Further tags

Κουνιέμαι υπερβολικά περπατώντας στον δρόμο.

Η τύπισσα κουνιόταν σα να είχε καταπιεί τον Εγκέλαδο. Όλοι την σχολίαζαν, αλλά αυτή καμάρωνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιος κάνει πράγματα πίσω από την πλάτη σου.
  2. Πουστιά.
  3. Ανώφελα, ανούσια.
  4. Βλακεία, μαλακία.

-Άσε ρε Μπάμπη τα μπλα μπλα και την παπάτζα. Τυφλά πουτσιλίκι πουλάς, σοβαρέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μουνί καπέλο, μουνί καλλιγραφία, ή σκέτο μουνί, για να εκφράσει την κακή κατάσταση ή εμφάνιση ενός αντικειμένου ή μιας φάσης.

Προκύπτει απ' τον ομώνυμο προπονητή του Παναθηναϊκού. Ο όρος έκανε την εμφάνισή του στο δεύτερο μισό του 2006 κι έκτοτε η χρήση του έχει γνωρίσει ευρεία αποδοχή.

-Έχεις καμιά μπλούζα ν' αλλάξω γιατί έβρεχε όπως βλέπεις κι έγινα μουνιόθ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προσβολή, συνήθως μπροστά σε άτομα που δε θα έπρεπε να είχε γίνει, αποτελώντας μέγιστη προσβολή και δημόσια ξεφτίλα.

Του χουφτώνουν τη γυναίκα μπροστά του, τον αποκαλούν βλακάκο μπροστά του, κατουράνε το αμάξι του μπροστά του, κολλάνε τις μύξες τους στα ρούχα του μπροστά του και δεν κάνει τίποτα! Τη μία προσβόλα μετά την άλλη τρώει ο ξεφτίλας...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διορθώνω με blanco.

-Πάλι τζατζικώνεις; Αν δε προσέξεις θα φας δύο blanco τη σελίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπινελίκωμα με μάνες. Θεωρείται το ύψιστο στάδιο ύβρεως προς κάποιον, γι' αυτό κι επιστρατεύεται σε περιπτώσεις εξέχουσας προστριβής. Χρησιμοποιείται προσεκτικά.

ΟΚ ρε φίλε, ντάξ'. Τελευταία φορά όμως. Την επόμενη θα τον αρχίσω στο μάνογουορ και δεν τον σώζει τίποτα και κανένας!

Manowar, Manowar, livin\' on the road... (από Cunning Linguist, 05/05/09)(από xalikoutis, 31/01/15)

Δες και αστοδιάλογος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα επεισόδια που γίνονται σε πορείες ή στα γήπεδα που δεν έχουν κάποιο νόημα ή ιδιαίτερο στόχο και απλά προκαλούν αναστάτωση.

Και ενώ είχε συμφωνηθεί πως η πορεία θα είναι ειρηνική, αρχίζουν κάτι πιτσιρικάδες τα μπάχαλα και σπάνε μια στάση λεωφορείου και κάτι καρτοτηλέφωνα. Ορμήσαν τα ΜΑΤ και πήραν όλη την πορεία στο κυνήγι.

(από Khan, 29/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που συναντάται συχνά σε φοιτητές που μαζεύονται σε ένα σπίτι και πίνουν μπάφους όλο το βράδυ.

Εκτός από το συνεχές στρίψιμο και κάπνισμα, συχνά απασχολούνται με ασχολίες που δεν απαιτούν σκέψη, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης (συνήθως ηλίθιων εκπομπών και όχι ταινιών), μουσικής και πιο συχνά από όλα λιώσιμο στο playstation.

Αναφέρεται και ως λιώσιμο ή άραγμα.

- Θα έρθεις το βράδυ στον Μιχάλη, ψώνισε σήμερα και έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε για μπαφοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγορά χασίς.

Πρέπει να ψωνίσω οπωσδήποτε, έχω πολλές μέρες να πιω και έχει και Champions League σήμερα, το τραβάει. Αλλά η άκρη μου λείπει ταξίδι ρε γαμώτο.

Δες και γίνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified