Further tags

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκσπερμάτωση, το χύσιμο, στην ορολογία των μπουρδελιάρηδων και των τσοντόβιων.

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκδοχές για την προέλευση του όρου. Η πρώτη εκδοχή συνδέεται με τις ταινίες πορνό και τις σκηνές εκσπερμάτωσης οι οποίες έχουν πολλές φορές παραλληλιστεί (είτε από καλλιτεχνικά ψαγμένο σκηνοθέτη τσόντας είτε απλά στη φαντασία του θεατή) με άνοιγμα σαμπάνιας. Η εκσπερμάτωση λοιπόν αποκτά υπό τον όρο εκπωμάτωση αντίστοιχη δυναμική με το άνοιγμα σαμπάνιας και την εκτόξευση του άσπρου αφρού. Όπως γίνεται αντιληπτό μιλάμε για μία γκλαμουράτη εκδοχή του χυσίματος η οποία αποδίδεται με τον, μάλλον αδόκιμο για την γκλαμουριά της περιπτώσεως, τεχνικό όρο εκπωμάτωση.

Η δεύτερη εκδοχή συνδέεται με την φυσιολογία της εκσπερμάτωσης. Όπως αναφέρει και το σάιτ της ιατρικής σχολής του ΑΠΘ (εδώ)) «Η εκσπερμάτωση περιλαμβάνει δύο φάσεις - την προώθηση και την εξώθηση. Η πρώτη φάση αναφέρεται στη συλλογή του σπερματικού υγρού στη βάση του πέους και δεν συνοδεύεται από κάποια έντονη αίσθηση, παρά μόνο, ίσως, από την αίσθηση του επερχόμενου οργασμού. Η δεύτερη φάση απαιτεί τη σύσπαση των μυών, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εκσπερμάτωση, και συνδέεται με την μεγάλη ηδονή που συνοδεύει τον οργασμό» (αφού το διάβασα αυτό κατάλαβα γιατί μ’ αρέσει όταν χύνω). Αυτή η σύσπαση των μυών λοιπόν παρομοιάζεται με την απελευθέρωση του φελλού κατά την διάρκεια ανοίγματος φιάλης και έτσι έχουμε την προέλευση του όρου εκπωμάτωση.

Και στις δύο εκδοχές είναι βέβαιο ότι ο όρος εκπωμάτωση συνδέεται με την συσσωρευμένη αγωνία και προσδοκία για χύσιμο και την επακόλουθη χαλάρωση.

Σύμφωνα με μία τρίτη αδόκιμη εκδοχή η προέλευση του όρου οφείλεται καθαρά στην ακουστική ομοιότητα των δύο λέξεων.

Το Ζάκκειο εκπωμάτωσις είναι επίσης γνωστό.

  1. - Τσοντάδικο ή αίθουσα ΚΨΜ, στο υπόβαθρο ακούγονται ήχοι σεξουαλικής επαφής οι οποίοι καταλήγουν σε ένα μακρόσυρτο «χύνννννωωωωωω!»
    Στην αίθουσα ακούγεται: «Εκπωμάτωσις! Πλοπ!»

  2. - Πριν πέρασα από το 18 (το διπλανό μαγαζάκι) οπου ηταν μία εντελώς αίσχος η Νάταλι, (η πίπα της ήταν η αποθέωση, θα έλεγα οτι δεν ακούμπαγε καν τον πούτσο, δεν κατάλαβα πως το έκανε) τέλος παντων, μετά από ελάχιστο σπρώξιμο σταμάτησα (πριν την εκπωμάτωση ευτυχώς), να βρώ καμμιά πιο αξιοπρεπή κοπέλλα........... (από εδώ)

Πρώτη εκδοχή! (από lifeingr, 06/08/10)Δεύτερη εκδοχή (από lifeingr, 06/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω κολλήσει με τις γκόμενες και το σεξ, σε βαθμό που δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο. Εξαιτίας αυτού φέρομαι προκλητικά, ίσως και πρόστυχα, στις γυναίκες.

  1. - Άσε, από τότε που έγινε εκείνο το σκηνικό με τα δύο πιπινάκια στο πάρτι, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!

  2. - Ρε μαλάκα, πώς μιλάς έτσι στα γκομενάκια στη δουλειά; Όλο βρώμικα υπονοούμενα τους πετάς! - Δεν μπορώ ρε φίλε, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως, μ' έχει τρελάνει το μουνί! - Κοίτα μόνο μη φας καμιά απόλυση στο τέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισθησιακό αλλά και προστυχάτο (κατά το μαντολάτο, ή το μαστιχάτο), με μία λέξη καβλιάρικο. Είναι συνώνυμό του, αλλά χρησιμοποιείται σε τρε κομιλφό, καταστάσεις. Επειδή εμπεριέχει και το γαλλικό στοιχείο, συνήθως βγαίνει από γυναικεία χείλη. Επίσης, οι βέροι Γαλλομαθείς μπορούν να προσθέσουν και το τρέ πριν από το λήμμα, για να δικαιολογήσουν και τα λεφτά που χάλασαν οι γονείς τους στα ιδιαίτερα.

Ποσοτική ανάλυση.
- Καβλωτικό, 70% πρόστυχο, 30% αισθησιακό
- Καβλιάρικο, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% παιχνιδιάρικο (κάνει και ρίμα)
- καβλωτίκ, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% (μάλλον θα γαμήσουμε)

Η δημιουργία τη λέξης είναι σαφής, κάβλα (ουσιαστικό) + -ικ (-ique, γαλλική κατάληξη). Η μόδα με όλες αυτές τις γαλλικές καταλήξεις σε θέματα και λήμματα που έχουν να κάνουν με σεξ, πρέπει να έχει τη βάση τους στις γαλλικές αισθησιακές ταινίες της δεκαετίας του 1970, όπως το «Erothèque», ή οι πρώτες Εμμανουέλες. Αυτό το κομμάτι του γαλλικού σινεμά (που ακόμα δεν έχουν αγγίξει οι κριτικοί), έχει αφήσει κυριολεκτικά το στίγμα του σε χιλιάδες σεντόνια εφήβων, από τις αρχές του 70 και μέχρι περίπου το '87 (Μάρτη ή Απρίλη του '87 για να ακριβολογούμε). Από τέλος δεκαετίας ογδόντα κατεστήθη πασέ το είδος.

- Ωραίο το μέιλ που μου έστειλες αλλά σε παρακαλώ μη μου στέλνεις τέτοια πράγματα στο μέιλ της δουλειάς.
- Pourquoi;
- Pourquoi (sic) καμιά φορά τα βλέπει και η διευθύντρια. Και το ύφος είναι τρε καβλωτίκ για να το αντέξει. Έχει πατήσει τα εξήντα, και μπορεί να μου ζητάει το τηλέφωνό σου.

βλ. και καυλερός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε ότι κάποια μας φωτογραφίζει όταν φαίνεται το βρακί ή (ακόμα καλύτερα) το μουνί της καθώς κάθεται ανέμελα με ανοιχτά τα πόδια.

Όπως με όλες τις μορφές φωτογράφισης, μερικές είναι αυθόρμητες κι άλλες στημένες.

Συνειρμικό ασίστ από τα σχόλια του Πονηρόσκυλου εδώ.

- Αίαντα, για γύρνα διακριτικά στο τρεις η ώρα...η Σβετλάνα μάς φωτογραφίζει.

- Ἂτσα ἑξώμουνο μίνι ἡ Φωτεινοῦλα, Ἁλλῖβε!

Κλασική φωτογράφιση της Sharon Stone, καικαλά όχι στημένη. (από Vrastaman, 04/11/09)"Φωτογράφε, όλη την τέχνη σου να βάλεις", αφιερωμένο στην Φαιη Σκορδά και την Πετρούλα Κωστίδου (από Khan, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισχώρηση του πέους στο λαρύγγι της γκόμενας (ή του γκόμενου για τις απανταχού λουγκρητίες). Συνώνυμο της βαθυλαρυγγωτής πίπας.

Σε αντίθεση με την πίπα, όταν λέω κάνω λαρυγγοσκόπηση εννοώ ότι έχω τον ενεργητικό ρόλο (δηλαδή μου τον ρουφάνε).

Άσε φίλε, η Στέλλα τρελό μωρό... Της έκανα και μια λαρυγγοσκόπηση προχτές, τα είδα όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε στύση, κάργα στύση.

Η γραβάτα λειτουργεί ως μεταφορά του πέοντα και σε άλλες εκφράσεις, βλ. το αββασιδικό τον έχω κάνει γραβάτα, όπου η γραβάτα παραπέμπει στον και καλά ξεχειλωμένο από την υπερβολική μαλακία πέοντα, ή το κχάνειο γραβάτα, αναφερόμενο σε ειδική σεχουαλική πρακτική γνωστή και ως ισπανικό ή βυζομαλακία.

Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά. Γραβάτα είναι ο εντελώς τελείως καυλωμένος πέοντας (μελάτες μεσοβέζικες καταστάσεις αποκλείονται), ανεξαρτήτως μεγέθους, σχήματος ή ιδιαίτερων σεχουαλικών προτιμήσεων. Σημασία έχει μόνο το κατακόρυφο της στάσης, η ορθοστασία.

  1. - Την Τρίτη που μας πέρασε με παίρνει τηλέφωνο ο Βασίλης. Προφανώς ήθελε διακαώς να γαμήσει, γιατί με άρχισε σε κάτι πουτσιλίκια του τύπου «έλα βρε μωράκι, που χάθηκες» και «μαύρα μάτια κάνουμε να σε δούμε», παρότι ήταν αυτός που είχε εξαφανιστεί για καμιά βδομάδα. Είπαμε, φρη σχέση, αλλά όχι κι έτσι ρε φίλε. Τεσπά, μετά τις εισαγωγικές μαλακίες μου το σερβίρει: «τι θα κάνεις το βράδυ, θες να έρθω να δούμε καμιά ταινιούλα παρέα;». Του λέω ξέχνα το, έχω γυναικολόγο την επόμενη μέρα και μου έχει πει να μην κάνω τίποτα την προηγούμενη γιατί αλλιώς η εξέταση πάει στράφι. «Μα δε θα κάνουμε τίποτα βρε μωράκι, μόνο καμιά αγκαλίτσα θα σε πάρω που μου 'λειψες». «Βασιλάκη άσ' τα σάπια» του λέω, «θες να γαμήσεις, κι εγώ μπορεί να θέλω, αλλά υπάρχουν κι άλλες προτεραιότητες σ' αυτή τη ζωή». Μη στα πολυλογώ, μου ζάλισε τ' αρχίδια με υποσχέσεις οτι θα 'ναι Παναγία και τέτοια, και του 'πα να έρθει. Σκάει που λες ο δικός σου κύριος, βλέπουμε την ταινία, πίνουμε κι ένα ποτάκι για το καλό, όλα χαλαρά, ούτε το βυζί δε μου 'πιασε. Σε μια φάση του λέω «πάω να κάνω ένα μπάνιο και μετά θα την πέσω, είμαι ερείπιο». «Ναι βρε μωρό πήγαινε κι εγώ μια απ΄τα ίδια, δεν την παλεύω. Μπαίνω για μπάνιο, όλα καλά, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, λέω ο τύπος θα έπεσε ξερός για ύπνο. Τελειώνω, φοράω μπουρνούζι και κάνω να βγω απ' το μπάνιο. Και τι να δω: ο Βασίλης ακριβώς έξω απ΄την πόρτα του μπάνιου, καθισμένος σε καρέκλα, γυμνός και με τον πούτσο γραβάτα. »Δεν περνάς απο δω αν δε σε γαμήσω, κατάλαβες πουτανάκι;«. Μια ταραχή την έπαθα η γυναίκα, λέω »ώπα τι κάνουμε τώρα«. - Και τελικά του 'κατσες;
    - Εσύ τι λες μωρή, λες να άφηνα τέτοια ψωλή καυλωμένη ανεκμετάλλευτη;
    - Γιατί, πόση την έχει;
    - Να σου πω, δεν το λες και φίδι, είναι όμως τίμιο, τη δουλειά του την κάνει με το παραπάνω. Και αντοχή ο πούστης. Τέσσερις φορές με ξέσκισε και ήθελε κι άλλο, είδα κι έπαθα να τον μαζέψω. Και το καλύτερο δε στο 'πα: την ώρα που με γαμούσε, να πετάει προστυχιές του τύπου »σε μένα παλιοπουτανάκι, πουστριλίκια για γυναικολόγους και ρέστα δεν πιάνουνε, το 'πιασες;«. Δυο φορές έχυσα, pas mal.

  2. - Με τέτοια εγκλήματα που περνάνε απο δω μας έχει γίνει ο πούτσος γραβάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified