Further tags

Όπως στο κλασσικό θερμοκήπιο, η θερμοκρασία διατηρείται αρκετά υψηλή προκειμένου να καλλιεργηθούν φυτά, λαχανικά, κλπ που είναι ευαίσθητα στο κρύο, έτσι λέγοντας θερμοκήπιο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε έναν χώρο όπου ζουν ή εργάζονται άτομα, σε χώρο όπου η θερμοκρασία βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα για την εποχή, η οποία, αντί να λειτουργεί επιβοηθητικά όπως συμβαίνει στο κλασσικό θερμοκήπιο, αντίθετα δυσχεραίνει τις συνθήκες διαβίωσης, εργασίας, κλπ.

Μπορεί η θερμοκρασία σε έναν χώρο να είναι υψηλή λόγω εποχής, χώρου (π.χ χώρος που βρίσκεται σε υψηλό πάτωμα) κλπ, ωστόσο όμως η αιτία για την επί μακρόν διατήρηση της θερμοκρασίας σε τόσο υψηλά επίπεδα, ενώ μπορούμε να ρυθμίσουμε καταλλήλως το θέμα, εδράζεται συνήθως σε λόγους καβουροσύνης. Σίγουρα κάποιος Σπαγκάι Λάμα κινεί τα νήματα των σχετικών αποφάσεων.

Μέσα Ιουνίου στο πέμπτο πάτωμα μιας εταιρείας:
Η θερμοκρασία χτυπάει 40 και τα κλιματιστικά είναι off, γιατί έτσι ο διευθυντής Σπαγκάι Λάμα αποφάσισε (και καλά... στα πλαίσια περικοπής των λειτουργικών εξόδων).
Διάλογος υπαλλήλων:
Κώστας: - Δεν μπορώ να δουλέψω με τίποτα. Θέλει ο παπάρας ο Σπαγκάι παραγωγικότητα. Αλλά πού ρε μαλάκα; Παραγωγικότητα σε φούρνο; Αυτό το λες για κοτόπουλα στο φούρνο, όχι για ανθρώπους.
Βασίλης:
- Ναι ρε πούστη, δεν πάει άλλο. Δεν θα το αντέξουμε αυτό. Δεν είναι χώρος εργασίας αυτός. Θερμοκήπιο είναι. Και, που να πάρει και να σηκώσει, άνθρωποι είμαστε. Δεν είμαστε οπωροκηπευτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνο στην έκφραση νεύρα τσατάλια που σημαίνει νεύρα καταρρακωμένα και ευερέθιστα.

Τσατάλι ή τσάταλο: χοντρό διχαλωτό ραβδί (από το τουρκικό çatal = πηρούνι, πηγή: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα). Τσατάλι στα σαρακατσάνικα σημαίνει τσιγκέλι (πηγή: Διόνυσος). Υποθέτω ότι «νεύρα τσατάλια» σημαίνει νεύρα τσιτωμένα και αιχμηρά σαν πηρούνια ή σαν τσιγκέλια.

Μου έκανε τα νεύρα τσατάλια η Μαιρούλα με τα καπρίτσια της!

(από BuBis, 28/06/09)(από BuBis, 28/06/09)Στο 0:27 (από allivegp, 07/08/11)ΤΣΑΤΑΛΙ ή ΔIΚΡΑΝΙ χρησίμευε για σκάψιμο σε χώρο που δεν μπορούσε να μπεί το άροτρο για να οργωθεί (από dryhammer, 05/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνος. Χωρίς γκόμενα /-ο.

  1. - Θα σκάσεις με την Μαρία το βράδυ;
    - Όχι θα είμαι σόλο.

  2. - Παίζει καμιά γκόμενα αυτή την περίοδο;
    - Μπα, Χαν Σόλο είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος. Θέλω επειγόντως κάτι να γίνει. Πάω γυρεύοντας.

  1. Τώρα τι θες; Ψάχνεσαι να τις φας;

  2. Ψάχνομαι για σχέση. Βαρέθηκα να είμαι χαν σόλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματικό για την πράξη του αυνανισμού. Αποτελεί καμουφλάζ του λατινικού «manus» που σημαίνει χέρι, σε όνομα γυναίκας που συναντάται κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής (πολύ δημοφιλές στις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες).

- Πού πας Αντρέα;
- Να παίξω με τη μανουέλα...Από τότε που με άφησε η Ερατώ, δεν κάνω και τίποτα άλλο...

- Ρε, άκουσα ότι ο Βαγγέλης βρήκε γκόμενα. Αληθεύει;
- Σιγά μην βρήκε ο Βαγγέλης άλλη...Αφού ξέρεις πόσο πιστός είναι στη μανουέλα...μπουχαχαχαχαχα!!

- Άσ' τα... και σήμερα καμία γκόμενα δεν χτυπήσαμε γαμώ την τύχη μας μέσα!!
- Μην ανησυχείς αγόρι μου...Αφού μας περιμένει σπίτι η μανουέλα, τι στενοχωριέσαι..;

(από DT Jesus, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά δύσκολο, με πολλά εμπόδια. Λέγεται για θέματα εξετάσεων κλπ. Κάτι που είναι και πολύ μανίκι.

  1. - Τι έπεσε φέτος Ιστορία;
    - Όλα τα παλούκια πέσανε, ούτε τη βάση δεν πιάνω.

  2. - Πολύ παλούκι αυτή η πίστα, δεν την παλεύω.

Βλ. και σχετικά λήμματα γαμήσια, λούκι, το, κανάλι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με το ρήμα «πηγαίνω» για να δηλώσει παταγώδη αποτυχία. Η αποτυχία μπορεί να προέρχεται σε κάποιες εξετάσεις, σε ένα άθλημα, σε μια σχέση.

Όταν όλα τελικά κατέληξαν στον κουβά.

  1. - Πώς πήγες στα μαθηματικά ρε;
    - Άκλαυτος πήγα. Πολύ παλούκι μάθημα.

  2. - Πήγα να γίνω πλασίμπο στην ξανθιά αλλά πήγα άπατος, έχει γκόμενο.

  3. - Απάτου και ακλαύτου γωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν μια γυναίκα συμπαθεί ιδιαιτέρως έναν άντρα. Προέρχεται από τη μορφολογία του γυναικείου γεννητικού οργάνου. Καλό είναι όταν μεταχειριζόμαστε τον όρο αυτόν να εκτελούμε και τη χαρακτηριστική κίνηση με τα χέρια.

- Μαλάκα, μου φαίνεται ότι η Μαρία σε γουστάρει.
- Μόνο ρε; Λιώνει για μένα το μωρό. Όποτε με βλέπει ακούγονται παλαμάκια.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο έχων την επιμονή εις το να κάνει πιστευτές προς τους άλλους τις όποιες τυχόν απόψεις του, ανεξαρτήτως της ορθότητας τους. Ενίοτε μάλιστα μη αφορούσες καν τους άλλους.

  2. Ο πολύ παραγωγικός άντρας (γαμιάς) που τίποτε δεν αφήνει αγάμητο έστω και αν πρόκειται στο μέλλον η άλλη να κυοφορήσει με τις όποιες νομικές συνέπειες / επιπτώσεις.

  1. - Άσε μας ρε Νικόλα, μας τα έχεις τα έχεις πρήξει εδώ και μια ώρα με την Σούλα και τι σου είπε και τι της είπες... γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ρε μαλάκα, δεν με αφορά το θέμα σου.

  2. Εγώ ρε μαλάκες δεν γαμώ... Εγώ έχω κάτι σηκωμάρες τώρα που γκαστρώνω και γαϊδούρα στον ανήφορο.

Βλ. και σχετικό λήμμα γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επανάληψη μιας κατάστασης με ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο που σε κάνει να νομίζεις ότι κόλλησες ή ότι κόλλησε ο χρόνος ή ότι τό 'χεις ξαναζήσει. Από τον τίτλο και το θέμα της συμπαθητικής αμερικλανιάς «Η μέρα της μαρμότας». Καμιά φορά χρησιμοποιείται ολόκληρος ο τίτλος της ταινίας.

Πωπωωωω... κάθε μέρα τα ίδια μου λες για το ίδιο θέμα, ηρέμησε ρε πούστη μου, γαμώ τη μαρμότα μου γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified