
  210. αρσακειάδα
  211. (οπαδός του) vivere periκωλοsamente
  212. πουστέρω
  213. πουστερίας
  214. χαλαρή σούστα
  215. σκυλόπουστας
  216. αρχιδόπουστας
  217. αδελφάτο
  218. ετερόπουστας
  219. ζαρκαδόπουστα
  220. θρασύπουστας
  221. καβατζόπουστας
  222. λουμπίνα
  223. πουστόνεο
  224. αραχνοΰφαντος
  225. στάκι
  226. τσιγκανόπουστας
  227. καραπουσταριό
  228. τομπαίρνουλας
  229. βε
  230. πούσταπς
  231. μπινταράς
  232. κουρτσουμπανάς
  233. Αναΐς από το Παναής
  234. καταπιόλης
  235. κωλόμπα
  236. κωλόμπο(ς)
  237. cowgay/ καουγκέης
  238. ναζιάρης
  239. γκεϊστάπο
  240. σπερμοδιψής
  241. σουσούμης
  242. πεσίχαρος
  243. πασιχαρής
  244. γκεϊμπέκης
  245. πουστόμωρο
  246. τιτίκα
  247. πετούγια
  248. καψοκώλης
  249. γκεϊλλιτέχνης
  250. αδερφρίκη
  251. εισπρώκτωρ
  252. πουστοστρατός
  253. κακσάκας
  254. cocksucker
  255. κακσάκαρας
  256. σύντεκνος
  257. ενεργοπαθητικός
  258. τοπ
  259. μπότομ
  260. ντιγκέι, ο
  261. ντιγκιντάγκαρ
  262. τζέη
  263. e-gay
  264. πρωκτικάντζα
  265. κωλοβρέχτης
  266. πουτσογλέντης
  267. πουστηρέλα
  268. γερομπινές
  269. (Μαρσέλ) προύστης
  270. λούλα
  271. γκέουλας
  272. [αποσιστωμένη]
  273. Ροζαλία
  274. asinus asinum fricat
  275. οπισθογεμής
  276. Γκέιμπελς
  277. κουνιοτράμπαλη
  278. γκότσης
  279. ξεσκισμένη
  280. φούλα
  281. κυρία
  282. αδερφούλα
  283. ρουμπινές
  284. αρφή
  285. σκαραβαίος
  286. πούστης με αρχίδια
  287. οσκαρόπουστας
  288. πουσταλαζών
  289. ψωλοπερήφανος
  290. πουστροζιγκόλι
  291. πασπαρτού
  292. λυσσάρα
  293. αγριογκέι
  294. πεταχτούλης
  295. πισωκούντης
  296. πισωσκούντης
  297. του συλλόγου
  298. τσιριμπίμ τσιριμπόμ
  299. double-energy man
  300. κωλοτούρης
  301. πασαγαμιόλης
  302. αβροβάτης
  303. αβροβόστρυχος
  304. εδρόστροφος
  305. πυγιστής
  306. λαικαστής
  307. λαϊστέρα
  308. πούστης από κούνια
  309. παλιαδερφή
  310. γλυκούλης
  311. αβρός
  312. αβρότροπος
  313. αβρόφρων
  314. λεκανατζής
  315. ντήζελ
  316. Ριρής
  317. κωλόμπος
  318. τριλειρόπουστας
  319. τριλειρογκέι
  320. πουστοπατέρας
  321. πουστοκοτέτσι
  322. αρχιπαλιόπουστας
  323. ποστόπι, ποστόπα, post-op
  324. φλωρόκουπας
  325. πριόπι, pre-op
  326. εγκλωβισμένος
  327. παλαιόπουστας
  328. τρύπιος
  329. τρυπαντωνάκης
  330. τρυπημένος
  331. άθλιον πουστί
  332. πούστρινγκ
  333. γιαουρτομούνα
  334. C.D., cross-dresser
  335. drag queen
  336. she-male
  337. homo
  338. ροζ τρίγωνο
  339. ουράνιο τόξο
  340. sub
  341. κωλόμουνο
  342. φικιρίκης
  343. βιγκολεβίγκος
  344. ίριδα
  345. σκατόφλωρος
  346. πουτσογλείφτης
  347. γλεντζές
  348. γλέντης
  349. σπερμοσταγής
  350. σπερμοβόρος
  351. σερνικοθήλυκος
  352. ντεμί
  353. κεχαριτωμένος
  354. κουκλεντές
  355. πουσταρίκος
  356. γκεόσταλτος
  357. bear / αρκούδος
  358. πατόφλωρος
  359. πατ ντε φλερ
  360. καράπουστα
  361. βαρβατόπουστας
  362. πουστώνιο
  363. εξάτμιση
  364. χαριτοδιπλωμένος
  365. ρήτωρ Φελλάτιος
  366. στράκι
  367. α πουστεριόρι
  368. σκατίφλωρος
  369. αντιπαθητικόπουστας
  370. ευφράπουστ
  371. Τζουζέπε Λουγκρατόρε
  372. Ουρανία
  373. πούσθης
  374. οπισθιοδρομικός
  375. φιρφιρίκουλας
  376. προϊσταμένη, η
  377. νεραϊδιάρης
  378. σαπουνομαζώχτρα
  379. σκύφτης
  380. φίρμα την ημέρα, τη νύχτα καμαριέρα
  381. Φιφή, η
  382. ντίγκης
  383. πεταλούδα/ πεταλουδίτσα/ πεταλούδα της νύχτας
  384. αρσενοκνίτης
  385. σουβλίτσα
  386. Λωξάντρα
  387. Ρούλης
  388. θείος Μπέρνι
  389. καμούφλω
  390. εμμανουέλος
  391. περάστε κόσμε
  392. αστράφικ/ asstraffic
  393. πεοπαίρνουλας
  394. πισωκούμπουρος
  395. κουνενές
  396. λουκία
  397. κωλοφύρης
  398. πισωλούρης
  399. δεντρογαλιά
  400. λεβεντόκωλος
  401. αμαζόνος
  402. ευκώλος
  403. τσαγιέρα
  404. τετραγωνική ρίζα
  405. ερμής
  406. γαμημένος μαλάκας
  407. πουστομαλάκας, μαλακόπουστας
  408. λιγδοκώλης
  409. κρέμα καραμελέ
  410. τέτοιος
  411. μπαμιάκιας
  412. Νάμουνα Μουνάκι
  413. ρετροσέξουαλ/ ρετρό
  414. butty boy
  415. μπάντζι
  416. γκέινγκστερ
  417. κάστρο κλόουν
  418. κοτοπουλάκι
  419. τσαμπ
  420. κυνηγός μυγών
  421. οιηματοιούτος
  422. θελγεσίπυγος
  423. θελγεσίτρυπος
  424. μοδίστρα
  425. καστράτος
  426. Συγγρουφίξ
  427. ομοσκυλόσκυλος
  428. AC/DC
  429. μπάι μπάι ντάρλινγκ
  430. αμφίβιος
  431. παντός καιρού
  432. Freddie Mercury
  433. οδοντόπουστα
  434. αρκούρδος
  435. αρκουδίτσα
  436. αρκουδοπεταλούδα
  437. φουσκωτόπουστας
  438. φλωρεντία
  439. πάστα φλώρα
  440. στηπού
  441. ξεφτιλομπατιρόπουστας
  442. πουστοσέξουαλ
  443. λόμπας
  444. λο
  445. λομπίσκος
  446. μπισκότο
  447. πετσοπάς
  448. τσολιάς στα υποβρύχια
  449. πισωκολλητός
  450. τρωκτικάντζας
  451. μυοπνίχτης /-χτρα
  452. μπισκοτοτεκνό
  453. παιδοτρίβης
  454. κιοτσέκι
  455. γκρέτα
  456. λουγκρέτα
