Further tags

Αντίστοιχο προς την αγγλιά a pain in the ass. Ήγουν:

  1. Κυριολεκτικά, ο πόνος στον κώλο. Από αιμορροΐδες, κακό γαμήσι, καλοήθη ή κακοήθη όγκο, ή ό,τι.

  2. Κυριολεκτικά, ένας άλλος πόνος σε άλλο μέρος του σώματος, που είναι όμως τόσο ενοχλητικός όσο και η καθαυτό κωλοκαούρα. Βλ. παράδειγμα 1.

  3. Με τρώει ο κώλος μου να κάνω οπωσδήποτε κάτι, το θέλω οπωσδήποτε, ψυχαναγκαστικά, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, δεν μπορώ να μην το κάνω. Βλ. παράδειγμα 2 και μήδι 1.

  4. Γενικά με τρώει μια ανησυχία πάρα πολύ ως ο γνήσιος πρωκτικάντζας που είμαι. Μια έγνοια, ένας λογισμός για τον οποίο χάνω τον ύπνο μου, ενώ καθ' εαυτόν είναι ανόητος. Βλ. παράδειγμα 3.

  5. Ένας άλλος άνθρωπος, που όχι μόνο μας σπάει τα νεύρα, αλλά είναι σαν πόνος στον κώλο μας. Είναι πρωκτικάντζα, δεν μας αφήνει ούτε στιγμή να ησυχάσουμε. Είναι μπλέξιμο. Συναφώς, είναι ηρωΐδα του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου. Βλ. τελευταίο παράδειγμα.

  1. Από μπλογκ:

Ο κόσμος τελικά έχει γεμίσει μαλάκες. Για την ακρίβεια όλοι είναι μαλάκες εκτός από μένα. Και τον πιτσαδώρο. Και τον Βέγγο. Είμαι τσατισμένος και κατεβάζω χριστοπαναγίες. Αυτή η μέρα ήταν εντελώς γαμημένη. Όχι ότι η χθεσινή ή η προχθεσινή ή όλες οι άλλες δεν ήταν αλλά να σήμερα χιόνιζε. Έχω και την κωλοκαούρα στο στομάχι και φταρνίζομαι. Ακόμα κι η τσόντα που βλέπω είναι σκατά και λέω να κοιμηθώ. Αύριο μπορεί η μέρα να ‘ναι λίγο λιγότερο σκατά. Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα και ξαναφταρνίζομαι.
Είμαι η μύγα που ακουμπάει τα σκατά.
Είμαι η μύγα που περπατά στο ταβάνι.

  1. Είχα μια κωλοκαούρα σήμερα να ορίσω την κωλοκαούρα.

  2. Από φόρουμ:

Για το tt του Μορφέα τι εννοείς; Ότι αν το πάρει θα τον πιάσει κωλοκαούρα για το αν διάλεξε το καλύτερο αμάξι; Ή ότι θα τον κερνάνε τσάι τα γκολφ gti και θα γκρεμιστούν τα όνειρά του για κυριαρχία στη Βούτα.

  1. Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, από το Πρώτο Θέμα.

Οι κρυφόπουστες αυτές ποζάρουν πάνω σε έναν σωρό από χεσμένα βουλευτικά έδρανα και γραφεία, ενδεικτικό σκηνικό του χιούμορ τους, μια και πιστεύουν ότι η κουτοπονηριά της γηραλέας τσιμπουκλούς είναι ταιριαστή με τα δημόσια αξιώματα και καταπίνεται εύκολα από όσους τις παρατηρούν. Ανάμεσα τους διακρίνουμε:

■ Την κυρία Κωλοκαούρα με τις τρεμάμενες σακούλες, που κρέμονται σαν όρχεις με γάγγραινα κάτω από τα ψωλοκομμένα μάτια της. Το μαρσιποφόρο βλέμμα είναι επιβιωσιακή τακτική, μια και οι δερματικές υποδοχές είναι απαραίτητες για να αποθηκεύονται εκεί οι οκάδες διαφθοράς και υποκρισίας που επιτρέπουν στη σιχαμένη αυτή γριά να κοιτάει το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Το συνεχές ψέμα είναι απαραίτητο όσο το οξυγόνο στην εν λόγω (παρ’ ολίγον) «κυρία», προκειμένου να παριστάνει την καθωσπρέπει νοικοκυρά. Αυτόν τον ρόλο παίζει, άλλωστε, τόσο στον ξεφτιλισμένο ετεροφυλόφιλο ψευτογάμο της όσο και κάτω από τον παρακμιακό ομοφυλόφιλο, κατά 35 χρόνια νεότερο, ζιγκολό της. Τον τελευταίο τον ανταμείβει πλουσιοπάροχα για τα ιλουστρασιόν πλυντήρια χρημάτων που εκείνος, κατά φαντασίαν εκδότης, κατασκευάζει για λογαριασμό της αγαπημένης του γριάς κρυφόπουστας χορηγού. Ποντοπόρος στην ξεφτίλα, η κυρία Κωλοκαούρα πρωτοστατεί με την ήσυχη πόζα της στο σκοτεινό αυτό ομαδικό πορτρέτο θηλυπρεπών δοσίλογων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη, ρήμα που χρησιμοποιείται με σαφώς προσβλητική πρόθεση ενάντια στο υποκείμενο της ενέργειάς του: αυτός που παραστεκουλίζει, σύμφωνα με το γλωσσάρι του Αντώνη Ξανθινάκη, «στέκεται κοντά σε μέρος με εκλεκτά φαγητά επιζητώντας να του δώσουν μέρος απ' αυτά».

Σήμερα σε Χανιά και Ρέθυμνο η λέξη έχει πάρει ευρύτερη σημασία, και παραστεκουλίζει εκείνος που προσκολλάται σε ανθρώπους, κοινωνικούς χώρους κλπ προκειμένου να επωφεληθεί (χωρίς απαραίτητα να κάνει εκδουλεύσεις, απλά υπενθυμίζοντας την παρουσία του ή κάνοντας κολλητηλίκια). Μολονότι το ρήμα ενέχει το στοιχείο του παρασιτισμού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός που παραστεκουλίζει μπορεί να το κάνει και με την ανοχή ή την παθητική ενθάρρυνση των άλλων, γεγονός που σημαίνει ότι σ' όποιο κύκλο θωρείς πολλούς να παραστεκουλίζουνε, ίσια σκατά 'ναι και το κέντρο και η περιφέρεια.

Από το παρα-στέκω + την κατάληξη -ουλίζω, που αδυνατίζει την ισχύ και ευτελίζει τη σημασία του ρήματος (βλ. βήχω-βηχουλίζω κλπ) –αυτόν που παραστεκουλίζει δεν είναι να τον υπολογίζεις και σοβαρά για συν-παρά-σταση.

Το ρήμα έχει κι άλλες, παρεμφερείς στο βάθος, σημασίες, όπως κωλυσιεργώ ή διστάζω να προσεγγίσω, να συμμετάσχω σε κάτι, να κάνω αισθητή την παρουσία μου κλπ. Αυτός που παραστεκουλίζει στερείται τόσο ικανοτήτων, όσο και παρρησίας, οπότε γενικά είναι ο διστακτικός σε σημείο παρεξηγήσεως (αυτός που μάλλον κάτι επιζητεί με τη δράση-αδράνεια, παρουσία-απουσία του).

Σπανιότερα το ρήμα δεν έχει τόσο αρνητική έννοια, και σημαίνει τη διακριτική παρουσία, που δεν ενοχλεί ή παρασιτεί, αλλά και που δεν έχει και ουσία.

— Δε μου λέεις μρε Σπύρο, τη Μπάσα Σάστα ποιος την έφερε για συναυλία;
— Ο αντιδήμαρχος πολιτισμού, ο Στελής ο τρακτεράς...
— Ίντα λέει, αντιδήμαρχος πολιτισμού ο Στελής ίντα πολιτισμό μωρέ κατέει το έχνος... — Πολιτισμό; Ε, κακομοίρη, αυτός επαραστεκούλιζε στο γραφείο του Γιαννομαρκάκη εδά και δέκα χρόνια, και τον έβαλε στο ψηφοδέλτιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη τριπλέτα ιδιοτήτων είναι ο καταπιεσμένος πόθος πολλών ετεροφυλόφυλων, μη πρεζάκηδων αριστερών και αναρχικών, οι οποίοι, στα νεανικά και παραγωγικά τους χρόνια, χτίζουν την κοινωνική τους υπόσταση και υπόληψη (και αναπαραγωγή, βεβαίως) πατώντας, -όπως γενικά η αριστερά / αναρχία στην Ελλάδα- σε δυο βάρκες: από τη μια στην προοδευτική αριστεροσύνη και από την άλλη στις παραδοσιακές αξίες και τα συστήματα «τιμής και ντροπής» που λένε και οι ανθρωπολόγοι.

Έτσι, ο μέσος άρρην αριστερός και αναρχικός ήταν και εν πολλοίς παραμένει μάτσο -αν και δηλώνει μη ομοφοβικός, δεν γουστάρει την ξεφτίλα της πρέζας και για ιδεολογικούς λόγους (που πολλές φορές είναι κεκαλυμμένη ατολμία, βεβαίως) και όλ΄αυτά συνδέονται και με το ότι (θέλει να) θεωρεί εαυτόν και να τον θεωρούν αδιασάλευτα μάχιμο στα μετερίζια των κοινωνικών αγώνων και βαθιά καταρτισμένο θεωρητικά. Άλλωστε η επίσημη αριστερή ηθική ήθελε τους κομμουνιστές πιο «ηθικούς» και αξιακά πατροπαράδοτους κι απ΄τους δεξιούς ακόμα σε πολλά, και «ιδιωτικά», θα τα λέγαμε σήμερα, θέματα.

Το σχετικό, καταστατικό υπαρκτικά, ηθικό άγχος του Έλληνα αριστερού, σε πολλές περιπτώσεις ατονεί με την πάροδο των χρόνων, ακόμα και αν ή ειδικά αν έχει επέλθει η κινηματική καταξίωση. «Αριστερό παρελθόν = δεξιό παρόν» λένε πολλοί και, αν και η συνέπεια στις στάσεις και τις ιδέες μέχρι το γήρας αξιολογείται θετικά, ο ηλικιωμένος αριστερός που συντηρητικοποιείται, απολαμβάνει και ενός σχετικού ακαταλόγιστου.

Το ακαταλόγιστο αυτό σε υπερβολική μορφή δοκιμάζεται από την τριπλή jouissance του λήμματος: μετά από μια ηλικία ή μετά από ένα βαθμό εγνωσμένης προσφοράς δεν έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τα ψωμιά σου τα 'χεις φάει, κι ό,τι απαγορευμένο κι αν δοκιμάσεις ή πεις, λογικά θα αντιμετωπιστεί με αμηχανία, αλλά και επιείκεια και γενικά ζμπούτσας.

Παρατηρήσατε ότι γίνεται η παραδοχή ότι η δεξιά έχει κι αυτή τη γοητεία και ηδονή της (πρβλ: ΔΑΠΑΡΑ, ΔΑΠΑΡΑ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΤΣΕΓΚΕΒΑΡΑ).

[κλασικοί νεανικοί προβληματισμοί / διάλογοι αριστεροαναρχοπαίδων]

  1. - Τι λέει ρε αυτός ο Ντεμπόρ, τι γράφει ο άθρωπας, πώς την είχε δει έτσι;
    - Τι διαβάζεις;
    - Τον Πανηγυρικό...
    - Α ναι, του πότε είναι αυτό;
    - 1989 λέει...
    - Ε, καλά, κι εγώ μετά τα 60 δικέ μου πούστης, πρεζάκιας και δεξιός θα γίνω... (για την ακρίβεια όταν έγραψε τον Πανηγυρικό ήταν 58 - 59 και κατά δήλωση του ισόβια αλκοολικός)...

  2. - Τί' ν' αυτά που λέει ρε συ ο παππούς σου;
    - Τι ρε μαλάκα, έχει κάνει φυλακές, εξορία ο δικός σου, μην τον βλέπεις έτσι...
    - Ε, τώρα καρατζεφερίζει, φουλ όμως...
    - Ε, καλά, μ΄αυτά που τράβηξε, κι εγώ στην ηλικία του θα το γύρναγα ανοιχτά, πούστης, πρεζάκιας και δεξιός φίλε, να ρεφάρω...

Η ορίτζιναλ βερσιόν (από Khan, 21/12/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάλια...

Κολλάει ακριβώς όπου κολλάει και η παραπάνω λέξη, ή και το συναίσθημα που απορρέει από μια χάλια κατάσταση!!!

Έχει προέλθει από χαρτοπαίγνιο.

- Τι θα γίνει με την Μαίρη, θα το στεφανωθείς το κοριτσάκι;
- Μπααα, τώρα τελευταία, κάθε φορά που βγαίνουμε, με πρήζει. Που δεν έχω δουλειά σταθερή, δεν έχω αυτοκίνητο δικό μου, δεν έχω τελειώσει ακόμα το πτυχίο, άσ' τα σου λέω... οκτώ καρώ με κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πιο αργό τρόπο δεν γίνεται. Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην καθυστέρηση των Ρώσων, αλλά ούτε στην διανοητική, πιο γνωστή ως κατελισμός. Είναι το ύστατο στάδιο αργοπορίας, κούρασης και όλα τα συναφή. Τα παραδείγματα θα σας δώσουν μια πιο καθαρή εικόνα.

  1. -Πωω ρεπστ μου! Αν είναι δυνατόν! 40 λεπτά καθόμαστε και ακόμα να περάσει το 046;! Πιο αργά και από την καθυστέρηση πάει!!!
    -...Live your myth in Greece...

  2. -Συγνώμη! Κοπελιά! ... Έχει περάσει μισή ώρα από τότε που παραγγείλαμε εκείνα τα σουβλάκια. Κόκκαλα έχουν;
    -Εεε κοιτάξτε, έχει πολύ εεε δουλειά το εεε μαγαζί καιιιι...
    -Άσ'το. Τι να πεις και εσύ καημένη; Όλοι εδώ μέσα είστε πιο αργοί και από τη καθυστέρηση...

  3. (Κουβεντούλα κοριτσιών)
    -Χθες μου έτυχε ένας...άσε...πιο αργός από την καθυστέρηση ο τύπος!

(από xalikoutis, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπολικούρα σε πρακτικό και καθημερινό επίπεδο δηλώνει την αναίτια και μη πρακτική προσθήκη εξαρτημάτων οποιασδήποτε μορφής (βλέπε κάγκουρες), ή, στην περίπτωση του προφορικής επικοινωνίας, την εκφορά προφορικού λόγου με ανούσιο (πολλές φορές) και επιτηδευμένο λεξιλόγιο, ή την σύνταξη γραπτού λόγου με χρήση των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν αμέσως πριν.

Η έκφραση μπολικούρα δηλώνει επίσης την επίδειξη συμπεριφορών με σκοπό τον εντυπωσιασμό των παραληπτών του μηνύματος μέσω της επιτηδευμένης υπερβολής του αρχικού συντάκτη.

Μία ακόμη μορφή της λέξης περιγράφει κάποιον που συγκεντρώνει το σύνολο των χαρακτηριστικών της προηγούμενης παραγράφου, ο οποίος και δηλώνεται ως μπολικούρας (για κάποιο μυστήριο λόγο, ο χαρακτηρισμός δεν συναντάται σε άλλο γένος πέραν του αρσενικού).

Δυστυχώς, η μπολικούρα κυριαρχεί πλέον στις ζωές μας, από τον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο, τα ΜΜΕ, έως την επίδειξη και την ατελείωτη ποζεριά των συνανθρώπων μας...

  1. — Πήγα να κάνω το κείμενο και έπηξα για να γράψω 3 σελίδες...
    — Εμ τι τις θες και εσύ τις μπολικούρες; Γράψε δυο-τρεις μαλακίες και δώσ' το.

  2. Πολύ μπολικούρας ο Γιωργάκης... Λες και έχει κηρύξει σταυροφορία κατά του μινιμαλισμού.

(από Vrastaman, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υπονοεί τον γκαντέμη.
Δεν είναι κάποια γκόμενα η λιλή. Είναι η Ντάμα μπαστούνι! Και ναι, είναι από το χαρτοπαίγνιο, τις «κούπες». Το οποίο γνώρισε την αναγέννηση στον καιρό του διαδικτύου. Η «λιλή» ή «κούπες», παίζονταν στα καφενεία 30 χρόνια πριν. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αυτός που μένει με την ντάμα μπαστούνι -ή την κερδίζει στην χαρτωσιά- ουσιαστικά είναι ο χαμένος, μια και το συγκεκριμένο χαρτί μετράει για 13 πόντους. Και για την ακρίβεια «μένω με τη λιλή» σημαίνει ότι μου μοιράστηκε η ντάμα μπαστούνι και δεν μπόρεσα να την ξεφορτωθώ κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.

- Πάμε να ρίξουμε ένα τζόκερ, έχει τζακ-ποτ.
- Μαζί σου όχι, εσύ μένεις με τη λιλή κάθε απόγευμα στο καφενείο! θα πάμε χώρια!

(από electron, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Η συνεχής ελαφρά σύσπαση των μυών, που φυσιολογικά υπάρχει ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας, ονομάζεται μυϊκός τόνος. Σπαστικότητα είναι η παθολογική αύξηση του μυϊκού τόνου, που εκδηλώνεται ως αντίσταση τύπου ελατηρίου στην κίνηση», λέει το νετ.

Είναι σαφές ότι η πάθηση αυτή θα εντοπιζόταν από τους «υγιείς» του κόσμου τούτου και θα έμπαινε στις διάφορες σλανγκ για να κακοχαρακτηρίσει κάποιον. Οι αμερικλάνοι και οι εγγλέζοι το χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον φύτουκλα, τον καθυστέρα, τον βλάκα, τον ανίκανο, τον τον τον...

Σε μας, η έκφραση πήρε τυχαία μια πιο ήπια αρνητική χροιά (που λέει ο λόγος θα μπορούσε να την χρησιμοποιεί και ένας πραγματικός σπαστικός), μάλλον επειδή αφετηρία της υπήρξε η έκφραση «την σπάω σε κάποιον», ή το «σπάω τα νεύρα κάποιου» (πλάκα-πλάκα σπασμένα νεύρα έχουν κι αυτοί...) κλπ, και σημαίνει τον υποχόνδριο ή απλώς ενοχλητικό άνθρωπο (ή, σπανιότερα αντικείμενο / κατάσταση).

Είναι πολύ παλιά έκφραση, μάλλον ξεπερασμένη, χρησιμοποιείται δε αβέρτα από τα παιδιά.

Νονός: BuBis

  1. - Έπλυνες τα χέρια σου πριν βάλεις παγάκια;
    - Ρε μαλάκα, μην γίνεσαι σπαστικός, σιγά τα λάχανα, το οινόπνευμα σκοτώνει τα μικρόβια...

  2. - Κυρία, κυρία, ο Μιχάλης με πειράζει!
    - Τι σου έκανε, παιδί μου;
    - Είναι πολύ σπαστικός!

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισθησιακό αλλά και προστυχάτο (κατά το μαντολάτο, ή το μαστιχάτο), με μία λέξη καβλιάρικο. Είναι συνώνυμό του, αλλά χρησιμοποιείται σε τρε κομιλφό, καταστάσεις. Επειδή εμπεριέχει και το γαλλικό στοιχείο, συνήθως βγαίνει από γυναικεία χείλη. Επίσης, οι βέροι Γαλλομαθείς μπορούν να προσθέσουν και το τρέ πριν από το λήμμα, για να δικαιολογήσουν και τα λεφτά που χάλασαν οι γονείς τους στα ιδιαίτερα.

Ποσοτική ανάλυση.
- Καβλωτικό, 70% πρόστυχο, 30% αισθησιακό
- Καβλιάρικο, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% παιχνιδιάρικο (κάνει και ρίμα)
- καβλωτίκ, 30% πρόστυχο, 30% αισθησιακό, 40% (μάλλον θα γαμήσουμε)

Η δημιουργία τη λέξης είναι σαφής, κάβλα (ουσιαστικό) + -ικ (-ique, γαλλική κατάληξη). Η μόδα με όλες αυτές τις γαλλικές καταλήξεις σε θέματα και λήμματα που έχουν να κάνουν με σεξ, πρέπει να έχει τη βάση τους στις γαλλικές αισθησιακές ταινίες της δεκαετίας του 1970, όπως το «Erothèque», ή οι πρώτες Εμμανουέλες. Αυτό το κομμάτι του γαλλικού σινεμά (που ακόμα δεν έχουν αγγίξει οι κριτικοί), έχει αφήσει κυριολεκτικά το στίγμα του σε χιλιάδες σεντόνια εφήβων, από τις αρχές του 70 και μέχρι περίπου το '87 (Μάρτη ή Απρίλη του '87 για να ακριβολογούμε). Από τέλος δεκαετίας ογδόντα κατεστήθη πασέ το είδος.

- Ωραίο το μέιλ που μου έστειλες αλλά σε παρακαλώ μη μου στέλνεις τέτοια πράγματα στο μέιλ της δουλειάς.
- Pourquoi;
- Pourquoi (sic) καμιά φορά τα βλέπει και η διευθύντρια. Και το ύφος είναι τρε καβλωτίκ για να το αντέξει. Έχει πατήσει τα εξήντα, και μπορεί να μου ζητάει το τηλέφωνό σου.

βλ. και καυλερός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified