Further tags

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από γνωστό ανέκδοτο για ξανθιές και αποτελεί κοροϊδευτικό υπαινιγμό για κάποια που δίνει σεξουαλικές νυχτερινές παραστάσεις καθ' εκάστη, ή σχεδόν έτσι.

-Καλά, τι γίνεται ρε μ' αυτή; Πάντα έτσι ταλαιπωρημένη γυρίζει κάθε πρωί; Σα να μην έχει κλείσει μάτι όλη νύχτα.
- Μάτι; Δε λες καλύτερα ...πάλι δεν έκλεισε μπούτι όλη νύχτα.

Μπούτια ερμητικά κλειστά...χαχαχα (από GATZMAN, 19/09/09)(από GATZMAN, 07/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κατά τρόπο διαφορετικό από τον κλασσικό: το κέντρο της παλάμης τοποθετείται πάνω στη βάλανο, ενώ τα δάχτυλα τοποθετούνται στον κύριο κορμό περιμετρικά, δημιουργώντας ταλάντευση στο πάνω μέρος του πέους.

- Πού ήσουν ρε μεγάλε χαμένος, σε έψαχνα παντού;
- Έριξα μία φουφουλάτη φίλε, ξεγυρισμένη....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δουλειά που γίνεται διεκπεραιωτικά, στα γρήγορα, πρόχειρα, εκμεταλλευτικά και χωρίς ενοχές για όλα αυτά...

Πολύ ξεπέτα το report φίλε, φαίνεται, ξεπέτα έχει κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσαμπουκάς, μανούρα, χειροδικία και λογομαχία.

  2. Ψυχοφθόρα και κοπιαστική κατάσταση προκαλούμενη από κατά συρροή σπασαρχίδες.

  3. (μεταφορικά) Συνουσία με πολύ μπαλαμούτι εκατέρωθεν, το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δυο πλάτες.

  1. - Τι έγινε κι είσαι έτσι ρε Αντώνη;
    - Άσε, μου 'κανε πάλι ένα μανικουλέ ο γείτονας για το πάρκινγκ, στο τέλος θα σκοτωθούμε, θα με θυμηθείς.

  2. - Τι μανικουλές κι αυτή η απογραφή ρε φίλε να πούμε, κάθε τέλος του μήνα.

  3. - Πω πω φίλε με κοιτάει κι αυτή, θα γίνει μανικουλές σου λέω, το αιστάνομαι!

Βλ. και σχετικό με το (2) λήμμα μανίκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μειωμένης εγκεφαλικής λειτουργίας, ντάγκλας, μετά από κατανάλωση ικανής ποσότητας σουβλακοειδών. Μπορεί να εμφανιστεί και έντονη εφίδρωση, αίσθημα ματαιότητας και ενοχής.

- Πω πω αποσουβλάκωση, πού να χωνέψεις τέτοια ώρα...
- Ναι ρε πστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάση σε βρώμικο για εφοδιασμό με πιτόγυρους. Ακολουθεί αποσουβλάκωση.

- Θα το δούμε το ματσάκι τελικά ρε;
- Ναι, πάμε για πιτ στοπ πρώτα και αράζουμε σπίτι μου, τι λες;
- Αμέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν υπάρχει εμπλοκή. Κυρίως όταν κολλάς και κάνεις μία μαλακία ή ξεχνάς να κάνεις κάτι. Επίσης όταν δεις μία ωραία κοπέλα.

  1. - Γιατί αργείς να μου απαντήσεις;
    - Άσε ρε φίλε, μιλάω με 10 άτομα ταυτόχρονα και έχω πάθει τσοκομπέουμ.

  2. - Σου άρεσε αυτή που ήταν χθες στο μπαρ;
    - Άσε, έχω πάθει τσοκομπέουμ με την παρτη της...

Βλ. και σχετικό λήμμα σκουρδουμπλούκου, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβάντζα ή καβάτζα: κατάλληλο μέρος για στήσιμο σκηνής (απήνεμο, ανήλιαγο, κλπ κλπ).

Το αίσθημα ιδιοκτησίας, νομής κατοχής και ψιλής κυριότητας προς αυτό το μέρος και των βοηθητικών του χώρων (γύρω καβάτζες) συνήθως αυξάνει ευθέως ανάλογα προς το βαθμό χιπισμού (άρα και αντι-ιδιοκτησιακής ρητορείας) του κατασκηνωτή.

Επίσης, βαρετό θέμα συζήτησης μεταξύ ελευθεροκατασκηνωτών που βρίσκονται τον Σεπτέμβρη και δεν έχουν ουσιαστικά κάτι να συζητήσουν...

- Μου 'κατσε στο Κεδρόδασος μια καβάτζα μπερεκέτι, φίλε...μέχρι Νοέμβρη καθόμουνα, σου λέω...
- Ναι, ε; Γαμώ φίλε...

Βλέπε και χεσοκαβάντζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση την οποία ομολογουμένως δεν έχω αυτηκοήσει αλλά παραθέτω λόγω του ότι είναι κατ' εμέ απολύτως unpektable και λίγο πολύ σε αυτό το πνεύμα... Τη διάβασα στην αυτοβιογραφία του Μάρκου (του Συριανού)και όσοι/ες ρεμπετολογίζουν ας την αναλύσουνε λιγάκι... Το νόημα στο φάσμα του κουραφέξαλα....

«Η ανάγκη δε µ' άφησε να µάθω γράµµατα, αλλά κι αυτοί που τα 'µαθαν
τζούρα µαχαλάς κι αέρας πελεκούδια είναι».

(από xalikoutis, 09/09/08)(από xalikoutis, 09/09/08)

Βλ. και τον πούτσο κλαίγανε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified