Further tags

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως fight-clubικός όρος που αναφέρεται στην ενέργεια του τσουρουκάς. Μια ενέργεια δηλαδή από παίκτη χαμηλών ποδοσφαιρικών ικανοτήτων, που είναι όμως τόσο καλή που θεωρείται αδύνατο να έχει γίνει επίτηδες. Έτσι αντί για μαγεία που είναι η ηθελημένη ενέργεια έχουμε την τσουρουκομαγεία.

Γνήσιοι τσουρουκομάγοι μπορούν να θεωρηθούν οι: Ραούλ Μπράβο, Ντομί, Μπρούνο Τσιρίλο, Σαριέγκι κ.α

- Ρε φίλε είδες το γκολ της αγωνιστικής ; - Όχι ρε. Πώς ήταν ; - Τρέχει από δεξιά ο Βύντρα α λα Ντάνι Άλβες και κάνει την σέντρα έξω από την περιοχή όπου πιάνει ένα γυριστό ο Σαριέγκι, άλλο πράγμα. Θύμισε Ζιντάν στον τελικό με την Λεβερκούζεν.
- Τι λες ρε φίλε; Το ένα είναι τσουρουκομαγεία και το άλλο μαγεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παίρνει το όνομα της από τον γνωστό ποδοσφαιριστή Frédéric Oumar Kanouté, προσδίδοντας στον όρο την κάνω μια διαφορετική αλλά και αστεία κατάληξη.

Χρησιμοποιείται σε ποδοσφαιρόφιλους πιο συχνά για ευνοήτους λόγους.

- Πώω άργησα να πάω στο ραντεβού!
- Ε και τι κάθεσαι, σήκω γρήγορα.
- Καλά, την κανουτέ, θα τα πούμε το βράδυ ΕΧΕΙ και ματς..

(από Khan, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπασκετική ιδιόλεκτο, σημαίνει κάνω κόψιμο, τάπα ή φιστίκι. Είναι περισσότερο σκληρό από το απλό ταπίδι, αλλά λιγότερο από το να κατεβάσεις τον γενικό του αντιπάλου, το οποίο αποτελεί και τον Υπερθετικό. Λέγεται και συνολικά για την πολύ δυνατή άμυνα μιας ομάδας που σβήνει τα επιθετικά φώτα της αντίπαλης.

Πάσα: Mr. Cadmus.

  1. NBA-Έσβησε τα φώτα ο Le Bron James στον Tony Allen (Δώθε).

  2. Και το χθεσινό:

Του έσβησε τα φώτα!
[...] οι Ισπανοί φρόντισαν να... κατεβάσουν τους παριζιάνικους διακόπτες και να βυθίσουν την ελληνική ομάδα στο απόλυτο σκοτάδι!
(Κείθε).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπασκετική ιδιόλεκτο, είναι ένα στυλ παιχνιδιού, όπου η μπάλα δεν ακουμπά καθόλου (δηλ. κατά το δυνατόν λιγότερο, για να το θέσουμε ρεαλιστικά) στο παρκέ, όπως δηλαδή προβλέπουν οι κανονισμοί του βόλεϊ. Το στυλ αυτό παιχνιδιού προϋποθέτει εκρηκτική ταχύτητα, αστραπιαίες πάσες και πουτάνα point guard. Επιτυγχάνεται βέβαια σε λίγες επιθέσεις, και δη αιφνιδιασμούς, ενώ το επικαλούνται θριαμβολογώντας οι οπαδοί της ομάδας στο στυλ «καλά την παίξαμε βόλεϊ την Πρόκομ» κ.ο.κ. ή αστεϊσμών «πάμε να δούμε βόλεϊ» κ.ο.κ. Από τους καλύτερους βολεϊμπολίστες είναι/ ήταν ο Sarunas Jasikevicius.

Τα λεφτά μας πίσω! Πήγαμε να δούμε μπάσκετ με τον γαύρο, και τελικά είδαμε βόλεϊ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισιτήρια έχω, λέγετε! Κλασικό επιφώνημα marketing πλανόδιων μικρομαυραγοριτών ποδοσφαιρικών εισιτηρίων στην Ομόνοια του χθες. Συνήθως συνοδευόταν με το εξ ίσου καλτ πάρε-πάρε!

Την σήμερον ημέραν που τα πάντα πωλούνται στην σωστή τιμή, η έκφραση αναβιώνει με σλανγκοχρηστική χαριτωμενιά.

- Σε κάποιες γωνίες τύποι με τα χέρια στις τσέπες και συνωμοτικό βλέμμα κόβουν κίνηση. Αν σε έκοβαν ότι τους παίρνει, σε πλησιάζουν και σχεδόν ψιθυριστά το λένε το ποίημα: «Έχω, λέγετε». Κάποιες φορές η οργή του κόσμου τους καταντούσε με μαυρισμένα μάτια, σπασμένες μύτες και σχισμένα ρούχα.
(λίγη ιστορία)

- Έλα φρέσκο είναι μαντάμ, έχω λέγετε, πάρε πάρε!
(κλασική εφαρμογή)

- Και μπουνιές έχω, λέγετε...
(μπλέ)

- Συκωταριές, πλεμόνια, καρδιές και νεφραμιές έχω .....λέγετε! Γιατί οι άνθρωποι μισούν τις ελεύθερες αγορές; Γιατί η πώληση ανθρωπίνων οργάνων να είναι παράνομη;
(ποστιλοχαριτωμενιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική ορολογία για να πεις την ασίστ στο ποδόσφαιρο/μπάσκετ.

Χρησιμοποιείται εκτενώς από τον Β. Σκουντή στις περιγραφές μπάσκετ (αν δεν είναι και δικιάς του έμπνευσης, άλλωστε εκείνος μας έδωσε τα παίρνω το πορτοφόλι, βάλ' το αγόρι μου κ.ά.). Στο ποδόσφαιρο το χρησιμοποιεί ο Χ. Σωτηρακόπουλος.

Μπορεί να ειπωθεί και πάρε-βάλε. Επίσης ο κύριος «πάρ' το βάλ' το»κύριος «πάρε-βάλε») είναι ο αθλητής που έχει έφεση στο να βγάζει ασίστ.

Παρεμφερή:

  • μπαλιά διαβήτης
  • μπαλιά λέιζερ
  • μπαλιά συστημένη
  1. Άσε, ρε με τον Σισσέ ναούμ', αφού όλα του τα γκόλ ήταν πάρ' το βάλ' το. Σιγά τα ωά.

  2. (Απο αθλητικό ρεπορτάζ)
    Στο 66' ο Βαλέντσια, που μόλις είχε μπει αλλαγή, σέντραρε στο κεφάλι του Άγγλου διεθνούς στράικερ και στο 74' ήταν η σειρά του Κάρικ που είχε και την ασίστ στο πρώτο γκολ, να δίνει γκολ πάρε-βάλε στον Ρούνεϊ που με νέα κεφαλιά άφησε άγαλμα τον Ντίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που οι προσπάθειες για την επίτευξη ενός στόχου βαίνουν συνεχώς άκαρπες, ασχέτως του γεγονότος ότι η επιτυχία μοιάζει πάντα να βρίσκεται χιλιοστά μακριά (έτσι, για να στη σπάσει). Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν «η ζωή αντιγράφει το ποδόσφαιρο ή το ποδόσφαιρο τη ζωή».

  1. - Τι έγινε ρε Κωστάκη, καιρό έχω να σε δω. Πώς πάει; Γαμείς καθόλου;
    - Τζίφος αδερφέ. Όλο γνωρίζω γκομενάκια κι όλο κάτι γίνεται και λίγο πριν πέσει ο πήδουλος την κάνουν με ελαφρά.
    - Α, γι' αυτό έχεις και αυτή την πηχτή μαλακία στο μάτι, ε;
    - Άσε ρε κολλητέ σου λέω. Μεγάλη γκαντεμιά. Έχω σπάσει τα δοκάρια...

  2. - Ρε Γιάννη, πήγαινε κι εκεί που σου λέω να ρωτήσεις για δουλειά. Μπορεί να βγει κάτι.
    - Δεν πάω πουθενά. Κουράστηκα να ψάχνω, να μου λένε και καλά πως πληρώ τις προϋποθέσεις και στο τέλος να τρώω άκυρα.
    - Έλα ρε συ, μην σε παίρνει από κάτω.
    - Μην με παίρνει από κάτω; Έξι άκυρα αυτό τον μήνα. Έχω σπάσει τα δοκάρια πια...

Αν είσαι ΤΟΣΟ καλός, μπορεί να σπας τα δοκάρια και για παιχνίδι... Ροναλντίνιο, διαφήμιση της Nike. (από patsis, 01/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι εξαντλημένος, σε βαθμό που δεν έχω δυνάμεις για τίποτα, δεν παίρνω τα πόδια μου. Στα αθλητικά, έχω απαράδεκτη απόδοση, κυρίως λόγω κούρασης πάλι, αλλά και γενικότερα.

  2. Είμαι μεθυσμένος.

  3. Είμαι συναισθηματικά συντετριμμένος.

Κοινό χαρακτηριστικό των εννοιών είναι η ιδέα της ισοπέδωσης, της εξίσωσης με το έδαφος, όπως στο παραπλήσιο είμαι χώμα. Ευνόητο είναι πως λέμε και γίνομαι λάσπη. Υποψιάζομαι ότι αποτελεί περισσότερο βορειοελλαδίτικη έκφραση, αφού το έχω ακούσει ελάχιστα ή καθόλου στα νότια.

Πρβλ. κατεβάζω ασφάλειες, είμαι χώμα, είμαι κομμάτια, είμαι πτώμα, οφ, αλοιφή, κομματιανός, ζόμπι, λιώμα, πίτα, κουνουπίδι αλλά, με άλλη έννοια: λάσπη.

1α. Από εδώ (διασκευή):
Δυστυχώς φίλοι μου μόλις γύρισα απ’ τη δουλειά (και από 3ήμερη αποστολή κιόλας)! Και στην γιορτή μου δούλευα... Είμαι λάσπη παιδιά, πολύ θά ’θελα να ήμουν εκεί στο καλαμπούρι και στην παρέα σας...

1β. Από το μπλογκ ενός κουρασμένου φαντάρου εδώ (γεια σου ρε φίλε Chris-Top...):
Εάν δεν βγάζετε άκρη με πολλά από αυτά που γράφω δεν φταιν τα μάτια σας εγώ είμαι λάσπη και δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγραψα στα προηγούμενα posts με αποτέλεσμα πολλές φορές να επαναλαμβάνομαι. Ευχαριστώ για την κατανόηση κωλοφάνταρο είμαι στο κάτω κάτω :)

1γ. Από εδώ:
Στο γκολ, δημιουργεί χώρο ο Μουσλι και από θέση τρέιλερ έρχεται ο Ίβιτς φάτσα ,γι’ αυτό παίζει πίσω από τον Μουσλι και όχι δίπλα, αυτόν τον χώρο εκμεταλλεύεται, δουλεμένο γκολ, και δεν είχε καμιά δουλειά ο Αντου να τον μαρκάρει, ή ο αμ.χαφ ή να βγει πιο ψηλά και γρήγορα ο 2ος σέντερ μπακ. Εάν ο Άρης ήταν λάσπη στον τελικό αλλά έπαιρνε τελικά το κύπελλο με 1-0 θα είχες ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟ;

[Σ.σ. Παραθέτω σαν μπόνους την συνέχεια του κειμένου:] Αγαπάς υπερβολικά την ομάδα σου και δεν βλέπεις τις ατέλειες της, όπως το παθαίνω εγώ με την γυναίκα μου που είναι σαν ινδικός δράκος αλλά... πάρε τα μάτια μου να δεις, εγώ την βλέπω ΚΟΥΚΛΑ.

2α. Από εδώ:
Θωμά γουστάρω!!!Να γίνουμε λάσπη στο τσίπουρο και μετά μια ομαδική κλήση ταξί για να μας γυρίσουνε..!

2β. Από εδώ:
Χρόνια πολλά σε όλους Ίντι και καλή χρονιά. Εύχομαι τα καλύτερα για σένα και όλες τις κούκλες σου. Όπως θα κατάλαβες, είχα γίνει λίγο λάσπη-λιάρδα-χώμα-κουνουπίδι μετά που σε είδα και δεν κατάφερα να έρθω. Να περάσετε καλά!

  1. Από εδώ:
    μια φορά έκανα το λάθος να δω το γάμο μου στο βίντεο. οι μισοί που ήταν στην εκκλησία είναι νεκροί σήμερα. Το ξεκίνησα για πλάκα αλλά έγινα λάσπη :(

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».

Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.

Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.

Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.

Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.

Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.

Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου

- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.

(από Vrastaman, 11/06/10)ενα φραπε με προυφάν (από perkins, 11/06/10)Ποδόσφαιρο: Τερματοφύλαξ ονόματι Peter Rufai. (από Khan, 12/06/10)Σεξ/ πολιτική: (S)he sucks dick like Hoover! (από Khan, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified