Προφέρεται απνευστί και σημαίνει «τον πούστη, τον κερατά, τον ρουφιάνο».
- Έκανε λεφτά πουλώντας φοσμπά σε σχολεία στα διαλείμματα...
- Α τον που τον κε τον ρου!
Προφέρεται απνευστί και σημαίνει «τον πούστη, τον κερατά, τον ρουφιάνο».
- Έκανε λεφτά πουλώντας φοσμπά σε σχολεία στα διαλείμματα...
- Α τον που τον κε τον ρου!
Got a better definition? Add it!
Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).
Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.
Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.
Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).
Υβριστικά, επικριτικά:
Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.
Got a better definition? Add it!
Η προσβλητική έκφραση, η ύβρις, ο απαξιωτικός η μειωτικός χαρακτηρισμός, το πρόσβολο.
Συνώνυμα: Λόγια βαριά.
Got a better definition? Add it!
Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.
Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:
Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!
Κάπως έτσι.
1. Ερωτικά σκιρτήματα:
(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!
2. Πολιτική ανάλυσις:
- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν τον υπολογίζουμε.
- Σαν αρχηγός της ομάδας λέω να απέχουμε από τις προπονήσεις. Ο πρόεδρος έχει να μας πληρώσει κάνα τρίμηνο.
- Ρε Δημήτρη εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε. Κινδυνεύουμε να πέσουμε κατηγορία.
- Άσε ρε Μανωλάκη. Ποιος σε γαμάει εσένα; Δεξί πάγκο παίζεις.
- Παιδιά, λυπάμαι αλλά το club έχει γεμίσει απόψε.
- Καλά, εντάξει. Ποιος σε γαμάει εσένα; Φώναξέ μου τον Κώστα τον μετρ για να μη γίνουμε κώλος εδώ μέσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βρισιά, όπου εννοείται ότι η αξία αυτού προς τον οποίο απευθύνεται δεν είναι περισσότερη από ένα μέρος για να κρεμαστούν αρχίδια.
Το τάγκα, όταν το φοράει άντρας, μάλλον επειδή τότε οι όρχεις κρέμονται σε αστεία see-through θέα.
Η προέλευση της βρισιάς δεν είναι σαφής. Εφόσον χρησιμοποιηθεί εναντίον άντρα μπορεί να εννοεί ένα πέος που είναι τόσο άχρηστο, λ.χ. μικρό ή μαλακό, ώστε η μόνη του χρησιμότητα είναι να λειτουργεί ως κρεμάστρα για τους όρχεις, καθώς και τον φέροντα ένα τέτοιο πέος, συνεκδοχικά. Επίσης, θα μπορούσε να συσχετιστεί με όρους, όπως η αρχιδοχορεύτρα, αρχιδοπαλαίστρα κ.τ.ό., που σημαίνουν το περίνεο, ωστόσο δεν υπάρχουν διαδικτυκά ευρήματα με αυτήν την σημασία.
Ο ορισμός τροποποιήθηκε ύστερα από διάλογο στα σχόλια.
β. Κάνε μου μια χάρη, πήγαινε στο τόπικ της Αμαλίας που έχουν ανοίξει εδώ μέσα και άρχισε να μπινελικώνεις όλους αυτές τις μικροτσούτσουνες αρχιδοκρεμάστρες που φάγανε την κοπέλα (είδες ξερω κι εγώ μπινελίκια). (Εδώ).
γ. ti kaneis vouch mwrh arxidokremastra esy; (εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο σκεπτόμενος με το κάτω κεφάλι.
Μα καλά, ψωλόμυαλος είσαι μωρέ;
Got a better definition? Add it!
Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.
Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος είναι πολύ βλάκας.
Ρε το κοπανιαμέντο, κοίτα τι έκανε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άθλιος, ο απαίσιος, ο μισητός, γενικά το άτομο στο οποίο αξίζει η έκφραση «γαμώ το κέρατό σου».
Θα έρθω στο μαγαζί σου, γαμοκέρατε, και θα στο κάνω καλοκαιρινό!
Got a better definition? Add it!