Η βαβούρα, το ντάπα-ντούπα (π.χ. σε κλαμπ).
Γουστάρεις νυχτερινό ντουβρουτζά κ' έτσ';
Η βαβούρα, το ντάπα-ντούπα (π.χ. σε κλαμπ).
Γουστάρεις νυχτερινό ντουβρουτζά κ' έτσ';
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που υποδηλώνει την ζημιά που υφίστανται τα ηχεία υψηλών συχνοτήτων (πρίμα) όταν αναπαράγουν ήχους σε υπερβολικά μεγάλη ένταση.
- Χθες είχανε έρθει κάτι φίλοι από το χωριό και ακούγαμε στο αμάξι κάτι πανηγυριώτικα. Βιολιά, τσαμπούνες.... άστα χάσιμο, μερακλώνω σε κάποια φάση τσιτώνω το AIWA και καψάλισα τα tweeter.
- Ωχ πάνε τα καινούρια ηχεία. άκλαφτα δηλαδή....
- Χαλάλι !!
Got a better definition? Add it!
Στη γλώσσα της νύχτας, των μπράβων κλπ κλπ δουλεύω απέναντι με κάποιον (και όχι σε κάποιον) σημαίνει ότι δουλεύουμε για αντίπαλα αφεντικά, για αφεντικά που βρίσκονται σε πόλεμο ή που ετοιμάζονται για πόλεμο (η χωροταξική προέλευση του όρου προφανώς έχει να κάνει και με μοιράσματα επικρατειών προστασίας κλπ).
Οι μπράβοι (όχι απαραίτητα φουσκωτοί) λένε ότι «έχουμε πολεμήσει μαζί» για κάποιον που έχουν δουλέψει την ίδιο περίοδο για το ίδιο αφεντικό και έχουν βρεθεί μαζί σε δύσκολες καταστάσεις (πόλεμο συμμοριών) ή σε μπλεξίματα με την αστυνομία κ.λπ., γενικά στα ζόρια, κάτι που δημιουργεί μεταξύ τους δεσμούς ορισμένου είδους. Από την άλλη, όταν δουλεύουν απέναντι με τους μπράβους του άλλου αφεντικού συγκρούονται, σφάζονται και σκοτώνονται. Και αυτό δημιουργεί πολλές φορές και προσωπικές έχθρες που κρατάνε και στον καιρό της ειρήνης ή μάλλον της ανακωχής, όταν και αν αυτή κάπως επέλθει, και σε κάθε περίπτωση ακόμα κι όταν οι δουλειές και τα αφεντικά αλλάζουν.
Σε γενικές γραμμές, το να μην έχεις δουλέψει απέναντι με κάποιον δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για να δουλέψεις μαζί του, στο βαθμό που σημαίνει και ότι δεν έχουν παιχτεί «προδοσίες» (αλλαγές στρατοπέδων, αυτομολήσεις κ.λπ).
Στάθης: Με το Σάκη, που λες, μπορεί να χαθήκαμε και να χαλαστήκαμε...
Λάκης: Γιατί ρε συ Στάθη;
Στάθης: Κουβέντες και λόγια... μαλακίες, τώρα, ακούς μαλακίες και τέλος πάντων, μπορεί αυτό και το άλλο, αλλά ποτέ δε δουλέψαμε απέναντι με το Σάκη....
Σάκης: Ναι ρε, με το Στάθη έχουμε πολεμήσει μαζί ρε φίλε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.
Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».
Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.
Παράγωγα: μπομπαρισμένος, -η, -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.
Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)
Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)
ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
«ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)
Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραστατική γκανγκστερική απειλή, που σημαίνει «θα σε τσιμεντάρω» ή «θα σε κάνω ντόκ» = θα σε καθαρίσω (δια της κάτωθι μεθόδου).
Ως γνωστόν τοις πάσι (από τις ταινίες), οι μαφιόζοι στην Αμέρικα συνήθιζαν να συλλαμβάνουν νύκτορες τον αντίπαλό τους και να κρατούν τα πόδια του βουτηγμένα σε μια κοινή πλαστική λεκάνη, γεμάτη με υγρό τσιμέντο, ώσπου να πήξει.
Όταν πλέον τα πόδια είχαν γίνει ένα με το τσιμέντο, τον πετούσαν κάπου στ’ ανοιχτά ή σε κάποιο ποτάμι και πήγαινε βολίδα στον πάτο, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη της δολοφονίας. Ήταν δε πλέον σαδιστικό, να ρίπτεται ζωντανός ο αντίπαλος στο νερό...
Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση των mobsters (ιταλο-αμερικάνοι που δεν καλομιλούσαν τα εγκλέζικα) για τους εκτελεσθέντες αντιπάλους τους “he sleeps with the fishes” = «ξέχνα τον αυτόν, κάνει παρέα στα ψάρια», ενώ παράλληλα και συμβολικά έστελναν σε πακέτο ένα ψάρι στην αντίπαλη συμμορία, ώστε να μην τρέφουν αυταπάτες για το μέλλον του συντρόφου τους.
Η έννοια λοιπόν, πέρασε και στη νεοελληνική με την ανάπτυξη δομημένων εγκληματικών οργανώσεων ή έστω την εμπέδωση των χολιγουντιανών μεταφορών του αμερικάνικου υποκόσμου και η αναφορά εδώ γίνεται στο αλήστου μνήμης ποδοσφαιράκι Subbuteo, όπου τα πόδια των παικτών ήσαν στερεωμένα σε μια βαθουλωτή βάση, για να στέκονται όρθιοι όπως τα παλιά στρατιωτάκια.
Η αναλογία με το δοτό έρεισμα του ατυχούς κακοποιού είναι προφανής, χώρια ο συνειρμός με την ομόηχη έκφραση «πήγε σούμπιτος»...
Στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), αφού η Βασιλειάδου έπρηξε τα ούμπαλα στο Ν. Σταυρίδη και Μ. Φωτόπουλο με τις φορτικές περιποιήσεις της, ο τελευταίος αγανάχτησε λέγοντας «εγώ αυτή, θα τη χτίσω»!
Αλλά, καλύτερα να μην επεκταθούμε σε βασανιστικές εκτελέσεις ανά τους αιώνες με λογής-λογής χτισίματα (π.χ. Παυσανίας) ή αυτοτιμωρίες σε σφραγισμένα δωμάτια (βλ. «Παναγία των Παρισίων»), για θα πάει μακριά η βαλίτσα...
Αφιερωμένο στον Κωστάκη του Μεγάλου Κάστρου.
-Τι θα κάνουμε με το Δικαστήριο της Δευτέρας;
-Εντάξει έχω μιλήσει, θα τη σκαπουλάρουμε...
-Κι αν καταθέσει ο Β;
-Ε, θα πει αυτά που είπαμε...
-Εγώ έμαθα ότι άλλα έλεγε χτες στην Λ. Τον ψήνει κι ο Α, που τον έχει από κοντά και παίζει να μας τα γυρίσει...
-Καλά, πάρε τότε τηλέφωνο τον Ξ και πες του να πάει να τον βρει και να του δώσει κάτι παραπάνω. Άμα αρχίσει τα σούξου-μούξου, από παραλίες δόξα τω Θεώ τίγκα η Ελλάδα, θα τον κάνω σουμπούτεο. Αυτό να του πει...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση με την οποία ο ομιλών δηλώνει το φόβο του ότι θα υποστεί βαριές συνέπειες για το ότι ξεπέρασε κάποιο όριο ή ήρθε σε σύγκρουση με άτομα και καταστάσεις που δεν έπρεπε, συνήθως από άγνοια ή καλώς εννοούμενο εγωισμό. Με την κλίση της προσωπικής αντωνυμίας - αντικειμένου του ρήματος δηλώνεται απειλή ή προειδοποίηση (θα σε/σας βρούνε σε κάνα χαντάκι κ.λπ.).
Η φράση προέρχεται φυσικά από πραγματικές περιπτώσεις όπου βρέθηκαν πτώματα σε χαντάκια, όπου οι δολοφόνοι τα είχαν ρίξει για να τα εξαφανίσουν. Πρόκειται για κατά κανόνα εκ προμελέτης δολοφονίες, κυρίως μαφιόζικες ή παρακρατικές πιο παλιά (;), με την ενέδρα μερικές φορές να γινόταν επί τούτου κοντά σε χαντάκια, ρέματα, βάραθρα κλπ...
Στα ελληνικά κι άλλες φράσεις δηλώνουν το βίαιο θάνατο μέσω της μοίρας του πτώματος, π.χ.: θ' αγοράσεις οικόπεδο, δε θα βρει ο παπάς να θάψει, θα σε μαζεύουν με το κουταλάκι, θα σε πάνε τέσσερεις, γράψε κάσα κλπ.
Η φράση όμως που κυρίως παραπέμπει σε δολοφονία είναι το «θα σε βρούνε σε κάνα χαντάκι». Και κυρίως αντλεί τη δύναμή της από το ότι αναφέρεται αφενός σε πραγματικές πρακτικές των μαφιόζων, αφεδύο στο ανατριχιαστικό της αναμονής ενός θανάτου που θα έρθει, αλλά σε ανύποπτο χρόνο και κρυφώ τω τρόπω, με το πτώμα να ανακαλύπτεται σε αποσύνθεση και τους δράστες ατιμώρητους.
Πέρα από χαντάκι, απαντούν πιο σπάνια και τα:
- θα σε βρούνε σε κάνα ρέμα
- σε καμιά χωματερή
- θα σε βρούνε σε κάνα γιαπί
- θα σε βρούνε σε καμιά πυλωτή (πιο ούρμπαν και ρεαλιστικό).
- θα σε βρούνε σε κάνα λιόφυτο (στην Κρήτη, μπορεί να αναφέρεται και στο θάνατο καυλόγκαζου)
Η διαδεδομένη χρήση είναι βεβαίως η μη κυριολεκτική, ή η «ημι-κυριολεκτική», η καθ' υπερβολήν τέλος πάντων, που αναφέρεται στον κοινωνικό-συμβολικό θάνατο της αναγκαστικής εξόδου από έναν επαγγελματικό ή κοινωνικό στίβο. Είναι με άλλα λόγια μια πιο ισχυρή φράση στο ίδιο φάσμα σημασίας με το θα φύγεις νύχτα.
Χρησιμοποιείται πάντως η φράση πολύ συχνά και για οδικά ατυχήματα λόγω των πολλών χαντακιών δίπλα στους ελληνικούς δρόμους.
τι περιμενετε εσεισ οι δημοσιογραφοι και δε λετε την αληθεια.το οτι ολοι αυτοι που εκλεψαν περιμενουν τιν παραγραφη μετα την παροδο 10 χρονων.ΝΤΡΟΠΗ.το μονο δικιο που σας ριχνω ειναι οτι εχετε οικογενειες και φοβαστε μη βρεθητε σε κανα χαντακι.οπως καποτε στον αθλητικο τομεα οταν ο συριγος ειπε την αληθεια για την λεγομενη παραγκα. (από εδώ)
...επειδή εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχουμε κάτι να κρύψουμε, και επειδή ήταν η καλυτερη ευκαιρία για μεγαλύτερη προβολή...μίλησα στην ΝΕΤ. Τώρα η όποια επομενη κίνησή μας θα τύχει σαφώς μεγαλύτερης προβολής αλλά και αποδοχής. ΥΓ: Συνάδελφος αναρωτήθηκε...«πότε θα τη βρουν σε κανά χαντάκι;»...Να αρχίσω να το σκέφτομαι;;;;; (από εδώ).
Ματθίλδη σταμάτα να χορεύεις τόσο καλά, αν δεν θες να σε βρούνε σε κανά χαντάκι! Όχι δεν θα βάλω εγώ κάποιον να καθαρίσει. Αλλά εκείνη τη ζηλόφθονη Μπουμπούκα δεν την εμπιστεύομαι! (από post για το show Dancing with the Stars).΄
Σκόπια φοβερές γκόμενες άλλο πράγμα αλλά αν σε δουν τα Σκοπιανά μαζί τους σε κανά χαντάκι θα βρεθείς. (από εδώ).
Tα σφαξίματα κατ' εξακολούθηση είναι μάλλον επικίνδυνη μπίζνα. Δεν παίζεις έτσι με την αρρώστια του καθενός. Παίζει καμιά μέρα να σε βρουν πεταμένο σε κανά χαντάκι ή καμιά χωματερή. (από εδώ κοντά).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συμπληρωματικά προς τους υπάρχοντες ορισμούς:
Η αρχική σημασία της λέξης πόρτα είναι αυτή του τυπά που δε σε αφήνει να μπεις στο κλαμπ επειδή φοράς άρβυλα ή επειδή το τζην σου είναι σχισμένο. Κλασσική ατάκα «το μαγαζί είναι γεμάτο φίλε» (ατάκα που έχει αυτονομηθεί αρκετά ως γείωση). Βέβαια, για τον επόμενο δεν είναι γεμάτο, αλλά άλλο ζήτημα αυτό. Γλιτώνεις αν συνοδεύεσαι από κυριλέ γκόμενα (η εκδίκηση της γυφτιάς).
Το σχήμα είναι μάλλον «δουλεύω πόρτα < δουλεύω στην πόρτα του μαγαζιού». Από τη μεριά του πορτιέρη η πόρτα ρίχνεται, ενώ απ' τη μεριά του παραλήπτη τρώγεται. Στο απρόσωπο του πράγματος η πόρτα είναι θεόσταλτη και πέφτει. Βλέπε πρώτο παράδειγμα.
Κατ' επέκτασιν, ιδωμένο από τη σκοπιά του φαγωμένου, πόρτα νοείται ως κάθε πιθανή αποτυχία-απόρριψη, συντάσσεται σκέτη, με το αγαπημένο ρήμα «τρώω» που χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης ή με ρήματα τύπου ρίχνω, χώνω όταν περνάμε σε ενεργητική διάθεση.
Ειδική περίπτωση είναι και το χι στο κινητό, αυτό το μαγικό κόκκινο κουμπάκι. Βλέπε παράδειγμα δύο.
1α. - Πόρτα ο Τάσος σε κωλόμπαρο ρε συ; Να βγάλει τα λεφτά του το τζυμ τουλάστιχον.
- Έτσι πάει ρε συ, πρώτα φουσκώνεις και από κομοδίνο που ήσουνα γίνεσαι σα ντουλάπα, ε, και μετά γίνεσαι πόρτα.
- Μια ζωή έπιπλο αυτός ο Τάσος.
1β. - Τι έγινε χτες ρε; Πώς και δεν ήρθατε;
- Ο μαλάκας ο τζήζα ρε, πήγε να μπει στο μαγαζί λες και βγήκε απ' το κλουβί με τα θηρία. Είχατε κι όλες τις γκόμενες μαζί σας, πολύ θέλει; Φάγαμε μια πόρτα αποδώ ίσαμ' απέναντι. Παραλία και περιπτερόμπυρες τη βγάλαμε.
2α. - Τι έγινε με την Αγγελική ρε;
- Μου έχωσε πόρτα. Περνάει φάση λέει και μαλακίες τούμπανα.
2β. - Από δουλειά ρε;
- Παπάρια με τη ρίγανη. Πόρτες παντού.
2γ. - Ένα σάντουιτς ζαμπό, τυρί, μπέικο...
- Δεν έχουμε μπέηκον κύριε, μας τελείωσε.
- Πόρτα.
2δ. ντρίιιιιιιιν (παλιό κουδούνι τηλεφώνου, ρίνγκτόουν σε μυ-τζη-θρή κινητό, για να γίνει βίντατζ το γκατζέτι)
- Ποιος ήτανε;
- Δεν είδα καν. Έχωσα πόρτα. Μα μία η ώρα το μεσημέρι τηλέφωνο;
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Λευκό δέρμα, ωχρό πρόσωπο, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Ειρωνικό, για τον άνθρωπο που δεν τον βλέπει ο ήλιος επειδή τριγυρνάει σε μέρη σκοτεινά με σκοπό το πιοτί. Παλιομοδίτικος τρόπος ζωής, που έχει όμως ακόμα οπαδούς.
Ασίστ: Ν.Μ., φίλος πότης.
- Πάμε για κανα μπανάκι ρε συ να σε δει λιγάκι ο ήλιος να πάρεις χρώμα.
- Ρε δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω το μαύρισμα του πότη.
Got a better definition? Add it!
Στην ιδιόλεκτο των εν Ελλάδι πορνών (ημεδαπών & αλλοδαπών) σημαίνει γαμήσι ή νουμεράκι (τραβάω ή πάω ένα νουμεράκι, βλ. και έκφραση «τους πήρε όλους νουμεράδα»), δηλαδή η τάνα ξεπετάει τον «χύστη» (πελάτη) στο ντέλο. Ίσως να έχει σχέση με το πρωθύστερο τζάω, -ώ ή τζάζω (=διώχνω μάνι-μάνι τον ανεπιθύμητο εραστή).
Οι τιμές της συνουσίας (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) ποικίλουν αναλόγως της κατηγορίας της πόρνης ή του αιτουμένου βίτσιου. Π.χ. άλλο χρεώνει η Ελληνίδα τηλεγαμήτρια, άλλο το call girl, άλλο η Ελληνίδα (αποκλειστικά πρεζού) της περιπατητικής σχολής οδού Βουκουρεστίου και πέριξ, άλλο η εκ περιστάσεως παρταόλα, άλλο το βέλι, άλλο η αλλοδαπή των πρεσβειών (μπουρδέλων – Σ.Σ. «πρεσβεία» σημαίνει και το κελί όπου διαβιούν οι πιο σκληροί κρατουμένοι) της οδού Φυλής, άλλο οι δηλωμένες –άλλο οι αδήλωτες κι άλλο η τελευταία υποστάθμη, δηλ. οι μη έχουσες στον ήλιο μοίρα καλντεριμιτζούδες αλλοδαπές (και δη νέγρες), που υφίστανται τα πάνδεινα (και απ’ τους νταβάδες και απ’ τους πελάτες) κ.ο.κ.
Οι αλλοδαπές καλντεριμιτζούδες, αναλόγως στην περίπτωση π.χ. εθνικότητας ή αν συνεργάζονται με μπουρδελοξενοδοχείο ή αν έχουνε νιονιό, στην καλύτερη τσιμπάνε ένα μικρό ποσοστό (να φάνε ένα σαντουί) από τη βάρδια τους και στην χειρότερη κατατρομοκρατούνται από τους νταβάδες μένοντας τελείως άφραγκες και δαρμένες. Μάλιστα, ιδιαίτερα τις αραπίνες, οι πάτρονές τους τις εκμεταλλεύονται όχι μόνο με συμβατικές απειλές (κατά των ιδίων ή των οικογενειών που έχουν αφήσει πίσω), αλλά χειριζόμενοι την αμάθεια και την δεισιδαιμονία τους (π.χ. «θα σου κάνω μάγια» και τέτοια)! Μιλάω πολύ-πολύ σοβαρά...
Στα τρισάθλια «χοτέλ» κατηγορίας μετά το λεξάριθμο σαμπί, ιδίως στην περιοχή του Μεταξουργείου των Αθηνών, το τζαζ τιμάται σήμερα περίπου 15,00 ΕΥΡΩ, όπου αισίως έχει κατέλθει μετά την ανεξέλεγκτη έλευση και δραστηριότητα αλλοδαπών πορνών. Αφού ξαναγυρίσαμε που ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Μεσοπολέμου (οικονομικώς, εργασιακώς και ιδεολογικώς), ας μην λείψει και η σύφιλη από την σύγχρονη στιχουργική.
Εκ των 15,00 αυτών ευρώπουλων, συνήθως τα πρώτα πέντε τζαζ πάνε στο σπίτι και στην συνέχεια παίρνει 10 η πόρνη, 3 το σπίτι και 2 οι φύλακες ή οδηγοί, για κάθε γαμήσι (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη βίζιτα, αλλά με διαφορετικά ποσά φυσικά). Μέσος όρος περίπου 30-50 επισκέψεις ανά βάρδια (αλλά υπάρχουν κι οι υπερωρίες)...
Η Ιστορία κάνει διάφορους κύκλους, άλλους με μεγαλύτερη ακτίνα (δηλ. παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ως την επανάληψη ή αντιστροφή των όρων του φαινομένου) κι άλλους με μικρότερη (λένε ότι ήδη άρχισαν να φεύγουν Ελληνίδες πουτάνες για Βουλγαρία). «Προσεχώς Ελληνίδες», λοιπόν!
Ο κοσμάκης, διατηρεί διάφορες αντιλήψεις στη γκλάβα του περί πορνών: Π.χ. «τις κακομοίρες ζουν καθεστώς σκλαβιάς», «ά’ να χαθούνε οι ξεκωλιάρες, κονομάνε σε μια μέρα όσα βγάζω το μήνα κι αφορολόγητα», «καλύτερο γαμήσι από Ρωσάκι δεν έχει», «χτύπησα μια καταπιόλα 20 ευρά έξτρα ακάποτο», «στα ρδελαμπού δε δίνουνε κώλο» κλπ-κλπ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει απόλυτα. Οι γενικοί κανόνες ορίζονται από την αγορά και οι ειδικοί από τη μαντάμα, αλλά οι αλλοδαπές κι αδήλωτες καλντεριμιτζούδες αντιμετωπίζονται σαν κρέας.
Εκείνο που παρατηρείται όμως συχνά, είναι η (διαγεγραμμένη σε όλη την κινησιολογία τους) απροθυμία των γυναικών αυτών να επιδείξουν έστω και επίφαση συμμετοχής στην πράξη, που συχνά μαρτυρεί περισσότερα κακοπαθήματα από φιληδονία. Φυσικά, οι περισσότεροι γαμιάδες δεν ορρωδούν προ ουδενός (αλλά αλίμονο στο νιόβγαλτο παιδαρέλι)...
Άλλωστε, ένα γκραφίττο στα Εξάρχεια έλεγε: «Όποιος στα μπουρδέλα ψάχνει οργασμό, δέκα ευρώ πληρώνει τον κάθε βιασμό»...
- Πόσο πάει κορίτσια;
- Ντεκιπένντε γιούρο το τζαζ ια σένα σωλαρά μου!
Got a better definition? Add it!
Όταν πέφτει άτακτο ξύλο, δηλαδή βρωμόξυλο, μπουκετίδι, κλωτσομπουνίδι, μαπίδι, ταβερνόξυλο, μπακατσέτουλες.
Στην μη σλανγκική, ξυλίκι είναι το όνομα παραδοσιακού παιχνιδιού αγοριών που σχεδόν πάντα κατέληγε σε μπαμπούνες στο κεφάλι. Περισσότερα εδώ.
Πάσα: ο αδικοχαμένος σλανγκιστής ΑΛΛΟΣ (εδώ).
- SMACKDOWN ~ Πραγματικό και βρώμικο ξυλίκι ή στημένες μαλακίες...;;;
(εδώ)
- ΞΥΛΙΚΙ ΜΑΤ-ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ AΓΡΙΕΣ ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(εκεί)
- ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΣΠΑΣΩ ΣΤΟ ΞΥΛΙΚΙ ΤΗΝ ΜΑΡΩ ΛΥΤΡΑ!!! | Facebook
(παραπέρα)
Πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, πάντα ζω σαν το τζιτζίκι
πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, όλο μπάλα και ξυλίκι
όλο μπάλα και ξυλίκι
κι ούτε νοιάζομαι για νοίκι.
(Ο Νικολάκης το Τζιτζίκι, Απόστολος Καλδάρας)
Got a better definition? Add it!