Further tags

Αυτός που είναι απίστευτα μακάβριος. Η ετυμολογία είναι αυτονόητη.
Copyright: Παναγιώτης Μαυριώτης. (Εναλλακτική ορθογραφία: μακμεθαύριος).

- Πώωω ρε συ...καλά και τού 'κοψε το κεφάλι στην ψύχρα; Τι ταινίες μακάβριες είναι αυτές που βλέπεις;
- Άσ' τα, μη σου πω και μακμεθάβριες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναδική ευκαιρία.

Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.

- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω στα όριά μου. Η φράση μάλλον προέρχεται από τα κοντέρ των αυτοκινήτων και συναφείς μετρητές, όπου οι μάξιμουμ τιμές συνοδεύονται και από το κόκκινο χρώμα, όπως στην εικόνα.

Ίσως όμως να προέρχεται και από το ξαφνικό κοκκίνισμα στο οπτικό πεδίο (redout) που μπορούν να πάθουν οι πιλότοι κατά την πτήση, λόγω της αρνητικής βαρύτητας.

- Αυτόν τον καιρό τρέχω σε δεκαπέντε δουλειές κι έχω χτυπήσει κόκκινα! Ελπίζω να ξεμπερδέψω γιατί δεν την παλεύω για πολύ ακόμα...

(από Cunning Linguist, 04/04/08)

βλ. και στο έντεκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως προτάσσεται το ρήμα πουλάω. Λέγεται για μικροαπατεωνιές και ψιλοεξαπατήσεις, όταν κάποιος μας πλασάρει σαβούρα για καλό πράμα ή όταν κάποιος λέει μεγάλα λόγια για να φαίνεται σημαντικός χωρίς να είναι.

Πολλά μας τα 'πε. Μας πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αρέσει αυτό που τρώω, ευχαρίστηση για φαγητό.

Πω ρε φίλε, ντερλίκωσα, έφαγα δυο σουβλάκια, το ευχαριστήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι μια ευκαιρία την κατάλληλη στιγμή.

  1. - Η γκόμενα με κοιτάει συνέχεια... Λες να γουστάρει;
    - Έτσι μου φαίνεται ρε μαλάκα... Άντε, χώσου!

  2. - Και πώς το έκλεισες το live ρε μορφέα;
    - Έτσι όπως άραζα στο μαγαζί, πήρα γραμμή δυο τύπους να λένε ότι ψάχνουν ακόμα ένα συγκρότημα για να κλείσουνε live... Ε, χώθηκα αμέσως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά λυσσάω για (να φάω) ψωμί, δηλαδή πεινάω πολύ αλλά δεν έχω λεφτά να αγοράσω ούτε ψωμί να φάω. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει οικονομικές δυσκολίες (βλέπε και κάνω το σκατό μου παξιμάδι). Επιπλέον, μπορεί να δηλώνει και την εθελούσια πείνα για λόγους αδυνατίσματος.

Ουσιαστικό: η ψωμόλυσσα.

  1. - Καλά, τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ψωμολυσσάνε κι εσύ παραγγέλνεις δυο πιάτα και δεν τρως τίποτα; Τι μαλάκας είσαι;

  2. - Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
    - Σπίτι... Αφού μου έχουν καθυστερήσει τους μισθούς κι έχω ψωμολυσσάξει να πούμε, για ταξίδια κι έξοδα είμαι τώρα...

  3. - Ρε αναίσθητε, εγώ κάνω δίαιτα και ψωμολυσσάω κι εσύ πήρες γλυκό να φας μπροστά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απαξιωτική, χρησιμοποιείται για να υποδείξει κάποιους οι οποίοι ενώ κανονικά θα έπρεπε να κάνουν τουμπεκί, παρόλα αυτά πετάγονται σαν την σφηνόπουτσα και μιλάνε για πράγματα που δεν γνωρίζουν. Από εικονοποιητική/ακουστική άποψη δε η έκφραση είναι πολύ γλαφυρή, καθώς όλοι γνωρίζουμε πώς μιλάει ένας κώλος...

- Καλά, χθες βράδυ διάβασα ένα χριστιανικό βιβλιαράκι για τα υποσυνείδητα μηνύματα εις το ροκ... Έλεγε ότι το ροκ και το χέβυ μέταλ είναι φτηνή και κακή μουσική, άσε που είναι και του Σατανά...
- Χάχα! Ποιος τό 'γραψε;
- Ε, κάποιος πατήρ Μαλαπέρδας, δεν θυμάμαι το όνομά του...
- Και αυτός είναι μουσικός;
- Όχι, δεν λέει τίποτα τέτοιο στο βιβλίο...
- Α κατάλαβα, μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι!

Από Α.Μ.Α.Ν., όλα τα λεφτά! (από Cunning Linguist, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το κάναμε μόδα κι έγινε συνήθειο, μας είπαν να χέσουμε κι εμείς ξεκωλωθήκαμε, μας άρεσε το σκηνικό και δε λέμε να ξεκολλήσουμε. Κυριολεκτικά ίσως σημαίνει ότι είπαμε να το δοκιμάσουμε λίγο για να δούμε πώς είναι ρε αδερφέ και τελικώς τον παίρνουμε πλέον συστηματικά και κατ' εξακολούθησιν.

  1. - Του είπα να περάσει από το σπίτι αφού το γραφείο είναι δίπλα αν χρειαστεί κάτι και το 'χει πάρει ο κώλος του παραμύθι και μου κουβαλιέται κάθε μέρα. Πες μου εσύ τί να κάνω τώρα...

  2. - Μία φορά έκανα το λάθος να την πάω στην Tod's να πάρει μία τσάντα και δεν έχω βρει ησυχία από τότε.
    - Εμ, σου τά 'λεγα εγώ ότι θα το πάρει ο κώλος της παραμύθι και θα σου σκοτίζει τ' αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της ομολογουμένως ολιγομελούς οικογενείας εκφράσεων του γενικού τύπου δεν έβαλε [μέρος σώματος] [θέση], η οποία αριθμεί 2 μέλη με το δεν έβαλε γλώσσα μέσα να αποτελεί το δεύτερο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι το υποκείμενο είναι υπερκινητικό και δε λέει να κάτσει στ' αυγά του αλλά πηγαίνει από 'δω κι από 'κει ζαλίζοντας γενικώς τ' αρχίδια των παρευρισκομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης αναφέρεται στο χορό. (βλ. παράδειγμα)

- Πώς περάσατε στη δεξίωση του γάμου χθες;
- Πώς να περάσουμε Χαραλάμπη μου; Η κυρά δεν έβαλε κώλο κάτω. Τι νησιώτικα χόρεψε, τι καλαματιανά, μέχρι και ζεϊμπέκικο είπε να χορέψει και το χειρότερο είναι ότι όλο ερχόταν και με τραβολογούσε να σηκωθώ κι εγώ. Εγώ είχα έναν κάλο που μ΄είχε πεθάνει, πού να σηκωθώ; Άστα, μέχρι τις 3 τραβιόμασταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified