Further tags

Απο το κασέρι.

Αναφέρεται σε μίζα από την οποία θα φάει πολύς κόσμος.

  1. - Ο Γιάννης ανέλαβε να φτιάξει τη γέφυρα στο χωριό.
    - Ε, ρε πόσοι θα φάνε από αυτήν την κασερόπιττα.

  2. (αναφερόμενοι σε υπουργούς)
    - Έλα μωρέ, όλοι από την ίδια κασερόπιττα τρώνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να εκφράσει απογοήτευση για κάποιο χαρμόσυνο γεγονός, το οποίο θα περίμενε κανείς να περάσει καλά, παρόλα αυτά ήταν βαρετό και ανούσιο.

Ο χαρακτηρισμός αποδίδεται και σε άτομα τα οποία παραμένουν ασυγκίνητα και άπραγα σε στιγμές που θα έπρεπε να είναι πιο ενεργητικοί.

  1. - Καλό το πάρτυ της Μαρίας;
    - Ου, τι να σου πω... άσε ρε... κηδεία..
    - Τόσο χάλια;
    - Γαμησέ τα...

ή για άτομα

  1. (σε νυχτερινό μαγαζί και αφού έχει ανάψει το κέφι...)
    - Νίκο, πάμε να πάρουμε τον Τεό και να χτυπήσουμε κάνα γκομενάκι;
    - Μπα δεν τον βλέπεις; Όλο το βράδυ ακίνητος και αμίλητος είναι... κηδεία είναι ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την ελληνογαλλική μετάφραση της φράσης «τον πούτσο (φάγαμε)», όπου το «φάγαμε» παραγράφεται για λόγους διακριτικότητας. Χρησιμοποιούμε συνήθως την έκφραση αυτή για να υποδηλώσουμε ότι βρεθήκαμε ή θα βρεθούμε σε μια δύσκολη κατάσταση από την οποία θα βρεθούμε μάλλον χαμένοι (βλέπε και τον ήπια).

  1. (σε μπαρ)
    - Ωχ, η Μαρία... φτου και της είχα πει ότι θα μείνω μέσα να διαβάσω και με είδε και έρχεται προς τα δω...
    - Κατάλαβα... λα 'πουτς φίλε μου!

  2. - Πήγατε για 5x5 σήμερα;
    - Ναι..
    - Και...; πώς τα πήγατε;
    - Λα 'πουτς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των αναρχικών. Βασικά η φράση είναι κυριολεκτική και προκύπτει από το γεγονός ότι στις συγκεντρώσεις, πορείες, συνελεύσεις κλπ, το σχετικό ξήλωμα για το μάζεμα χρημάτων (για αφίσες, δικηγόρους συλληφθέντων κλπ) γίνεται μέσα σε ένα κράνος που περνάει γύρω γύρω στους / στις παρευρισκόμενους /-ες.
Το κράνος συνήθως είναι για διάφορους λόγους ό,τι πιο πρόχειρο υπάρχει σε δοχείο στις εν λόγω συναθροίσεις, μετά τα κουτάκια μπύρας, που όμως δεν προσφέρονται. Λειτουργεί σαν κινητό παγκάρι (ευαρεστηθείτε να τσοντάρετε παρακαλώ...).

- Ποιος μαζεύει τα λεφτά ρε συ;
- Θα περάσει κράνος είπανε...
- Καλά, εγώ τηγκανά... δώσε και για μένα...
- Α ρε κουνάβι τζαπατίστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζουν οι μετανάστες (κυρίως Πακιστανοί, Αφγανοί και Άραβες) την θεσμοθετημένη κυριακάτικη συνεύρεση με τις μαύρες Αφρικανές πόρνες του κέντρου.

- Που 'σαι ρε Αμίρ, καμπαρντινούλα βλέπω, σε είδε ο Αλλάχ δικέ μου....
- Σήμερα Κυργκιακή, έκει μουνί τσοκολάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θες να «πλασαριστείς», να πλησιάσεις δηλαδή μια γκόμενα.

Από το γνωστό συγκρότημα Placebo.

Υπάρχει και ο αντίστοιχος όρος, φτιαξίμπο, για εκείνον που τα έφτιαξε τελικά.

- Γαμώ τα μώρα εκείνη στη γωνία, πάω να γίνω πλασίμπο.
- Σωστός ο Τάκης, πρώτα γίνεται πλασίμπο με όλες και στο τέλος φτιαξίμπο με μια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να δηλώσει ότι στο συγκεκριμένο μαγαζί, είμαι θαμώνας, έχω κάνει μεγάλους λογαριασμούς, πηγαίνω συνέχεια.

  1. - Το Galea το έχω χτίσει ρε, έπρεπε να έχουν προτομή μου απ' έξω.

  2. «Ίσα μωρή χαμούρα, εγώ τά 'χω χτίσει αυτά τα μαγαζιά» (Χάρυ Κλυνν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που χέζεται τόσο πολύ που δεν μπορεί να τα κρατήσει

  2. Λέγεται και για τις λούγκρες επειδή εικάζεται ότι λόγο της σεξουαλικής τους δραστηριότητας...απλά δεν μπορούν να τα κρατήσουν.

- Πώπω, είμαι ακράτητος. Που είναι η τουαλέτα;

- Η ΠΑΕ Ακράτητος ανακοινώνει την συνεργασία της με τον αθλητή Νίκο...πάω τουαλέτα.

- Έχεις πάει στο Pierro's;
- Εκεί είναι τίγκα στην ακράτεια ρε τι να πάω να κάνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της έκφρασης τα σπάω, της οποίας όμως αποτελεί υπερσύνολο διότι δέχεται κτητικές αντωνυμίες και επιρρηματικούς προσδιορισμούς κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα ευρύτερο φάσμα περιπτώσεων.

  1. - Δες γκομενάκι ρε φίλε. Τα σκάει.

εναλλακτικά:

- Δες γκομενάκι ρε φίλε. Μου τα σκάει τρελά.

  1. - Κώστα, πώς σου φάνηκε το ριζότο;
    - Δεν μου τα έσκασε ιδιαίτερα...

  2. - Φίλε, άκου πώς μπαίνει το beat μετά απ' αυτό το σημείο. Τα σκάει πολύ δυνατά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής που παίζει σε θέση στόπερ, αλλά τα έχει αρπάξει από την αντίπαλη ομάδα για να πουλήσει το παιχνίδι. Έτσι, όταν επιτίθεται η αντίθετη ομάδα, αντί να βρίσκεται στην περιοχή του να κόψει τον επιθετικό, βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, και κάνει οτιδήποτε άλλο, πχ δένει αμέριμνος τα κορδόνια του στη σέντρα.

- Έμαθα ότι ο Μάρκος θα το πουλήσει το παιχνίδι αύριο.
- Όχι ρε μαλάκα, ο Μάρκος είναι σπαθί.
- Καλά δες τον αύριο στο γήπεδο που θα δένει τα κορδόνια στη σέντρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified