Further tags

Σλανγκιά για τον πατερναλιστή.

Η πατερνάλα πάντα αντλεί την λεβεντιά / κυριαρχία της εξωγενώς, συχνά προβάλλοντας για άλλοθι την παλαιότητα ή κάποιο επινοημένο πολιτικό ή μεταφυσικό τοτέμ. Εγκάθετη ή αυτόχριστη, θέλει να αποφασίζει πριν από σένα για σένα, ακόμη κι αν εσύ διαφωνείς. Γιατί, τσσς, είσαι ένα αφελές παιδί, ανώριμο να διακρίνει το σωστό από το λάθος.

Παίζει και ως πατερνάλας.

Το παράδειγμα σκοπίμως δεν περιέχει το λήμμαν, μπας και ψαρέψω καμία στα σχόλια :Ρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμαν άκυρο και οξύμωρο εκ πρώτης όψεως, Ελβετός ναύαρχος και Αλβανός τουρίστας ένα πράμα.

Στην διεθνή ιστιογραφία παίζει ως εξής:

- Η χωρα ειναι στο ελεος μαχητικων ακτιβιστων που καθοδηγουνται απο διαφορες οργανωσεις της σκληρης αριστερας.Οι πιο γνωστες απ αυτες ειναι το κομμουνιστικο κομμα Ελλαδας (ΚΚΕ) και ο αναρχο-σταλινικος ΣΥΡΙΖΑ,ο οποιος αποτελειται απο τους οικοσοσιαλιστες,την ομαδα ΄'ροζα' της ριζοσπαστικης αριστερας καθως και την διεθνιστικη εργατικη αριστερα (ΔΕΑ)για να ανα-φερουμε μερικες.
(Τάκης Μίχας, εδώ)

- Η Δημοκρατική Συμμαχία καταδικάζει τη δολοφονική επίθεση των αναρχοσταλινικών κουκουλοφόρων εναντίον περιπολίας αστυνομικών στα Εξάρχεια.
(πρώην κόμμα ντορίτος, εκεί)

- Kαι μονο που τόλμησε και αρθρωσε την λεση αναρχοσταλινικοι,η κορη του Δρακουλα,αξιζει ενα Respect.
(σχολιασμός του ως άνω, παραπέρα)

- Γενικά η Κόντρα είναι ένα αριστερίστικο μόρφωμα το οποίο από την μια είναι φόλα σταλινικοί κι από την άλλη δεν αναγνωρίζουν ούτε την ανάγκη Κόμματος, είναι αντεκλογικοί κλπ. Αναρχοσταλίνες δλδ.
(συν-τροφικά μαχαιρώματα, παραδίπλα)

- Πάλαι ποτέ αναρχο-σταλίνες, υπέρμαχοι του ένοπλου, άνευ αιτίας, ουσίας και σημασίας. Κατά δήλωση τους τότε: 1987-1990: αναρχοσταλίνες Σήμερα: αναρχομετριοπαθείς
(ιντυμηδοανάλυση)

Απολαυστική εξαέρωση του φαινομένου.

(από Vrastaman, 25/09/12)Δημοκρατοσταλίνα! (από Khan, 14/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαούγκαλος και ανθηρόστομος Ελλαδιστανός κουραδόμαγκας. Συχνά χρησιμοποιείται από βάζελους σε βάρος γαυραίων.

Εκ της πειραϊκής τρούμπας, κι ότι αυτή συνεπάγεται.

Εναλλακτικά: τρουμπάτος.

- Ο Βαγγέλης [Μεϊμαράκης] όφειλε να απαντήσει με αγωγές, όχι να απειλεί τον Νίκο σαν τρουμπαίος!
(Τράγκας, Real FM, σήμερα)

- Ειναι κλασσικος σιχαμενος τρουμπαιος. Εχει διπλα του ολη τη βρωμα (...) Λαμογιες, πουστιες, ψευτομαγκιες μπας και τα προβατα τον ακολουθησουν... (εδώ)

- Μαλάκα καταντάς ανυπόφορος, γνήσιος τρουμπαίος και ας ζεις στην αλλοδαπή , δεν κάνεις κάτι για να αλλάξεις αλλά κατηγορείς εμάς ως κάφρους και όλο λάδι στη φωτιά ρίχνεις.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες χρήσεις του χατζηπαπάρα:

- Γειά σου ρε μπούλη Νικολάκη Χατζηπαπάρα που το παίζεις και εργοδότης...
(εδώ)

- δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η μεγάλη συναυλία που δίνει κάθε χρόνο ο ποιοτικός τραγουδιστής - ίνδαλμα της νεολαίας του νηπιαγωγείου, Μιχάλης Χατζηπαπάρας, στην Κουναβούπολη σήμερα το βράδυ κάτω από την ευγενική χορηγία της cosmote με την οποία έχουν ταυτιστεί χιλιάδες κοριτσάκια, καθώς βρίσκονται στα σύννεφα ψηλά με ένα cosmote τηλέφωνο αγκαλιά.
(εκεί)

- Διονύσης Σαββόπουλος. Πιο πολύ ΠΑΣΟΚ από τον Χατζηπαπάρα! Ανταμείψτε τον…
(χατζηπαπαραπέρα)

(από Vrastaman, 01/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέκωλο, στον υπερθετικό βαθμό.

- Τι ξέμουνο είναι αυτή η Ντίνα... είδες το μίνι που φόραγε προχτές;

Βλ. και ξεψώλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός έχει διπλή έννοια, ανάλογα με την ετυμολογική επιρροή της λέξης μπουζούκι:

1. O κεφάλας (περσική επιρροή)

Επί οθωμανικής περιόδου, ο μεγάλος ταμπουράς (με την τρύπα του ηχείου μπροστά), λόγω περσικής γλωσσικής επιρροής, λεγόταν bozorg (بزرگ ), που σημαίνει μεγάλο στα Περσικά (συνώνυμο του οθωμανικού büyük). Η λέξη ελληνοποιήθηκε ως μπουζούκι που σημαίνει μεγάλος ταμπουράς.

2. O ξεροκέφαλος, δηλ. ο έχων χαλασμένο κεφάλι (τούρκικη επιρροή)

Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν το μπουζούκι με το πιο κοντινό ηχητικά τουρκικό bozuk, που σημαίνει χαλασμένο, κατεστραμμένο. Είναι καταφανές πως αυτό δεν ισχύει, αφού το μπουζούκι ο μεγάλος ταμπουράς (bozorg-i) ήταν και είναι μια χαρά κουρδισμένο και αγαπημένο όργανο, ο οποίο ουδείς θεωρούσε χαλασμένο. Άπειρες φωτογραφίες και παλαιές γκραβούρες βεβαιώνουν του λόγου το αληθές με απλή πληκτρολόγηση στο γούγλοεικόνες. Βλ. επίσης μελέτες των Νίκου Φρονιμόπουλου (επισκεύασε τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη), Ηλ. Πετρόπουλου, Δημ. Σταθακόπουλου και τόσων άλλων.

Ιστορική περέκβαση: το μπουζούκι ανήκει στην αρχαία οικογένεια των Πανδουροϊδών εγχόρδων οργάνων της ανατολικής μεσογείου, που στο διάβα των αιώνων είχε τα ονόματα: πανδουρίς ή τρίχορδον, φάνδουρος, ταμπούρα, ταμπουράς (π.χ του Ρήγα Φεραίου και του Μακρυγιάννη) και πολλά άλλα ονόματα ανάλογα το μέγεθος, τις χορδές, το κούρδισμα και το μέρος που το έπαιζαν ( π.χ bulgari, dort teli, iki teli, cura, baglama, saz, liogari κ.λ.π.) Τέλος, το αμερικάνικης προέλευσης μπουζούκι που χρησιμοποίησαν οι ρεμπέτες αποτελεί υβρίδιο κατασκευής μάλλον του Επ. Σταθόπουλου που πάντρεψε στις ΗΠΑ, τον παλιότερο παραδοσιακό μπουζουκοταμπουρά με το μαντολίνο και έβγαλε ένα νέο όργανο/ υβρίδιο, το τρίχορδο ρεμπέτικο μπουζούκι με τάστα και μηχανικά κλειδιά/γρανάζια που πια δεν ήταν απλός μπουζουκοταμπουράς, αλλά συγκερασμένο όργανο. Κάτι που έγινε και λίγο αργότερα (κατ' άλλους παράλληλα) και με το 4χορδο μπουζούκι.

  1. Περσικό:
    - Μπαμπά, μπαμπά, έχω μεγάλο κεφάλι, μπουχουχού... [μπαμπάς χαϊδεύει επιφάνεια γκλάβας υιού με μεγάλες κυκλικές κινήσεις] - Τσώπα, τσώπα τώλα, μικρέ μου μπουζουκοκέφαλε!

  2. Οθωμανικό:
    - Άντε ρε μπουζουκοκέφαλε! Ξεροκέφαλε και κατεστραμμένε άνθρωπε!

(από Vrastaman, 03/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.

Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...

Σύγκρινε: πουθενάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπων που συχνάζουν σε κωλόμπαρα ή/και σεργιανίζουν τη νύχτα, καταφεύγοντας στον αγοραίο έρωτα. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για ανθρώπους γλοιώδεις που δε συμπαθούμε.

Τον ξέρεις το Μάκη; Μεγάλος κωλομπαράς. Όλα τα λεφτά του εκεί τα τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάριν πληρότητας του σαητόστ, πέον να καταγραφεί η σχετικά νεόκοπη και ολοένα αυξανόμενη χρήση του αρσενικού γένους ουσιαστικού μαλάκας μεταξύ γυναικών, με το ίδιο πνεύμα που προσάπτεται και σε όσους κατουράν όρθιοι.

Ο τσαχπινιάρικος για ορισμένους και εξεζητημένος κατ άλλους εξανδρογυνισμός της δημοφιλέστερης ελληνικής σλανγκιάς έβα ήρθε για να καλύψει ένα υπαρκτό κενό: το θηλυκού γένους μαλάκω πέφτει πολύ βαρύ για να χρησιμοποιείται ως πασπαρτού φιλοφρόνηση (τόσο με την καλή όσο και με την ηπίως κακή έννοια).

- παίδες πείτε με μαλάκα, όμως δεν αντέχω άλλο και δεν δέχομαι το ναρκισσιστικό - εθνικιστικό επιχείρημα ότι όλη η Ευρώπη και όλος ο δυτικός κόσμος είναι εναντίον της χώρας μας.
(ironick, εδώ)

- ψάχνοντας κάτι άλλο σκόνταψα στο παρόν λήμμα και σκέφτηκα πόσο μαλάκας είμαι που δεν το έψαξα όταν έγραφα τον σεκιουριτά για να βάλω λιγκ προς τα δω :DDD (salina, εκεί)

- έλα ρε μαλάκα Κατερίνα
(σχόλιο Πανκελῆ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ελλάδα ως τόπος υποτέλειας, (νεο-)ραγιαδισμού, νέας αποικιοκρατίας, ενδοτισμού και μειοδοσίας σε εθνικά θέματα. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ελληνάρες και e-λληνάρες, αλλά και άλλους που ασκούν κριτική στο ξεμνημούνιασμα της Ελλαδούλας. Εκ του τουρκικού raya, που σήμαινε τον χριστιανό υπήκοο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και κατ' επέκταση κάποιον με δουλοπρεπή στάση, και του συνηθέστατου σε εθνικούς αυτοφαυλισμούς -στάν.

  1. Merkel: Θέλουμε την Ελλάδα να σταθεί γρήγορα στα πόδια της. Ως 17ο ομοσπονδιακό αποικιακό ραγιαδισταν τις Γερμανίας. (εδώ)

  2. Σ' ένα σοβαρό κράτος, κι όχι σ' ένα λεηλατημένο και ξεπουλημένο μπουρδέλο όπως το ραγιαδιστάν.
    Στο ραγιαδιστάν δεν μας φτάνει μόνο το γελοίο και παντελώς ανίκανο κράτος, δεν μας φτάνουν τα πουλητάρια που εμείς οι ίδιοι «νομιμοποιούμε» για να μας καταδυναστεύουν, έχουμε από πάνω και τις ορδές των ανεγκέφαλων για να παίζουν τον ρόλο μιας ιδιότυπης Κου Κλουξ Κλαν, η οποία, όπως συμβαίνει με όλα τα ελληνικά καραγκιοζιλίκια, αν και ουσιαστικά γελοία, παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη απ' όλες τις απόψεις. (εδώ)

  3. Ραγιαδιστάν- Αυνανιστάν: Εθνικός Ύμνος. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified