Ο Λάκης, ο λεμές, ο λιλίκος, κοινώς ο φλώρος.
Ο βλάχος ο μεγάλος, ο μπουρτζόβλαχος.
- Πού 'σαι ρε χοβλά; (ή χοβλί)
- Πούς α χοβλά;
Ο Λάκης, ο λεμές, ο λιλίκος, κοινώς ο φλώρος.
Ο βλάχος ο μεγάλος, ο μπουρτζόβλαχος.
- Πού 'σαι ρε χοβλά; (ή χοβλί)
- Πούς α χοβλά;
Got a better definition? Add it!
Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.
Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.
Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.
Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.
- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ελληνογαλλική συμμαχική λέξη: κωλόπαιδο. Κώλος + enfant (= παιδί), ήτοι το εκ του αφεδρώνος τεχθέν (μεταφορικώς) ή συλληφθέν (κυριολεκτικώς) παιδί, δια της μεθόδου του μπα(ν)τανά (βλ. λήμματα: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα, πινέλο).
Μπινελίκι εισαγωγής, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον επί της δεύτερης καραμανλοκρατίας, δώρο του Ντεστέν στο «φρύδια», που την κουβάλησε στον διπλωματικό του σάκο μαζί με τη δημοκρατία, κάτι μιράζ και υποσχέσεις εισδοχής στην Ε.Ο.Κ.
Αποπνέει μια δροσερή εξωτική εσάνς και φοριέται και στο δεξί σαν κόσμημα, με παρασόλι και αποικιακή κάσκα.
- Τσιμπάει μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει. Φύγε απο δώ βρέ κωλανφάν και μου διώχνεις τα ψάρια!
Got a better definition? Add it!
Η μεγάλη και παγκόσμια πουστιά. Ενδεχομένως σε τοπικές διαλέκτους να σημαίνει και το μακελάρισμα, δηλαδή το μεγάλο μακελειό.
Επίσης κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει και τα πανιά για το μουνί.
Αλλά σαν σχήμα μεταφορικού λόγου σίγουρα θα εννοήσουμε την σερβιέτα.
Προσπαθώντας να βρω λύση για το πρόβλημα, κοίτα τι μουνοπανιά ανακάλυψα!
Got a better definition? Add it!
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη που απαντά στον ελληνικό προφορικό λόγο με τη μεγαλύτερη συχνότητα είναι η λέξη μαλάκας και τα παράγωγά του. Το slang.gr έχουν κοσμήσει πλήθος σλανγκιστές με εκτενή λημματογραφία σχετικά με τον όρο, ενώ υπάρχουν και καλές καταγραφές ρέοντος λόγου που φανερώνουν ότι η πληθωριστική χρήση του είναι χαρακτηριστική speech acts με κύρια λειτουργία την πλήρη απίσχνανση του νοήματος, κι ενδεχομένως έπειτα την αναστολή της περαιτέρω γλωσσικής συνδιαλλαγής είτε με την την ανάληψη μη γλωσσικής δράσης είτε με την πλήρη διακοπή της διαντίδρασης.
Λ.χ. δες της ironick το
[I]- Ασταδγιάλα ρε μαλάκα [...]! Μαλάκα, ε μαλάκα!
- Ποιον είπες μαλάκα ρε μαλάκα;
- Εσένα είπα μαλάκα!
- Εγώ μαλάκας; Συ μαλάκας! Μαλάκας με κεφαλαίο κιόλας! ...που θα με πεις εμένα μαλάκα...[/I]
και το του γράφοντος
[I]- Ε, είσαι μαλάκας
- Όχι, εσύ είσαι μαλάκας...
- Εσύ είσαι μαλάκας
- Ε, είσαι μαλάκας.....[/I]
(λούπα).
Τα παραπάνω απ' το θεμελιακό λήμμα Συ Μαλάκας)
Υπάρχει κάτι περισσότερο να ειπωθεί σχετικά με το μαλάκα; Και για να το πούμε αλλιώς: υπάρχει κάτι που μπορείς να πεις μετά το μαλάκα; Ασφαλώς ένα σωρό ύβρεις: ωστόσο, τι κάνει το «μαλάκα» τόσο εμβληματικό, κεντρομόλο, οριακό (βλ. και το «μα με είπε μαλάκα!»). Ώστε να μπορούμε να υποστηρίξουμε ίσως χωρίς να ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι τι ακριβώς εννοούμε και με μια δόση τσάμπα μεταμοντερνιάς ότι μετά το «μαλάκα» δεν υπάρχει τίποτα, δλδ. «μετά το μαλάκα, όλα τ΄άλλα είναι μαλακίες»;
Δε θα επεκταθούμε. Θα σημειώσουμε μόνο ότι παρά την τεράστια παρουσία του μαλάκα στον προφορικό λόγο, η ίδια η λέξη δεν έχει έντονη χρήση στα ενδεικτικά για τη δημοφιλία ενός όρου παιδικά αλλά όχι μόνο στιχουργήματα υβριστικών ανταπαντήσεων που έχουν επιμελώς καταγραφεί στα λήμματα: σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι, σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις, και Αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος... Αν δεν γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος.
Μόνο δύο περιπτώσεις ξέρω εγώ, τα:
- Μαλάκα!
- σε γαμώ και σπάω πλάκα... (Δείτε σωποδήποτε το μήδι)
και
- μαλάκα!
- πάρ' τον πούτσο μου και γλάκα! (από Χανιά αυτό).
Ξέρετε εσείς άλλα;
- Μαλάκα, άμ' ανεβώ απάνω...
- Ποιανού το λέει;
- Εσένα το λέει...
- Σε γαμώ και σπάω πλάκα!
(είπαμε, δείτε το βίντεο, γι΄αυτό το γράψαμε το σεντόνι, μην κρυβόμαστε).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά αδύνατος. Αυτός που έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Αυτός που η κοιλιά του έχει κολλήσει στην πλάτη του. Ο απ' τα κόκαλα βγαλμένος. Αυτός που του μετράς τα παΐδια ένα-ένα. Αυτός που τον παίρνει ο αέρας. Αυτός που δεν θα χρειαστεί ποτέ του να βγάλει ακτινογραφία (και να φάει και την ακτινοβόλα), διότι είναι ακτινογραφία από μόνος του.
Η έκφραση μπορεί άνετα πλέον να χαρακτηρισθεί κλασική. Χρησιμοποιήθηκε καθ' υπερβολήν, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, από απελπισμένες μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδάκια τους μ' ένα πιάτο και μ' ένα κουτάλι, προσπαθώντας να τα μπουκώσουν με το στανιό.
- Φάε αγοράκι μου, δε βλέπεις πως έχεις γίνει, μισός έμεινες, σαν τρίο καρό, σαν παιδί της Μπιάφρας, αμάν πια μ' έσκασες την καψερή...
Το φαινόμενο του μπουκώματος των παιδιώνε με το ζόρι, συναντάται βεβαίως σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στο Ελλάδα πήρε ωστόσο διαστάσεις επιδημίας, δεδομένου και του κατοχικού συνδρόμου που μας δέρνει συλλογικά ως λαό.
Για την εποχή που μιλάμε, ο πανικός των μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων για το αν θα φάει ο κανακάρης τους, είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Αιτία, οι εικόνες φρίκης που μας σέρβιραν απ' τη μακρινή Νιγηρία, όπου στα 1967-1970 μαινόταν ο φοβερός Εμφύλιος. Η επαρχία της Μπιάφρα αποσχίστηκε από τη Νιγηρία κι αμέσως ξέσπασε μια άγρια σύγκρουση, τυπική για τη μεταποικιακή περίοδο της Αφρικής, απότοκο των βαθιών εθνοτικών διαιρέσεων. Αποστεωμένα παιδάκια, σαν σκελετοί, με τις χαρακτηριστικές τουμπανιασμένες κοιλιές λόγω του υποσιτισμού, της έλλειψης πρωτεϊνών και ειδικών ενζύμων. Ανείπωτη φρικαλεότητα, που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη.
Οι φρικαρισμένες μανούλες, προσπαθούσαν να μεταδώσουν τον τρόμο στα βλαστάρια τους, μήπως κι αυτά φιλοτιμηθούν και βάλουν καμιά μπουκιά στο στόμα τους.
Αν και εστίαζε στα ανυπάκουα παιδιά, άλλες χρήσεις της έκφρασης δεν αποκλείονταν.
- Τι του βρήκες κόρη μου αυτουνού του Γιώργου; Μισοριξιά είναι, δεν τον θωρείς, σαν παιδί της Μπιάφρα. Δε φαίνεται να 'χει ψυχή μέσα του...
Την σήμερον, η νέα γενιά αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τα περί Μπιάφρας και των παιδιών της. Yπάρχει όμως το πολύ πρόσφατο Νταρφούρ, μια άλλη ανθρωπιστική καταστροφή με παρόμοια αποτελέσματα, το οποίο γνωρίζουν όσοι ανοίγουν που και που καμιά εφημερίδα. Έτσι, η σλανγκιά γίνεται updated: όταν θέλουμε να κράξουμε κάποιον ως πολύ αδύνατο, τον λέμε Νταρφούρ (αν και η έκφραση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο η πρόγονός της).
- Τι σ' αρέσει βρε μαλάκα απ' αυτήν; Νεκρόφιλος είσαι; Αυτή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει... Σκουπόξυλο σε λέω, παιδί της Μπιάφρας, Νταρφούρ και δε συμμαζεύεται..
Νταρφούρ λέμε σκωπτικά και τις μοντέλες που πάσχουν από Νευρική Ανορεξία κι έτς.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο αδύναμος, αδύνατος και κακομοίρης στην όψη άνθρωπος. Εκείνος που μοιάζει σα να πάσχει από χτικιό (δηλαδή φυματίωση) χωρίς όμως να πάσχει βέβαια από κάτι...
- Έλα, να χωριστούμε σε ομάδες να παίξουμε μπάσκετ δύο δύο.
- Εγώ θα πάρω το Σταύρο και συ πάρε το Λάκη.
- Έλα τώρα μωρέ... Πάλι το μπασμένο το χτικίτα θα πάρω εγώ;
Got a better definition? Add it!
Λήμμα θεμελιώδες, που όλο το γυροφέρνουμε (δες εδώ, εδώ και εδώ) αλλά δεν έχουμε ακόμη αναμετρηθεί μαζί του στα ίσα. Δεν είναι δα κι εύκολο. Πάμε όμως.
Εν αρχή η ετυμολογία: εκ του αγγλικού freak, με παρετυμολογική επίδραση του ελληνικού φρίκη (πρβλ και χτικιό).
1Α. Κατά Μπαμπίνο, φρικιό είναι «νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθως για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κλπ».
1Β. Κατά τον παρεμφερή - αλλά ολίγον πιο αλανιάρικο και πολιτικά χρωματισμένο ορισμό του λεξικού της μικρής Βικούλας, φρικιό είναι:
Άτομο που μη θέλοντας να συμβιβαστεί - από δική του επιλογή και με πλήρη (;) συναίσθηση του περιβάλλοντος χώρου - αποστασιοποιείται και αποφασίζει να ξεχωρίσει από το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο θεωρεί σαν σύνολο άβουλων ατόμων. Ντύνεται «διαφορετικά» και συμπεριφέρεται «διαφορετικά», για λόγους προσωπικής του ικανοποίησης ή για να αναπληρώσει ψυχολογικό κενό. Φυσιολογική κατάσταση που οφείλεται σε αντίδραση κατά του κατεστημένου.
Και στους δύο ανωτέρω ορισμούς, τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της προθετικότητας (intentionality). Ο όρος αναφέρεται στις προθέσεις του δημιουργού ενός (βασικά γραπτού) κειμένου, ποιός όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως και η φρικοειδής εμφάνιση / συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα είδος άγραφου Κειμένου, μέσω του οποίου το φρικο-υποκείμενο επικοινωνεί συγκεκριμένες - πλην νεφελώδεις - αντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις;
α. Σταφιδιασμένα γερόντια με χωρίς καθόλου δόντια, ή μ' εκείνες τις τεράστιες καμπούρες που είναι σαν να κάνει το σώμα ορθή γωνία. β. Σακάτηδες και λοιποί παραμορφωμένοι. Μπορεί να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ. Μπορεί τους έχουν κατεβάσει τη μάπα με άκουα φόρτε. Μπορεί να τους μάζεψε τα πόδια κανά τζετ σκι, όπως εκείνου του έρμου του Βασιλάκη Δοσούλα (που τώρα είναι μια χαρά το παλικαράκι). γ. Αυτοί που όταν ο Θεός έβρεχε ομορφιά, απλά κράταγαν ομπρέλα. δ. Χρήση του όρου για την περιγραφή πολύ άσχημης γκόμενας, θεωρείται μάλλον αδόκιμη και καταχρηστική, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα συνώνυμα.
Άτομο γενικά κουλό, τόσο με την έννοια του ανίκανου, όσο κυρίως με την έννοια του περίεργου, του αλλόκοτου, του παράξενου, του sui generis, του ιδιότροπου, του υποχόνδριου, του μανιαμούνια, του απίθανου / ανύπαρκτου (με την κακή έννοια).
Επίσης ο τυχοδιώκτης, ο άσωτος υιός, ο οτινανιστής, ο «όσα πάνε κι όσα έρθουν».
Το μονόπλευρο, μονοδιάστατο άτομο. Άτομο που έχει φάει τρελή κόλλα με μια ορισμένη απασχόληση, η οποία τον έχει απορροφήσει σε βαθμό που να μην προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Συνήθως θεωρεί εαυτόν ως αυθεντία επί του θεμάτου, και ουδεμίαν αμφισβήτησιν των σχετικών του γνώσεων ανέχεται. Περιπτωσιολογία:
α. Techno(logy) freak. Πωρωμένος με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, υπολογιστές. Μιλά συνεχώς για pixel, blue-Ray, χωρητικότητα κλπ. Συνήθως είναι και γκατζετάκιας.
β. Internet freak. Υποκατηγορία του προηγούμενου.
γ. Gym freak. Όχι απαραίτητα μπιλντέρι. Μπορεί να είναι κι απ' αυτές τις κολωνακιώτισσες κυράτσες που ολημερίς τραβιούνται σε solarium, pilates, power yoga, power plate και λοιπές παπαριές.
δ. Sea freak. Έχει αγοράσει ένα φουσκωτό της πλάκας και μας τα έχει πρήξει για το πόσο θαλασσόλυκος είναι (βλ. και σκαφάτος).
Και πολλά άλλα.
Σημείωση τέλους: όλες οι παραπάνω κατηγορίες φρικιών, επικοινωνούν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως μεταξύ τους. Πολύ συχνά ένα φρικιό εμπίπτει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες από αυτές.
Ασίστ: ΆΛΛΟΣ από Δημόσιο Πρόχειρο.
Δες Μηδικούς Πολέμους.
Got a better definition? Add it!
Κατηγόρημα που προσδίδει γενικά αρνητική έννοια σε κάθε πνευματική δραστηριότητα του υποκειμένου (και μάλλον υποδηλώνει την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε εγκεφαλικής λειτουργίας, καθώς αυτή έχει πλέον σαπίσει από την ανορθόδοξη χρήση).
Μπορεί να εμπεριέχει σημασιολογικά την ιδιότητα του καμένου, του φεύγα, του τρίπιου και γενικώς αυτού που έχει κάψει όλες τις φλάντζες και συμπεριφέρεται απροσδιόριστα, ακατάληπτα και ανεξέλεγκτα, ήτοι δεν ξέρει τι κάνει.
Ρε συ Μήτσο, πώς συνέδεσες έτσι την μπαταρία, τα καλώδια είναι ανάποδα... Πόσο σάπιος είσαι, γαμώ την τρέλα μου;»
Ρε συ, δες τι κάνει ο σάπιος, ... έχει ξαπλώσει μέσα στο συντριβάνι...
Got a better definition? Add it!
Μπότσα: κατ' αρχήν ο όρος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τον όρο σάπια ή με τον όρο πατσαβούρα.
Πρόκειται για ιδιαίτερης ασχήμιας αδύνατη κοπέλα. Τις περισσότερες φορές είναι άκωλη, ψηλή, με πολύ γαμψή μύτη και γουρλωτά μάτια. Η μόνη ομοιότητα της με την σάπια είναι η πεποίθησή της ότι είναι μουνάρα (κρατούσα άποψη).
Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει, μεμονωμένα όμως, ότι η μπότσα, εκτός από όλα τα ανωτέρω, είναι και κακοντυμένη.
- Δυνατό μουνί η ξένια. Ψηλή και κρεβατογεμίστρα.
- Ίσα ρε η άκωλη. Άμα βγάλει και τον μπαζοκρύφτη από την μούρη της θα δεις τι μπότσα είναι.
Got a better definition? Add it!