Further tags

Γνωστή ατάκα του χαριτωμένα ευτραφούς συντρόφου του Αστερίξ που, ως γνωστόν, είχε πέσει μικρός στο καζάνι με το μαγικό φίλτρο. Ο εν λόγω κύριος με χόμπυ τα μενίρ, τα αγριογούρουνα και το ξύλο στους Ρωμαίους, όχι απαραίτητα μ' αυτή τη σειρά, χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη ατάκα χτυπώντας παράλληλα το κεφάλι του με δάχτυλο, γεγονός που παράγει τον ήχο «τοκ, τοκ», μη μπορώντας να καταλάβει τους Ρωμαίους εν γένει.

Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η ατάκα χρησιμοποιείται από διαφόρους (ανεξαρτήτως σωματικού βάρους και χόμπυ) για να δείξουν ότι δεν κατανοούν τη συμπεριφορά ή τις απόψεις τρίτων.

- ... και πήγανε ρε πούστη μου 3 άτομα να κάνουνε μαγκιά στον Τάσο; Ρε ο Τασούλης έχει 258 νταν και 86 μαύρες ζώνες στο καράτε, στο βαράτε, στο ταβερνόξυλο, στο ακίντο, στο ζίου ζίτσου. Ρε 30 να ήτανε, όχι 3, πάλι θα τους έκανε γκάιντα στο ξύλο ο άλλος.
- Τι να πω... (τοκ, τοκ, τοκ) Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι άραγε θέλει να πει ο ποιητής;
Οι πουτάνες με την ελαστική συνείδηση και την τεχνική του διπλαρώματος και της μπαγαποντιάς έχουν αρκετές πιθανότητες να βρούν το δέκα το καλό και να πήξουν στα φράγκα. Οι ελαφρόμυαλες πάλι, προσεγγίζοντας επιδερμικά τη ζωή, χωρίς να βλέπουν και τόσο ορθολογιστικά τα πράγματα, χωρίς να χολοσκάνε με το παραμικρό και χωρίς να πληγώνονται από τις κακοτοπιές της ζωής, βλέπουν τη ζωή χαλαρά και έτσι μες στην καλή χαρά που είναι μπορεί να πέσουν κι αυτές στα μαλακά. Αντίθετα αρκετές απ αυτές που έχουν αρχές στη ζωή τους και ακαδημαϊκά προσόντα και έχουν μάθει να εκλογικεύουν τα πάντα, δε φαίνεται να έχουν και τόσο πολλές πιθανότητες για οικονομική ευρωστία.

- Καλά δεν μπορώ να το χωνέψω. Η Μαιρούλα, μία τόσο καλλιεργημένη κοπέλα και με τόσα πτυχία πήγε και παντρεύτηκε αυτό τον απένταρο και στη δουλειά της παίρνει τρεις και εξήντα, ενώ η Λίλυ που δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και έζησε μια άσωτη ζωή μέχρι τα τριάντα της, κατάφερε και τύλιξε ολόκληρο εφοπλιστή και έχει και περίοπτη θέση στην επιχείρηση του άντρα της.
- Ε, δεν το ξέρεις; Oι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημόσια Επιχείρηση Ξαπλωμένης Αρίδας. Χρησιμοποιείται κυρίως για/από τους τεμπέληδες για να δείξουν ότι δεν κάνουν απολύτως τίποτα.

  1. (Ο1)- Ρε συ ο Κώστας που δουλεύει;
    (Ο2)- O Kώστας; Στέλεχος στη Δ.Ε.Ξ.Α.!

  2. (Ο1)- Πού είπαμε ότι δουλεύεις ρε Τάκη;
    (Ο2)- Στη Δ.Ε.Ξ.Α. ρε. Άσε ,βαράω κάτι υπερωρίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς κοιμάται νωρίς όπως οι κότες και ξυπνάει όπως και οι κοκότες πολύ αργά. Με άλλα λόγια κοιμάται πολύ. Πιστεύει πως ο ύπνος τρέφει το παιδί (τι παιδί; Κάτι δεκάδων Μαΐων μαντραχαλάς) κι ο ήλιος το μοσχάρι. Ο τύπος αυτός δίνει πολλή μεγάλη σημασία στην ηχομόνωση του σπιτιού του και ειδικά του υπνοδωματίου του και δίνει μεγάλη σημασία στην επιλογή του κρεβατιού, του μαξιλαριού και των λοιπών συμπράγκαλων ώστε να έχει ένα μακρύ και ονειρεμένο ύπνο. Του τη σπάει η εργασία και δε γουστάρει να ξενυχτάει. Εξέλιξη για αυτόν είναι η επαύξηση των ωρών της ανάπαυσης.

- Πού είναι ο Τάκης; - Αναπαύεται.
- Μα θα με τρελάνεις; Έχω έρθει δέκα φορές σήμερα και ή αυτό θα ακούω, ή ότι φορτίζει τις μπαταρίες του θα ακούω. Τι συμβαίνει;
- Δεν του συμβαίνει τώρα. Είναι μόνιμη η κατάστασή του. Γεννήθηκε κουρασμένος. Γι' αυτό κοιμάται με τις κότες και ξυπνάει με τις κοκότες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η συμπεριφορά και η διάθεσή κάποιου έχει επηρεαστεί εμφανώς λόγω πραγματικής ή επινοημένης πίεσης / καταναγκασμού.

Ένα αεροπλάνο πέφτει στη ζούγκλα και σώζονται 25 άτομα. Τους βρίσκει μια φυλή και τους πηγαίνουν στο φύλαρχο.

- Βρήκαμε αυτούς. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε τα λιοντάρια.
- Είναι και μια γιαγιά 80 χρονών. Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Τι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;

Τα λιοντάρια όμως έφαγαν μόνο 6 από αυτούς και χόρτασαν. Τους υπόλοιπους τους ξαναγυρίζουν στον φύλαρχο.

- Μείνανε 19. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε οι λεοπαρδάλεις.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Πάλι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;

Και οι λεοπαρδάλεις όμως έφαγαν μόνο 6 και οι άλλοι ξαναγύρισαν στον φύλαρχο που είχε αρχίσει να σπάζεται που του τα πρήζανε συνέχεια.

- Μείναν 13 αρχηγέ. Δεν έχουμε άλλα ζώα να ταΐσουμε. Τι να τους κάνουμε αυτούς;
- Ε, αυτούς πάρτε τους και πηδάτε τους. Δώστε τους να καταλάβουν, ξεπατώστε τους, αλλά μη μου τους ξαναφέρετε εδώ.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;

Τότε πετάγεται η γιαγιά.

- Ε, πια εσύ με τις ερωτήσεις. Τι ζόρι τραβάς με μένα; Μάνα σου είμαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γνωστό ανέκδοτο για ξανθιές και αποτελεί κοροϊδευτικό υπαινιγμό για κάποια που δίνει σεξουαλικές νυχτερινές παραστάσεις καθ' εκάστη, ή σχεδόν έτσι.

-Καλά, τι γίνεται ρε μ' αυτή; Πάντα έτσι ταλαιπωρημένη γυρίζει κάθε πρωί; Σα να μην έχει κλείσει μάτι όλη νύχτα.
- Μάτι; Δε λες καλύτερα ...πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.

Μπούτια ερμητικά κλειστά...χαχαχα (από GATZMAN, 19/09/09)(από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση την οποία ομολογουμένως δεν έχω αυτηκοήσει αλλά παραθέτω λόγω του ότι είναι κατ' εμέ απολύτως unpektable και λίγο πολύ σε αυτό το πνεύμα... Τη διάβασα στην αυτοβιογραφία του Μάρκου (του Συριανού)και όσοι/ες ρεμπετολογίζουν ας την αναλύσουνε λιγάκι... Το νόημα στο φάσμα του κουραφέξαλα....

«Η ανάγκη δε µ' άφησε να µάθω γράµµατα, αλλά κι αυτοί που τα 'µαθαν
τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια είναι».

(από xalikoutis, 09/09/08)(από xalikoutis, 09/09/08)

Βλ. και τον πούτσο κλαίγανε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified