Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ρωσική σαλάτα, εκ του φλόκια και μάλλον του ονόματος της τσαρικής οικογένειας των Рома́нов. Δηλώνει κατ' επέκταση κάθε κατάσταση που είναι υπερβολικά μπερδεμένη σαν ρωσική σαλάτα, που τα συστατικά της είναι ανακατεμένα, ή πιο κυριολεκτικά το μπάχαλο που προκύπτει από τα ματσαφλόκια.

ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΡΛΑ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ,ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕ ΣΤΟ ΡΟΣΟΛΙΜΑΝΤΕ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ . ΤΙ ΣΕΡΜΕΛΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ! ΕΙΔΑ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ. ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΕΣ Ο ΣΟΛΝΤΑ. ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΛΛΑ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΧΟΡΧΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΚΙΑ ΡΟΜΑΝΟΦ. (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την εμπειρία μιας σχεδόν 5ετίας μανιασμένου ψόφα, ψόφα, ψόφα, ξεκινάει νομίζω/ελπίζω η αργή πορεία της συνειδητοποίησης του πόσο έφθειρε τη ζωή μας αυτός ο θυμός για οτιδήποτε μας θύμιζε τον «παράδεισο» που ζούσαμε και χάσαμε, χωρίς τουλάχιστον να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, ώστε να ηδονοτριφτούμε μετά μανίας και χαιρεκακίας. Ήδη και μόνο η αναφορά σε *κίνημα «ψόφα» *δείχνει(;) μια τάση αυτογνωσίας.

● Οι αντιδράσεις των μαχητών του πληκτρολογίου ενδεικτικές μιας κοινωνίας που καταρρέει.

● Οι συνδικαλιστές που την προπηλάκισαν της «εύχονταν να ψοφήσει από καρκίνο».

1.Το κίνημα του “ψόφα!”, όλοι εκείνοι που από το 2011 εξαπολύουν από τα social media απίστευτης σφοδρότητας και ανατριχιαστικής χυδαιότητας επιθέσεις σε όποιον εκφράζει άποψη διαφορετική από το δικό τους αυριανισμό, θρηνεί με κροκοδείλια δάκρυα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και καταδικάζει το μπούλινγκ. Ουαί υμίν υποκριταί!

  1. Άντε τώρα να συμμετέχεις στο hashtag 'φασισμός είναι' κ να καταδικάσεις το κίνημα του ψόφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγκριτοι σλάνγκοι έχουν προ πολλού ετυμολογήσει επαρκώς τη λέξη. Ολίγα τινά περί της φύσεως, της χρήσεως και της καταχρήσεως του εν λόγω αντικειμένου:

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο, φορητό, πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία των κατά Βασ. Νικολαϊδη «ακτημόνων του έρωτα», και το οποίο τους παρέχει, θεωρητικώς από απόσταση ασφαλείας, το οπτικό υλικό το απαραίτητο για την επιθυμητή χειράντληση φλοκίων.

Συνώνυμο: Κανωκιάλλη. Πρβλ το σλανγκικό την κάνω λάστιχο, το αρμοδιότητος εξομολογητή ιερωμένου «...η δε μαλακία οπού να γενή με το χέρι...» και το εμπειρίκειον «.....Ωωχ.....ααα.....ααααχ!!!.....Τι όμορφη που είσαι!!!!!.......τι ωραίο μουνί που έχεις!!!!!...κάνω μαλακία για σένα......αααα!!!...ααα!!!!!...Τι γλύκα.........
χύνω......χύνω για σένα.........χύνωωωω...........».

Γκμχ! Γκμχ!! Γκμχ!!! (βηξ ανακλήσεως εις την τάξιν, την σοβαρότητα και την ευπρέπεια).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο χρήστης τηλεμπάνιστρου αναλαμβάνει σοβαρό ρίσκο, σε περίπτωση επ' αυτοφώρω σβερκώματος, να καταλήξει στο πλησιέστερο νοσηλευτικό ίδρυμα με διάρρηξη του πρωκτικού σφιγκτήρα, συνεπεία της βίαιης εισαγωγής του tool of the trade στο απευθυσμένο του από τον σφίχτερμαν ζοχαδιακό συνοδό της μπανιζομένης δεσποσύνης. Επ' αυτού, ερευνάται από έγκριτους γλωσσολόγους η πιθανή σχέση του σλανγκικού όρου κωλοβάρδουλα με τη λέξη «βάρδια»= σκοπιά, επιφυλακή. Έχει ήδη απορριφθεί η σύνδεση με τη λέξη «βάρδος», εφόσον ως γνωστόν ο γυναικείος αφεδρώνας φημίζεται για αρετές που δεν σχετίζονται με την ερμηνεία ασμάτων, και ως εκτουτού κρείττον σιγάν.

Κατά τα λοιπά, θεωρείται βέβαιο ότι η απόκτηση τρίτου, οπισθίου οφθαλμού διόλου δεν βελτιώνει τις επιδόσεις του ατυχούς χειρώνακτος στο ευγενές άθλημα του οφθαλμόλουτρου, ενώ αντιθέτως του δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα αποχετευτικής φύσεως.

Το τρίτο του μάτι
σε κατασκοπεύει
αλλ' αν τον τσακώσω
από πού θ' αφοδεύει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε συγγρουσιακά πανηγύρια και στις μοιραίες συνέπειες αυτών. Κυριολεκτικά, τουλάστιχον.

Συγγρού αποκαλείται πλέον το κόμμα της Νέας Δημοπρασίας, μετά την πρόσφατη μετεγκατάστασή του από την Ρηγίλλης. Quelle déchéance!

- Τρία πουλάκια κάθονται στη Συγγρού. Την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να σηκώνει τα χέρια ψηλά, οι προτάσεις που κομίζει το έτερο κόμμα εξουσίας επιτείνουν την απογοήτευση σε όσους ήλπιζαν ότι η κρίση θα έβαζε επιτέλους ταφόπλακα στη φαυλότητα της μεταπολίτευσης.
(εδώ)

- Οικονομικό κραχ στη Συγγρού. Δυσκολεύεται ακόμη και για την πληρωμή του ενοικίου στον ιδιοκτήτη των νέων της γραφείων και αναζητεί επειγόντως ένα... μνημόνιο με τις τράπεζες
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified