- Γουστάρεις ρε άρρωστη;
- Καλά να πάθεις.
(προφανώς πορνογραφικής προέλευσης.)
- Κι άλλο μωρή. Τσούζει τώρα Σούζη, τσούζει;
- Τσούζει Σούζη; Σ' τά 'λεγα εγώ. Δεν θες να μ' ακούσεις...
(προφανώς πορνογραφικής προέλευσης.)
- Κι άλλο μωρή. Τσούζει τώρα Σούζη, τσούζει;
- Τσούζει Σούζη; Σ' τά 'λεγα εγώ. Δεν θες να μ' ακούσεις...
Η προέλευση της φράσης είναι μάλλον το παλιό (αντιγραφή, κλασικά) rock'n'roll τραγούδι του Καρβέλα Σούζη τσούζει, από τον δίσκο «Τσούζει»... Ιδού και το link για τους στίχους...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συμπλήρωμα της φράσης «Μια το ένα μια το άλλο...». Το λέμε για να εμποδίσουμε τον συνομιλητή μας να συνεχίσει αυτό που λέει.
- Αμάν πια, δεν μπορώ, βαρέθηκα... Μια το ένα, μια το άλλο...
- ... κάτσε τώρα να στη βάλω...
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Εγώ το ξέρω ως «είπες τό 'να είπες τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω».
Επίσης είναι και το «της θάλασσας τα κύματα χτυπάνε βράχο-βράχο, κι όλες τις μαλακίες σου στ' αρχίδια μου τις γράφω».
- Και που λες Μανούσο, ο Κοβάσεβιτς είναι παιχτρόνα μεγάλης κλάσης, απλά δεν έχει δέσει το γλυκό με τους συμπαίχτες του...
- Ε γαμώ και σένα και τον Ολυμπιακό σου πια... Δεν αντέχω άλλο ρε συ, είπες τό 'να είπες τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω ρε αμπλιαούμπλια!!
Got a better definition? Add it!
Το κοινό τροπικό επίρρημα έτσι και το μάλλον κοινό πήλινο σκεύος γιουβέτσι -και το νοστιμότατο φαγητό που παρασκευάζεται μέσα σ' αυτό- δεν έχουν καμία σχέση, πέραν της ομοιοκαταληξίας. Αλλά, η ομοιοκαταληξία αυτή ήταν αρκετή για να φέρει τις λεξούλες κοντά και να τις κάνει τη σύγχρονη εκδοχή του «ήξεις - αφήξεις».
Το έτσι και το γιουβέτσι συνδυάζονται σε τρεις κυρίως εκφράσεις που έχουν μεταξύ τους λεπτές νοηματικές διαφορές.
Η έκφραση «μια έτσι, μια γιουβέτσι» σημαίνει «μια ζεστό, μια κρύο» -κάτι σαν σκοτσέζικο ντους- και χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις και άτομα ευμετάβλητα και απρόβλεπτα.
Η έκφραση και έτσι και γιουβέτσι δηλώνει, συνήθως, κάποιον που θέλει να τα 'χει καλά και με τη μια μεριά και με την άλλη, λέει πράγματα που νομίζει ότι θα ικανοποιήσουν αμφοτέρους και, φυσικά, αντιφάσκει.
Σπανιότερα λέγεται και το ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι για να περιγράψει κάτι μεσοβέζικο που προσπαθεί να τα κάνει όλα και καταλήγει να μην κάνει τίποτα καλά.
Όπως ξέρουν οι “τακτικοί αναγνώστες” (χα, χα, χα… μ’ άρεσε αυτή η έκφραση “κονσέρβα”), ετούτο το blog είναι, “μία έτσι, μία γκιουβέτσι”. Πάνω που πας να πεις, “σοβαρός άνθρωπος αυτός ο Παραμυθάς”, σου ανάβει κάτι τύπου, “τρία πουλάκια κάθονται” και αλλάζεις γνώμη. (Από blog)
- Δεν μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει. Μια έτσι, μια γιουβέτσι.
- Ναι, ρε γαμώτο, το ξέρω. Και δεν μπορώ με τίποτα τους ανθρώπους είπα-ξείπα, ήξεις-αφήξεις, έτσι-γιουβέτσι.
Υποσχέθηκε «σκληρή αντιπολίτευση προς τον κ. Ψωμιάδη», τον οποίο επέκρινε για την τακτική με την οποία πολιτεύεται, τακτική «κι έτσι και γκιουβέτσι», όπως είπε. (Δηλώσεις Β. Πατουλίδου, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 22/12/06)
Στα τεχνικά χαρακτηριστικά του πάντως, το Accupower αναφέρει ότι δίνει τροποποιημένη ημιτονοειδή κυματομορφή, από ότι ξέρω είναι μια νέα ενδιάμεση μπάσταρδη κατάσταση, ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι, ούτε καθαρά τετράγωνη μορφή αλλά ούτε και καθαρά ημιτονοειδή μορφή. (Από το avsite.gr)
Βλ. και: ...κι έτσι., έτσι, έτσι!, ετς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο λαγοπόδαρος, αυτός που το βάζει γρήγορα στα πόδια, ο εξαφανιζόλ εν ριπή οφθαλμού, ο τιγκανά σε κλάσμα δευτερολέπτου. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του γνωστού ολυμπιονίκη Αιθίοπα δρομέα Said Auita, πόσο δε μάλλον λόγω και της ακουστικής ομοιότητας με την σαΐτα, συνώνυμης της ταχύτητας.
- Ο μαλάκας το παίζει μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και πήγε να την πέσει στην Ελένη που ξέρει ότι είναι δικιά μου. Με το που σκάω μύτη όμως, σαΐτα ουίτα ο δικός σου!
Got a better definition? Add it!
Μνημειώδης φράση που αποδίδεται στον Θεό της αθλητικής δημοσιογραφίας Γιώργο Γεωργίου.
(Γεωργίου): Αν σου πω σε ποιανού παίχτη το στυλ μοιάζει ο Μπερμούντες, δεν θα το πιστέψεις.
(Τηλεθεατής): Για πες
(Γεωργίου): Του Αγγίρε!
(Τηλεθεατής): Αχα
(Γεωργίου): Άρα χάριν του βασιλικού, ποτίζεται κ' η γλάστρα, τα παπάρια μου κλάστα.
Got a better definition? Add it!
Ιστορική φράση του Λιακόπουλου, ο οποίος διαφήμιζε ένα πακέτο με κάμποσα βιβλία του καθηγητή Άγγελου Σακέτου, μέσα στα οποία κρυβόταν η πάσα αλήθεια και το μυστικό του σύμπαντος, στην προνομιακή τιμή των 150 Ευρώ, - τι είναι 150 Ευρώ μπροστά στην κατοχή του νοήματος της ζωής; Έτσι όπως το 'λεγε βέβαια, έμοιαζε σαν να σου δίνει αυτοπροσώπως τον Σακέτο κλεισμένο σε κανά πακέτο, αν και, εδώ που τα λέμε, με τέτοια μούρλα που κουβαλούν, ένα τέτοιο κλείσιμο και τους χρειάζεται.
Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει το δώσε και μένα μπάρμπα, το Σακέτο σε πακέτο, σαν να λέμε Μόνικα Μπελούτσι, Σαρλίζ Θέρον και Αντριάνα Σκλεναρίκοβα στο πιάτο σου. Επίσης για κόλπα που πιάνουν στους Απόγονους των Αφελίμ, οι οποίοι δίνουν τα λεφτουδάκια τους όχι μεν για γουρούνι στο σακκί, αλλά για Σακέτο σε πακέτο, που μπορεί να τους βγει και πιο ακριβός και άχρηστος. Με λίγα λόγια οι Αφελίμ τρώνε πακέτο, για να γίνει ο Σακέτος πακέτος, κι ακόμη παραπάνω βέβαια ο Λιακό!
Μένιος: Το κλείσαμε το ραντεβού.
Γιώργος: Και ποιοι θα είναι;
Μένιος: Ε, να! Λίλιαν, Λάουρα, Μαριλού και Δεβώρρα.
Γιώργος: Μαλάακα! Σακέτο σε πακέτο, δηλαδή, ε;
(από φόρουμ):
παρ όλο που δεν εχω χρόνο να χέσω… οχι να γράφω σχόλια … το πόνημά σου είναι αντάξιο ενός ντα μπράουν, ενός ποπάυ, ενός Σακέτου σε πακέτο… μας συγκινήσατε! +χωστουςφυλακητουςσιωνιστές.
(από φόρουμ):
Ο καιρός όχι μόνον είναι κοντά αλλά έχει έρθει σχεδόν, είναι κρύος και προβλέπεται μεγάλο πακέτο-σακέτο χιονοπτώσεων και βροχής αστέρων σε σχήμα κοσμοσφαίρας.
(από φόρουμ):
είναι κρίμα να ακούγονται αιρετικές αντιλήψεις μέρες που είναι και σας παραπέμπω στο βαρύ πακέτο με το Σακέτο προκειμενου να φύγετε από το σκότος.
Got a better definition? Add it!
Μάλλον το πιο κλασικό δίπολο στην ελληνική καθομιλουμένη για την έκφραση της αντίθεσης μεταξύ ανθρώπων, συμπεριφορών, αντικειμένων κ.λπ. υψηλής κοινωνίας και χαμηλών στρωμάτων αντίστοιχα.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η φράση αυτή μέσα από τη μεγάλη της διάδοση επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα εμβληματική για την ταξική διαφοροποίηση είναι η ακραία αντίστιξη ανάμεσα στη μπουρζουαζία ως μεγαλοαστική τάξη και το προλεταριάτο ως λούμπεν προλεταριάτο. Πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι το υποκείμενο που χρησιμοποιεί αυτή τη φράση και είναι υπεύθυνο για την κυριαρχία της είναι η πλειοψηφούσα μικροαστική τάξη .
Αλλά μπορεί και να είναι απλά επειδή κάνει ωραία ομοιοκαταληξία.
Το σαλόνι ως οικιακός χώρος ήταν παραδοσιακά δείγμα πλούτου (και στην Ελλάδα μέχρι και τη διάδοση της αρχιτεκτονικής του αστικού διαμερίσματος μόνο τα πλούσια σπίτια είχαν σαλόνι - στην Αγγλία για τον ίδιο λόγο οι pubs θυμίζουν δημόσια living room, καθώς οι εργάτες άνδρες πήγαιναν εκεί για να γλυτώσουν λίγο από τις οικογένειές τους).
Το λιμάνι δε ήταν ανέκαθεν ζώνη του υποκόσμου, παράδεισοι προστυχιάς, καταχρήσεων και παραβάσεων, που την κατοικούσαν οι του λιμανιού, πουτάνες, ναύτες, χαμάληδες, μικροαπατεώνες, χασομέρηδες κ.λπ., με μια λέξη λιμανόβιοι/ες.
Απ' όλα τα λιμάνια, θα μου επιτρέψετε να μνημονεύσω το παλιό λιμάνι των Χανίων, γνωστό και με το ενετικό του όνομα λιμάνι Κολόμπο. Οι κάτοικοι της γειτονιάς, Κολομπίτες και Κολομπίτισσες είχαν την κακή φήμη ότι ήταν... του λιμανιού - όχι όμως και τη χειρότερη φήμη, την οποία την είχαν οι Κουμ-Καπιώτες/ίτισες (το θηλυκό ήταν περίπου συνώνυμο της πουτάνας) κάτοικοι μιας άλλης γειτονιάς. Οι Κολομπίτες είχαν μάλιστα και τη δική τους slang, τα Κολομπίτικα, δυστυχώς όμως δεν ξέρω περισσότερα αλλά επιφυλάσσομαι.
- Κύριοι, σας εκτιμώ βαθύτατα, διότι είστε και του σαλονιού, και του λιμανιού.
Με αυτή τη φράση ένας παλαιάς κοπής μπάρμαν στην Θεσ/νίκη των early 90s εκαληνύχτιζε την παρέα εκλεπτυσμένων κάφρων φοιτητών, που σύχναζαν στο ναό του.
Θα μπορούσε ίσως να είχε πει και τη φράση Άντε γαμηθείτε μαντάμ! διότι ήτο ωραίος και λαϊκός, καθώς μου λένε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στιχάκι που υποδηλώνει πόσο έχει εξευτελιστεί το γούστο τον σημερινών κορασίδων, που αντίς για τους αρρενωπούς παλίκαρους σαν και το γράφοντα, προτιμούν τους θηλυπρεπείς τζιτζιφιόγκους που φέρουν την ξενόφερτη επωνυμία trendy.
- Καλά τι στο μπούτσο; Ποιος είναι αυτός ο μπάμιας με τις ανταύγειες που χουφτώνει τη Λίλιαν;
- Άσε ρε φίλε, δεν το ξέρεις; Τον άντρα παλιά τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι.
Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντυς, τρέντι, τρέντουλo
Got a better definition? Add it!
Ανώδυνη γυναικεία έκφραση περασμένων χρόνων (όταν οι γυναίκες δεν ήταν τόσο αθυρόστομες ώστε να πουν στα αρ...δια μας ή στο μ...νί μας), η οποία εκφράζει με σεμνό και τσαχπίνικο τρόπο την άποψη «σας έχω γραμμένους».
Δεν θα μου ξαναμιλήσει; Στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας, είχα μια σκασίλα!
βλ. και σέα και μέα
Got a better definition? Add it!