  457. λουγκρέσκω
  458. λουκρητία
  459. καλιαρντός
  460. μελανζέ
  461. φιλέλληνας
  462. γκέισα
  463. ταραντέλα
  464. Ιβ Σεν Φλωράν
  465. μπάιρον
  466. downtown
  467. ντιστεγκές
  468. γκέτσης
  469. πουστόμαγκας
  470. πουστριλέ
  471. πουστρελέ
  472. πουστλέ
  473. λαχταροψώλης
  474. αλητόπουστας
  475. ανέμη
  476. ανεμόμυλος
  477. πισωβρόντης
  478. γλειψαρχίδας
  479. σερβιτόρος
  480. πρωκτοπενταετηρίς
  481. αβροείμας
  482. αβροκόμας
  483. αβρόπους
  484. αΐτας / αΐτης
  485. ανδροβάτης
  486. ανδροθήλυς
  487. ανδροκοίτης
  488. ανδροκόμος
  489. ανδρολάγνος
  490. ανδρομανής
  491. ανδροπόρνος
  492. αρρητοποιός
  493. αρρητουργός
  494. αρρενομίκτης
  495. αρρενοφθόρος
  496. βάτταλος
  497. γλούτης
  498. γονοπότης
  499. γυναικανήρ
  500. γυναικίας
  501. γυναικόμιμος
  502. γυναικόφωνος
  503. γυναικοφυής
  504. γύνανδρος
  505. γύννις
  506. εθελόπορνος
  507. ημίγυνος
  508. ημιθήλυς
  509. θηλάρσην
  510. θηλυδρίας
  511. θηλυμίτρης
  512. θηλύστολος
  513. θρυπτικός
  514. κατάπρωκτος
  515. καταπυγόσυνος
  516. κέλωρ
  517. κίναδος
  518. κινησίας
  519. κοπραγωγός
  520. χαλκιδεύς
  521. λακαταπυγών
  522. λάστρις
  523. λάσταυρος
  524. μαλακίας
  525. μαλακίων
  526. οπισθοβάτης
  527. οπισθοβατικός
  528. παθικός
  529. παιδίσκος
  530. παιδοκόραξ
  531. παιδομανής
  532. παιδοπίπης
  533. παιδοφιλής
  534. παιδοφθόρος
  535. παρατετλιμένος
  536. πρωκτόσοφος
  537. πυγαίος
  538. πυγαλγής
  539. τσαγερό
  540. πυγοστόλος
  541. σαυκρόπους
  542. σαύλος
  543. σίφνιος / σιφνιαστής
  544. σφίγκτης
  545. φίληβος
  546. φιλομείραξ
  547. φοινικιστής
  548. σουρλουλού
  549. γυναίκα σκέτη
  550. τελειωμένη μέχρι το στρίφωμα
  551. πουρολουμπίνα
  552. κορακοβλαστήμω
  553. ξεκωλιάρα πριγκήπισσα
  554. κλασόπουστας
  555. αδελφή ψυχή
  556. βιρτζινόλουμπα
  557. ταραφόλουμπα / γκραν ταραφόλουμπα
  558. λουμπινίστρα
  559. καραλούμπω
  560. ετρούσκα
  561. κροτάλω
  562. τζαζκαραμπαζού
  563. μούσμουλο
  564. φραγκολουμπίνα
  565. πούιστς
  566. ματζιρόπουστας
  567. αμφιλοχίας
  568. αμφιλόχιος
  569. αμφίλοχος
  570. παούστης
  571. χωνί
  572. τσιγκολελέτα
  573. γουρούνα
  574. σαλιγκαρόπουστας
  575. οπισθοχαρής
  576. λούσυ
  577. τρίπουστας
  578. ωμοσέξουαλ
  579. δαντέλα
  580. θυμιατό
  581. κωλοκουνίστρα
  582. τζίρτζιφλος
  583. λιβανιστήρι
  584. βουλγάρικο θυμιατήρι
  585. δίευρος

Περιττεύει.

(από knasos, 04/06/09)(από Jonas, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάφρος. Υποτιμητικός ορισμός προς άλλους ή καταστάσεις. Σημαίνει μαυρίλα ή, ενίοτε, αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος.

Ουρά στα ταμεία μιας κλεφτοτράπεζας (το όνομα διαλέξτε το κατά το δοκούν, after all όλες ίδιες είναι):
- Ρε Μητσάρα, τι γίνεται εδώ ρε; Μέχρι στην είσοδο είναι η ουρά!
- Ναι ρε φίλε, πάμε να την κάνουμε, δεν αντέχω τέτοια καφρίλα…

(από Vrastaman, 28/11/09)

Οι νεότεροι σλάνγκοι ας εκλάβουν τον ορισμό, το παράδειγμα αλλά τα σχόλια του λήμματος αυτούνου ως οδηγό για το πώς [i]δεν πρέπει να λημματοδοτεί[/i] κανείς το σλανγκρρρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.

Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.

Εν συντομία: μπα-γου-δο.

  1. Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  2. Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  3. Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  4. Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  5. Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  6. Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  7. Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  8. Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  9. Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  10. Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  11. Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  12. Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  13. Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  14. Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  15. Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
    εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φασίστας.

Το μαύρο είναι το χρώμα (και) του φασισμού: απεικονίζει αφενός τις στιλιστικές επιλογές των παλαιάς κοπής μελανοχιτώνων μου Μπενίτο και των σημερινών ναζών συνεχιστών του και αφεδύο το σκοτεινό πνεύμα που διακατέχει τις ιδέες και τις ψυχές των φασό.

- Ολοι οι πρωταγωνιστές της μαύρης τρομοκρατίας στην Ιταλία της δεκαετίας του '70 «συνέπεσαν» σε μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα, το Πάσχα του 1968. Οχι μόνο για να προσκυνήσουν τη χούντα, αλλά και να εκπαιδευτούν στις τεχνικές υπονόμευσης της δημοκρατίας απ' τους πρώτους «διδάξαντες».
(από εδώ)

- η «Μαύρη Διεθνής», η φασιστική κίνηση που είχε πυρήνα το κόμμα Γιόζεφ Στράους στη Δυτική Γερμανία, άπλωσε τα πλοκάμια της και στην Κύπρο και στην Ελλάδα και κινεί τα νήματα της συνωμοσίας για πολιτική αναταραχή και οικονομικο – κοινωνική αναστάτωση στις δύο χώρες, με στόχο καθεστωτική αλλαγή, και προώθηση νόθων λύσεων στο Κυπριακό...
(από εδώ)

- Υπαρχουν μαυροι φασιστες, κοκκινοι φασιστες, θρησκευομενοι φασιστες κοκ.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύγχρονους πολυθεϊστές, εκ του «παγανιστές», οι οποίοι τον τελευταίο καιρό πραγματοποιούν πανηγυρικό comeback. Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά με υποτιμητική διάθεση, αλλά πολλοί παγάνες πλέον χρησιμοποιούν την λέξη με το ίδιο πνεύμα που οι μελαψοί αγγλοσάξονες των ΗΠΑ αποκαλούν αλλήλους my nigger.

Στην χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα υπάρχουν πολλές συνομοταξίες από παγάνες, καλύπτοντας όλο το φάσμα της πολιτικής και των ψυχοσωματικών δυσλειτουργιών. Κοινός παρανομαστής είναι η απόρριψη του Ιουδαιοχριστιανισμού και η πεποίθηση ότι εάν κάποιοι δεν είχαν φάει μπαμπέσικα τον Ιουλιανό θα ζούσαμε σε ένα καλύτερο κόσμο.

Υπάρχουν οι παρακάτω κύριες κατηγορίες:

϶ϵ Παγάνες για δέσιμο: πρόκειται για την πλέον παρανοϊκή υποκατηγορία, καθώς πιστεύουν ότι οι Έλληνες και οι «θεοί τους» κατάγονται από τον Σείριο και ότι από την αρχαιότητα τα μέλη της μυστικής Ομάδας Ε διεξάγουν ένα συνεχές παρασκηνιακό πόλεμο με τους Σιωνιστές, οι οποίοι είναι περίπου όπως οι Romulans του Star Trek. Οι εν λόγω παγάνες έχουν δανειστεί πολλά από τους Σιεντολόγους, αλλά δυστυχώς για αυτούς, ο άρτι αποδημήσας εις Σείριον εμπνευστής τους Ανέστης Κεραμυδάς στερείτο της επιχειρηματικής οξυδέρκειας ενός L. Ron Hubbard και δεν κατάφερε να οργανωθεί αντίσοιχα. Έτσι, οι εν λόγω παγάνες βγάζουν ψίχουλα γυρολογώντας βιβλία σε κυρα-περμαθούλες αντί να απολαμβάνουν τις πιο χοντρές μπάζες μιας οργανωμένης θρησκείας.

卐 Παγάνες που θέλουν να μας δέσουν: πρόκειται για μετάλλαξη ακροδεξιών σκινιών που εμπνέονται περισσότερο από την βορειοευρωπαϊκή μυθολογία παρά από το δωδεκάθεο, και αυτοηδονίζονται ακούγοντας Βάγκνερ και προσβλέποντας στην σαπουνοποίηση ως χόμπι. Φέρουν πολύ βαριά το γεγονός ότι κοντινοί τους ομοϊδεάτες κυβέρνησαν την χώρα χρησιμοποιώντας το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».

✇ Φωτορεαλιστικοί Παγάνες: πρόκειται για παγάνες που ειλικρινά επιχειρούν να αναπλάσουν την «πατρώα θρησκεία». Μερικοί συμμετέχουν σε τελετές στον Όλυμπο φορώντας χλαμύδες προσφέροντας σπονδές και θυσίες στους θεούς. Με δικαστικούς αγώνες και προσφυγές πέτυχαν την αναγνώριση του δωδεκαθεϊσμού ως «γνωστής θρησκείας» από το κράτος. Ίσως αυτή να είναι και η αχίλλειος πτέρνα τους, καθώς στη προσπάθειά να οργανωθούν πράττουν τα πεπατημένα καραγκιοζιλίκια άλλων οργανωμένων θρησκειών, ιδρύοντας αλληλοαφοριζόμενες οργανώσεις και γκρουπούσκουλα. Οι εν λόγω παγάνες έχουν κατηγορηθεί για γραφικότητα και κιτσοσύνη, αλλά ποιος, με το χέρι στη καρδιά, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι περισσότερο ή λιγότερο γελοίοι από οποιαδήποτε άλλη οργανωμένη θρησκεία;

☯ Φιστικοπαγάνες: ταλαιπωρήθηκαν στα παιδικά τους χρόνια καθώς η μαμά τους κοινωνούσε κάθε Κυριακή και η γιαγιά τους έσερνε γονυπετείς στην Τήνο για προσκύνημα. Ξεσπούν λοιπόν αποτασσόμενοι την ταλαιπωρία του χριστιανισμού, αλλά κάνουν καλού κακού τον σταυρό τους όταν τα βρούνε σκούρα. Λένε για τους αρχιτέκτονες ότι δεν είχαν τα αρχίδια να γίνουν μηχανικοί, αλλά ούτε και την πουστιά να γίνουν διακοσμητές. Οι φιστικοπαγάνες είναι κάπως έτσι: δεν έχουν το σθένος να δηλώσουν άθεοι, αλλά ούτε και την περιπετειώδη διάθεση να φορέσουν χλαμύδες, μη γίνουν και ρόμπες.

❀ Ρομαντικοπαγάνες: διακατέχονται από φιλο-φιλελληνικό πνεύμα, και προσεγγίζουν την θρησκεία πάντα υπό φιλοσοφικό πρίσμα. Διαβάζουν Κέλσο, Ιουλιανό, Τρύφωνα Ολύμπιο, Μάριο Βερέττα. Ανάλογα με τον πολιτικό τους προσανατολισμό (πολλοί είναι πρώην αριστεροί, άλλοι e-λληναράδες) αγοράζουν έντυπα όπως ΔΙΙΠΕΤΕΣ, ΔΑΥΛΟΣ, ΙΧΩΡ, κα. Δεν συμμετέχουν σε σπονδές όπως οι φωτορεαλιστικοί, αλλά συνήθως δεν πράττουν οπορτουνιστικά όπως οι φιστικοπαγάνες.

϶†ϵ Χριστιανοφιστικοπαγάνες (άκα Λίγο Χριστό, λίγο απ' ό): Πρόκειται για αυτομισούμενους χριστιανούς του απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως σιωνιστική, αλλά ασπάζονται την Καινή Διαθήκη και τον Χριστό, τον οποίο θεωρούν Έλληνα και θύμα του σιωνισμού, και συνεχιστή της «πατρώας Θρησκεία» του δωδεκαθέου με ελάχιστες εκσυγχρονιστικές αλλαγές (πχ ο Ποσειδώνας γίνεται Άγιος Νικόλαος, κλπ). Υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς ήταν ελληνάρας, ο καρπός του έρωτα της Μαρίας με κάποιον Ελληνορωμαίο στρατιώτη ονόματι Πάνθηρα (παραθέτοντας κείμενα του Κέλσου και του Ιώσηπου). Παγαποντοπαγάνες αυτής της κατηγορίας προέρχονται κυρίως από τον ακροδεξιό χώρο (Πλεύρης, Γεωργαλάς, κα).

ΟΣΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΒΡΕ ΠΑΓΑΝΑ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΚΑΛΑ ΓΙΑ ΘΑ ΣΤΕΙΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΩΤΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΨΕΙ..... (Παραλήρημα αγριοχρίστιανου από Blog).

Φιλάτε ακόμη την ΕΙΚΟΝΑ της παναγρίας σας που μύρισε τον κρίνο; Ρινικός έρωτας δεν είναι αυτό; Μη μου πάθετε κανέναν έρπη από τα πολλά φιλήματα σε πανάγρια αιδοία, πόδια κλπ. Μα να φιλάτε και ψάρια; ΙΧΘΕΙΣ; Αυτό πια παραείναι ανωμαλία. Εμάς ρε αποκαλείτε παγάνες; Για δοκιμάστε να πηδήξετε την αφροδίτη. Θα σας στραβώσει το πέος από το μάρμαρο. Μία εικονίτσα όμως, της κάνουμε μία τρύπα στην στοματική κοιλότητα, μία στο κωλαράκι και άμα δεν μας κάνει το θαύμα της δίνουμε και καταλαβαίνει. Άμα δεν της άρεσε, θα μας έκανε τις χάρες. Αφού δεν μας τις κάνει, της αρέσει. Και θα φωνάζει ο έμπορος από κάτω με το τρίκυκλο: «Ο Ψ(ωλ)αράαααςςς. Ιχθείιιιιιςςς!!!!!!!!» (Παραλήρημα Παγάνα από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα θεμελιώδες, που όλο το γυροφέρνουμε (δες εδώ, εδώ και εδώ) αλλά δεν έχουμε ακόμη αναμετρηθεί μαζί του στα ίσα. Δεν είναι δα κι εύκολο. Πάμε όμως.

Εν αρχή η ετυμολογία: εκ του αγγλικού freak, με παρετυμολογική επίδραση του ελληνικού φρίκη (πρβλ και χτικιό).

1Α. Κατά Μπαμπίνο, φρικιό είναι «νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθως για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κλπ».

1Β. Κατά τον παρεμφερή - αλλά ολίγον πιο αλανιάρικο και πολιτικά χρωματισμένο ορισμό του λεξικού της μικρής Βικούλας, φρικιό είναι:

Άτομο που μη θέλοντας να συμβιβαστεί - από δική του επιλογή και με πλήρη (;) συναίσθηση του περιβάλλοντος χώρου - αποστασιοποιείται και αποφασίζει να ξεχωρίσει από το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο θεωρεί σαν σύνολο άβουλων ατόμων. Ντύνεται «διαφορετικά» και συμπεριφέρεται «διαφορετικά», για λόγους προσωπικής του ικανοποίησης ή για να αναπληρώσει ψυχολογικό κενό. Φυσιολογική κατάσταση που οφείλεται σε αντίδραση κατά του κατεστημένου.

Και στους δύο ανωτέρω ορισμούς, τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της προθετικότητας (intentionality). Ο όρος αναφέρεται στις προθέσεις του δημιουργού ενός (βασικά γραπτού) κειμένου, ποιός όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως και η φρικοειδής εμφάνιση / συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα είδος άγραφου Κειμένου, μέσω του οποίου το φρικο-υποκείμενο επικοινωνεί συγκεκριμένες - πλην νεφελώδεις - αντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις;

  1. Άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. Περιπτωσιολογία:

α. Σταφιδιασμένα γερόντια με χωρίς καθόλου δόντια, ή μ' εκείνες τις τεράστιες καμπούρες που είναι σαν να κάνει το σώμα ορθή γωνία. β. Σακάτηδες και λοιποί παραμορφωμένοι. Μπορεί να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ. Μπορεί τους έχουν κατεβάσει τη μάπα με άκουα φόρτε. Μπορεί να τους μάζεψε τα πόδια κανά τζετ σκι, όπως εκείνου του έρμου του Βασιλάκη Δοσούλα (που τώρα είναι μια χαρά το παλικαράκι). γ. Αυτοί που όταν ο Θεός έβρεχε ομορφιά, απλά κράταγαν ομπρέλα. δ. Χρήση του όρου για την περιγραφή πολύ άσχημης γκόμενας, θεωρείται μάλλον αδόκιμη και καταχρηστική, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα συνώνυμα.

  1. Άτομο γενικά κουλό, τόσο με την έννοια του ανίκανου, όσο κυρίως με την έννοια του περίεργου, του αλλόκοτου, του παράξενου, του sui generis, του ιδιότροπου, του υποχόνδριου, του μανιαμούνια, του απίθανου / ανύπαρκτου (με την κακή έννοια).
    Επίσης ο τυχοδιώκτης, ο άσωτος υιός, ο οτινανιστής, ο «όσα πάνε κι όσα έρθουν».

  2. Το μονόπλευρο, μονοδιάστατο άτομο. Άτομο που έχει φάει τρελή κόλλα με μια ορισμένη απασχόληση, η οποία τον έχει απορροφήσει σε βαθμό που να μην προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Συνήθως θεωρεί εαυτόν ως αυθεντία επί του θεμάτου, και ουδεμίαν αμφισβήτησιν των σχετικών του γνώσεων ανέχεται. Περιπτωσιολογία:

α. Techno(logy) freak. Πωρωμένος με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, υπολογιστές. Μιλά συνεχώς για pixel, blue-Ray, χωρητικότητα κλπ. Συνήθως είναι και γκατζετάκιας.
β. Internet freak. Υποκατηγορία του προηγούμενου.
γ. Gym freak. Όχι απαραίτητα μπιλντέρι. Μπορεί να είναι κι απ' αυτές τις κολωνακιώτισσες κυράτσες που ολημερίς τραβιούνται σε solarium, pilates, power yoga, power plate και λοιπές παπαριές. δ. Sea freak. Έχει αγοράσει ένα φουσκωτό της πλάκας και μας τα έχει πρήξει για το πόσο θαλασσόλυκος είναι (βλ. και σκαφάτος).
Και πολλά άλλα.

Σημείωση τέλους: όλες οι παραπάνω κατηγορίες φρικιών, επικοινωνούν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως μεταξύ τους. Πολύ συχνά ένα φρικιό εμπίπτει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες από αυτές.

Ασίστ: ΆΛΛΟΣ από Δημόσιο Πρόχειρο.

Δες Μηδικούς Πολέμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Εβραίοι, οι μεγάλοι νταβατζήδες της Μέσης Ανατολής και όλου του πλανήτη.

- Άκου ρε Μήτσο, τι είπε στις ειδήσεις, 2000 άμαχοι παλαιστίνιοι έπεσαν νεκροί μετά από βομβαρδισμούς Ισραηλινών.
- Γαμώ τον Δαβίδ τους, με τους κωλοσταυρόχριστους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified