Further tags

Έκφραση που υποδηλώνει τον ευσεβή πόθο μας για άμεσο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πόθο που ωιμέ! αναχαιτίζεται την σήμερον ημέρα από τον νόμο, την κοινωνική πρόοδο, τον πολιτισμό γενικά, και καταπνίγει την ελευθερία μας να διευθετήσουμε μια κατάσταση χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η έκφραση σημαίνει κατά βάθος «αν γινόταν, την κοινωνία μου μέσα, τον σκότωνα το μπούστη». Κατά βάθος επίσης εκφράζει ασυνείδητη ζήλια...

Σε στιγμές μεγάλης οργής χρησιμοποιείται ο ενεστώτας χρόνος (τον σκοτώνω...).

Λέμε και: τον έπνιγα, τον έσκιζα, τον καθάριζα, τον κανόνιζα, τον τσάκιζα κλπκλπ.

«Σκοτώνω άνθρωπο»: παλιά ξενερουά έκφραση για τον μεγάλο θυμό, τα πολλά νεύρα. Τόσα που σκοτώνεις, όχι κάτι υποδεέστερο του ανθρώπου (τι κομψό...), αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, αμέ.

  1. - Τον είδες το μαλάκα φάτσα που έχει και βγαίνει και στην τηλεόραση το μουνί;
    - Τον σκότωνα...

  2. Δεν πάω πουθενά σήμερα. Με τα νεύρα που έχω σκοτώνω άνθρωπο, καλύτερα να μείνω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοτρίβομαι, σαχλαμαρίζω που θά 'λεγαν οι παλιοί, κουνιέμαι, τρίβομαι στη γκλίτσα του τσοπάνη. Δίνω το πράσινο φως στο άλλο φύλο με νάζια και κολπάκια.

Σημαίνει όμως και γουτσίζω και λέγεται και για ζευγάρι που το παρακάνει στην εκδήλωση τρυφερότητας του ενός προς τον άλλον.

  1. - Χθες ήρθε η Σάσα στο σπίτι και με το που είδε τον αδελφό μου άρχισε να πιπιλιέται μαζί του μπροστά στη μάνα μας.
    - Κι αυτός;
    - Άλλο που δεν ήθελε ο μαλάκας. Και τελικά, τ' άκουσα για λογαριασμό του. Τι φίλες είναι αυτές που έχω, και τέτοια. Σιγά μην έλεγε τίποτα η μάνα στον γιόκα της...

  2. Πήγαμε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τον Σάκη και την Άννα και μας έσπασαν τ' αρχίδια, δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα βήμα και κάθε τόσο τους είχαμε να πιπιλιούνται σε κάποια γωνιά. Δεν ευχαριστήθηκα τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι περίτεχνες χορευτικές (;) κινήσεις κάποιου ο οποίος έχει μεθύσει με μπύρα. Η ομορφιά, μαεστρία και ο συγχρονισμός των εν λόγω κινήσεων είναι ανάλογος με την ποσότητα ζύθου που έχει καταναλώσει. Συνήθως οι μπυρουέτες σώζουν κάποιο μικρό κομμάτι από την αξιοπρέπεια του μέρθου μιας και κάθε φορά που πάει να πέσει ένα βαθύ και υγρό ρέψιμο, από αυτά που διαλύουν τις φωνητικές χορδές, τον βοηθάει να σταθεί στα πόδια του.

Παρόλα αυτά το μεγαλύτερο κομμάτι της αξιοπρέπειας πάλι δεν ξεφεύγει από τον συνήθη διασυρμό που ακολουθεί το, πολύ, ποτό. Εν μέσω μπυρουέτας ο μεθυσμένος θέλει να λύσει σημαντικά προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο, να αγαπήσει όλους όσους είναι γύρω του, να θυμηθεί ότι είναι το καλύτερο παιδί και να κάνει μεγάλες παύσεις μετά από τις λέξεις «Κάτσε να σου πω..». Και όλα αυτά ενώ κάνει κινήσεις αλόγου σε αγώνα σκάκι (ή για όσους παίζουν φιδάκι την κίνηση που κάνει η σκάλα στο τετράγωνο 32, απαιτείται το αυθεντικό παιχνίδι). Υπάρχει αρκετή παραφιλολογία σχετικά με το ποια μάρκα μπύρας προκαλεί τις καλύτερες μπυρουέτες και μάλιστα έχουν βγει και κάποια συμπεράσματα τα οποία, λόγω απόρριψης πρότασής μου για χρηματοδότηση από μεγάλη εταιρεία, κάπου τα έχασα.

Παντελής: - Μάστορα, πιάσε κι άλλη μια πεντάδα ξανθιές.
Διομήδης: - Όχι κι άλλες ρε Λάκη, θα σου γίνει το συκώτι σαν τα γεμιστά της μάνας σου.
Λάκης (τώρα τον ξέρετε καλύτερα): - Σιγά ρε φίλε, μια χαρά είμαι. Πίνουμε αυτές και πάμε σπίτι.
Διομήδης: - Καλά, πάλι θα ξυπνήσεις με κράμπες και πιασμένος και θα λες τι έκανα χτες. Έχω γεμίσει το κινητό μου βίντεο με μπυρουέτες σου ρε. Πολύ χορό ρίχνεις ρε συ...
Λάκης: - Λοιπόν, κάτσε να σου πω, να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κοινωνία μας, υπάρχει έντονη η συσχέτιση μεταξύ μεγέθους και αξίας. Το μεγάλο μέγεθος παραπέμπει σε μεγάλη αξία, ενώ αντίθετα το μικρό σε χαμηλή. Παρόλο που η συσχέτιση μεγέθους/αξίας πολλές φορές αποδεικνύεται ψεύτικη, εντούτοις το μεγάλο μέγεθος παραπέμπει σε μεγάλη αξία, σημαντικότητα, ισχύ, χρησιμότητα, κλπ.

O λαγός ως μικροκαμωμένο ζώο, έχει μικρό πέος, αντίθετα με το πέος του γαϊδάρου που είναι τεράστιο (σωστό πόδι). Επομένως η φράση πούτσα από λαγό ακόμα και στην περιστασιακή περίπτωση στύσης, παραπέμπει σύμφωνα με τα παραπάνω σε ασημαντότητες, σε ελαχίστη ή μηδαμινή: αξία, σημαντικότητα, ισχύ, σπουδαιότητα, χρησιμότητα, κλπ.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε περίπτωση γίνεται ειρωνική αναφορά σε χαμηλή αποτίμηση σημαντικότητας / αξίας / ισχύος / σπουδαιότητας, χρησιμότητας κλπ ανθρώπου, εταιρείας, κλπ, για συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ: γνωστικό επίπεδο ατόμου, εταιρική δύναμη, κλπ). Υπάρχουν δηλαδή περιπτώσεις που κάποιος θα μπορούσε να αναφερθεί ως πούτσα από λαγό σε έναν τομέα, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να διαπρέπει σε κάποιον άλλον. Θα μπορούσε φυσικά κάποιος να θεωρείται πούτσα από λαγό για κάθε περίπτωση.

Σημείωση: επειδή τα πράγματα είναι σχετικά, μεγάλη σημασία έχει από ποιόν αποκαλείται κάποιο άτομο, κάποια εταιρεία, κλπ πούτσα από λαγό. Μπαίνουν για παράδειγμα οι προβληματισμοί: τι πεδίο σύγκρισης βάζει αυτός που το λέει; Είναι αξιόπιστο άτομο; Έχει πικρίες;

  1. Εδώ, εταιριούλες - πούτσα από λαγό είναι πλέον διεθνείς και σ΄ό,τι αφορά τους μετόχους τους και σ' ό,τι αφορά τους εργαζομένους τους. Παντού γίνεται τρελό outsourcing, ολόκληροι κλάδοι μεταφέρονται, αλλού τα σχέδια, αλλού οι βίδες, αλλού η συναρμολόγηση.
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php;f=52&t=123436&start=540

  2. Πούτσα από λαγό η εταιρία, ολοφάνερη η φούσκα.(περί χρηματιστηρίου ο λόγος)
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php;f=52&t=120922&start=15

  3. - Καλά ό,τι εργαλείο κι αν σου ζητήσω τό 'χεις. Ακόμα και το πιο σπάνιο.
    - Εμ, τι με πέρασες φίλε μου; Πούτσα από λαγό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετάθεση από μονάδα του Έβρου σε άλλη περιοχή ή και η απόλυση απο τέτοια μονάδα. Συνδυασμός του Γκαντζολία και λελέ

- Ρε, μου ήρθε μετάθεση για Αθήνα. Φεύγω στις 15 τού μήνα. Γκατζολελέ και τρελελέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sci-fi κραυγή αυτοηδονισμού που σημαίνει με γουστάρω, με πάω με χίλια, χύνω για την πάρτη μου. Προέρχεται από τους θαμώνες των στριπτιτζάδικων και κωλόμπαρων εις τα οποία ο μετρ (...) υποδεικνύει με χρήση lazer pointer τον δικαιούχο του επόμενου χορού... Είναι όπως τους προβολείς της δημοσιότητας-διασημότητας, αλλά για τις εφήμερες απολαύσεις της ψευτο-large παρακμής... Στο μέλλον, όλοι θα δικαιούνται 5 λεπτά λεϊζεροσύνης....

- Φίλε μου, αυτή τη στιγμή που μου μιλάς, το πέος μου πονάει....
- Γιατί ρε δικέ μου;
- Γιατί έκανα άγριο έρωτα....
- Λέγε ρε μαλάκα....
- Εγάμησα στο όνομα της ανθρωπότητας και του δίκαιου Θεού τη Λίλιαν...
- Ιιιιιιι!!!! αούα!
- Ναι, ναι, ναι, ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ΤΑ ΛΕΪΖΕΡ ΑΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΟΛΑ ΕΔΩ, ΣΕ ΜΕΝΑ!!! Αααα, κάτι τέτοιες στιγμές με πάω πολύ ρε πούστη μου.....

(από xalikoutis, 06/11/08)θύμα του πάθους  (από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της υψηλής κομμωτικής που σημαίνει κατσαρώνω, γίνομαι αφάνα, φουντώνω, ή καλύτερα «φριζάρω»... κατά την επίσημη κομμωτική (από το αγγλικό frizz). Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τα μαλλιά ή, σπανίως, για κανα μάλλινο πουλόβερ.

Τα μαλλιά, ιδίως τα «ξηρά ή ταλαιπωρημένα, ατίθασα» μαλλιά, πουτσοτριχίζουν άγρια όταν τα έχουμε λούσει και δεν έχουμε βάλει μαλακτικό, όταν κάνουμε το λάθος να τα βουρτσίσουμε, όταν είναι σπαστά ή κατσαρά από φυσικού τους αλλά εμείς τα ισιώσαμε, και όλα αυτά σε συνδυασμό και με στενό συνεργάτη την τρελή υγρασία (από 50% και άνω). Όπως έχει διαπιστωθεί τα τελευταία χρόνια, οι υγροί καιροί γίνονται όλο και συχνότεροι, διαρκούν όλο και περισσότερο, άρα αυξάνονται και τα προβλήματα της τρίχας. Η εικόνα που δίνουν τα μαλλιά-πουτσότριχες είναι κάτι σαν θολό περίγραμμα γύρω-γύρω από την κόμη. Αν λοιπόν το καλοκοιτάξεις αυτό, αν βρίσκεσαι δηλαδή κόντρα στο φως, θα φανούν μία μία οι κατσαρωμένες τρίχες. Οι λύσεις είναι δύο: ή τα κόβουμε γουλί, ή τα παστώνουμε με λογής-λογής ειδικά καλλυντικά.

- Άντε βγες από το μπάνιο επιτέλους να μπει και κανας άλλος. Ακόμα τα μαλλιά σου φτιάχνεις;
- Άσε μας ρε Στέλιο και πρέπει να φύγω για τη δουλειά και παλεύω με το κωλόμαλλο που πάλι έχει πουτσοτριχίσει από την υγρασία... Δε βλέπεις το χάλι; Μη με αγχώνεις και συ τώρα!

(από ironick, 06/11/08)(από ironick, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόλυτο ξενέρωμα. Οτιδήποτε και οποιοσδήποτε μας καταστρέφει την σεξουαλική διάθεση και τον ερωτισμό γενικά.

Συνώνυμα: ξενερουά, ντεκαβλέ.

  1. τηλεφώνημα από τη Μαμά πάνω που αρχίζει το πήδημα.

  2. ασπρόκαλτσας, ο, ταγάρω, η, βερμουδιάρης ξεπλένω, η καληνυχτάκιας και άλλα.

  3. η μακαρονάδα.

  4. ο άντρας φορά κάλτσες ή κοιτάζεται στον καθρέφτη ή και τα δύο, η γυναίκα λέει αχ μη μου το σκίσεις (το μπλουζάκι) γιατί δεν είχε άλλο στο μαγαζί.

  5. Ο Ασκητής

από την ταινία the opposite of sex (από xalikoutis, 07/11/08)Αντισέξ το unsafe sex (από Galadriel, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified