Further tags

Ξούρα> ξυρός (ξυράφι). Ή προφορά -ου- στη λέξη παραπέμπει σε παλαιότερη προφορά του γράμματος ύψιλον, λιγότερο ψιλή.

Ουσιαστικό = ξούρα θηλυκό, το ξύρισμα.

Επίσης, και στον πληθυντικό: ξούρες, με την ίδια έννοια.
Έριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε.

Κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα.

Μεταφορικά, λαϊκή γλώσσα: ψεύδη, ψέματα
«Άσε τις ξούρες!»: μη λες ψέματα!

- Μωρή πομώνα για να ξουρίζεις τη μούνα σου τ' αγόρασα το μαχθρί;

Να σου τα λούσω και να τα πάρω με το πιστολάκι; (από Galadriel, 24/02/09)

Βλ. και μπαγαποντοξούρα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά γνωστή έκφραση, η οποία περιγράφει ένα άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, με ευφυΐα, (βλ. επίσης διαόλου κάλτσα). Σε άλλες περιπτώσεις εννοείται ότι κάτι είναι στημένο, με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα.
Το παράλογο του πράγματος τονίζει την ιδιαιτερότητα του ατόμου: ενώ είναι πρακτικά αδύνατο να διαβάσει κανείς ένα κλειστό [βουλωμένο] γράμμα, αυτός τα καταφέρνει!

  1. Σχόλιο blogger φιλάθλου σε forum>

Βουλωμένο γράμμα, διαβάζει ο Κόκκαλης!

Με το «φιάσκο» του Παναθηναϊκού στη Ξάνθη, δικαιώθηκε πρώτος και καλύτερος ο Σωκράτης Κόκκαλης, που υποστήριζε μετά βδελυγμίας μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα στους παίκτες, πως ο Παναθηναϊκός δεν πρόκειται να πετύχει το έξι στα έξι! Βουλωμένο γράμμα διάβαζε ο μεγαλομέτοχος του Ολυμπιακού και όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η στήλη, χάρηκε με την ψυχή του, το ναυάγιο των «πράσινων» στα Πηγάδια.

  1. Σχόλιο σε διαδικτυακό forum:
    Εκτεθειμένος ο υπουργός Τα δύο μεγάλα κόμματα στη χώρα μας σύμφωνα και με τις τελευταίες καυτές αποκαλύψεις...έπαιρναν και παίρνουν μαύρο πολιτικό χρήμα από μεγάλες επιχειρήσεις, μέσα από σκοτεινές διαδρομές. Παρά ταύτα ο υπουργός είχε δηλώσει προ ολίγων ημερών, αναφερόμενος στο σκάνδαλο Ζίμενς, ότι δεν είχε διαπιστώσει οιανδήποτε σχέση μαύρου χρήματος με πολιτικά πρόσωπα και κόμματα…
    Βουλωμένο γράμμα διαβάζει ο υπουργός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος ομερτά απαντάται στις περιοχές Σικελία, Καλαβρία και Απουλία, όπου υπάρχει ισχυρή παρουσία παρανόμων οργανώσεων (Μαφία). Ο όρος αποδίδεται με την έννοια της μη συνεργασίας με τις αρχές. Στην πραγματικότητα είναι ο υπέρτατος νόμος της σιωπής, που η παραβίασή του πρέπει να τιμωρηθεί με θάνατο. Σε συνάρτηση με το νόμο της σιωπής είναι και η σικελική παροιμία «όποιος δεν ακούει, δε βλέπει και δε μιλάει, ζει εκατό χρόνια».

Σλανγικιστί ο όρος ομερτά, αναφέρεται σε ανθρώπινα σύνολα (π.χ.: οικογένεια, δικαστικό κύκλωμα, κύκλωμα φυλακών, κ.λπ.) όπου, για λόγους κοινού συμφέροντος, τα μέλη τους λειτουργούν ως τάφοι, ώστε να αποτραπεί η διαρροή κάθε πληροφορίας που έχει χαρακτηριστεί ως μυστική που πιθανή διαρροή της είναι ικανή να τους βλάψει.

Επομένως, εκφέροντας τον όρο του συγκεκριμένου λήμματος υποδηλώνουμε σπάσιμο της σιωπής και διαρροή μυστικών πληροφοριών σε τρίτους.

1.Το πρόβλημα του πολιτικού, της αντιθέτου μάλιστα παράταξης, δεν ήταν τι συνέβη με το «μαύρο χρήμα» της Siemens αλλά ότι κάποιος έσπασε την ομερτά του πολιτικού κατεστημένου.
Δες

  1. Φυσικά ο κ. Χριστοδουλάκης με την καταγγελία του έσπασε την ομερτά της κυβερνητικής ευθύνης, αν θέλει όμως να ολοκληρώσει την κάθαρση πρέπει να βρει την τόλμη να στηλιτεύσει τη Διοίκηση του Χρηματιστηρίου, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τα κυβερνητικά στελέχη που έβγαζαν αφίσες για να διαφημίσουν τα κέρδη του Χρηματιστηρίου επί ΠΑΣΟΚ για τις ευθύνες που έχουν για την εξαπάτηση των επενδυτών. Όλοι αυτοί οι ένοχοι κυκλοφορούν ελεύθεροι και νεόπλουτοι! Δες

Η φετινή ταινία Gomorra για την Καμόρα. Φοβερή! (από Hank, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκεύασμα το οποίο χορηγείται σε περιπτώσεις μπουχτίσματος και καθημερινής τρέλας. Περιέχει τα ενεργά συστατικά: «sick», «of», «it» & «all».

Αντενδείξεις - παρενέργειες: Ζαλάδα, έμετος, υπνηλία, βαρεμάρα, απραξία. Κυκλοφορεί σε δισκία, εναιώρημα και υπόθετα.

Προσοχή: Να μην καταναλώνεται από άτομα που κάνουν ήδη χρήση του σκευάσματος «σταρχιδιαμόλη».
Δίνεται και άνευ ιατρικής συνταγής.

Δε μπορώ άλλο, έχω μπουχτίσει... Θα πάω στο φαρμακείο να πάρω πέντε κουτιά σικοβιτόλη γιατί δε με βλέπω καλά...

Η λήψη του σκευάσματος συνιστάται να συνοδεύεται από ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία της έκφρασης, αντανακλά το μεγαλείο της αγάπης μεταξύ δυο ατόμων που είναι δεμένα με δεσμό αίματος (π.χ. αδέλφια), που είναι ζευγάρι, που είναι καρδιακοί φίλοι, κλπ ώστε όταν σε κάποια κακή στιγμή ο ένας βγει εκτός εαυτού και φερθεί απάνθρωπα στον άλλο, ο άλλος αναλογιζόμενος το μεταξύ τους δέσιμο, οφείλει να κατανοήσει τον πρώτο και να ανεχτεί τη συμπεριφορά του.

Και τώρα βεβαίως αρχίζει ο σλανγκισμός!

Σλανγκιστί, η φράση παραπέμπει στο στοματικό σεξ και προσδιορίζει τους ρόλους των εραστών. Το ένα άτομο φτύνει (χύνει) και το άλλο καταπίνει τον φλοκοπόταμο.

Βεβαίως δεν αποκλείεται η σλανγκική έννοια να περικλείει και την κλασσική (π.χ. ένα πολυαγαπημένο ζευγάρι).

Λίλιαν: Ντόρα, είσαι αγαπημένη με τον Ιάκωβο;
Ντόρα: Πάρα πολύ. Ο ένας φτύνει κι ο άλλος καταπίνει. Και με τις δύο έννοιες βεβαίως βεβαίως (η τελευταία φράση λέχθηκε με κλείσιμο του ματιού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βουλώνω, τουτέστιν:

  1. σιωπώ
  2. δεν τρώω
  3. δεν πηδιέμαι
  4. κάνω παρθενορραφή
  1. Λοιπόν, ράψ' το τώρα γιατί αρχίζει η ταινία...

  2. Από αύριο δίαιτα. Το ράβω. Ρόκα, περιέ και τέλος.

  3. - Χωρίζετε;! μα γιατί;;
    - Ρε συ Σάκη, τί γιατί; Μ' έχει φάει η μαλακία δεν το καταλαβαίνεις; Ε δεν αντέχω άλλο με τη Στέλλα. Μια η περίοδος, μια η δουλειά, μια είναι άρρωστη, μια είναι στεναχωρεμένη, μια είναι παραφαγωμένη, μια το παιδί, τό 'χει ράψει τελείως.

  4. - Τό' ξερες ότι υπάρχουν ακόμα κοπέλες που, για να μη φανεί ότι είναι «μεταχειρισμένες», πάνε και το ράβουν για να το παίξουν παρθένες;;;
    - Εμ πώς δεν τό' ξερα, αφού το λέει το σλανγκ.γρ ρε συ!

Αυτοί το ράβουν (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:

  1. «Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)

  2. στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.

  3. «Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.

  4. Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος

  5. «Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος

  6. Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)

  7. Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.

Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.

  1. Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!

  2. Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!

  3. «Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
    για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
    (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)

  4. Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)

  5. Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!

  6. - Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
    - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;

  7. Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
    - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
    - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
    - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

Η προέλευση του "κόβω λάσπη". (από Cunning Linguist, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός 9 κατά τους διανοητές θεωρείται σημαντικός, συμβολικός, ο αριθμός του θεού και δίνω ρέστα από δεκάρικο γενικότερα.
Η έκφραση αρχίδια 9 (εννιά) μας παραπέμπει σε καταστάσεις γάμησέ τα κι άφησέ τα, αρκετά δυσοίωνες και ευ επίφοβες.
Ονοματίζει δύσκολες στιγμές που δεν λείπουν από τον βίο κανενός και καμίας (έστω αν αυτή διαθέτει 12, 3, 27 όρχεις -πάντα όμως ακέραιο πολλαπλασιαστή /διαιρέτη του 3 (τρία) που είναι ως γνωστόν η ρίζα του 9 (εννιά).
Η χρήση της, αν και όχι τόσο διαδεδομένη, δεν στερείται νοήματος και κερδίζει πολλάκις τις εντυπώσεις.

- Και τώρα τι;
- Αρχίδια εννιά...

(από pavleas, 25/02/09)9 μπαστούνι: Τάξη, πειθαρχία, σταθερότητα, ακαταμάχητη θέση – κάθε αντίδραση θα κατατροπωθεί. Καλή υγεία. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω χέρι, σε κοπέλα κυρίως (γιατί όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, το κοτόπουλο και η γυναίκα θέλουν χέρι). Επίσης μπορεί να απαντηθεί και σαν χεριάζω, μόνο που στην περίπτωση αυτή το λήμμα αποκτά και τις σημασίες του α) δέρνω και β) πειράζω (και ενίοτε κλέβω).

  1. - Πέτυχα τον Τάσο στο σινεμά, χτες... - Μιλήσατε ; - Όχι γιατί καθόταν παραδίπλα και χερίκωνε μια, δεν κατάλαβα και ποια ήταν, μες στα σκοτάδια...

  2. - Τα τσογλάνια μου γρατζούνισαν την πόρτα, τα μαλακισμένα... - ... Θέλουν ένα χερίκωμα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον να διαπιστώσει την άγνοια και αδυναμία του, εξευτελίζω, ταπεινώνω. Ίσως έχει σχέση με την ερμηνεία που δίνει ο acg στο πήγε αδιάβαστος, δηλαδή στο ότι ο ξαφνικός χαμός κάπου δεν άφησε χρονικά περιθώρια για να τον «διαβάσει» ο παπάς. Οπότε, «στέλνω αδιάβαστο» μπορεί να σημαίνει «στέλνω κάποιον στα θυμαράκια στα εντελώς ξαφνικά, απρόβλεπτα». Ίσως πάλι έχει σχέση μόνο με το διάβασμα των μαθημάτων μας, με την πληροφόρηση, και σημαίνει απλώς την άγνοια που διαγιγνώσκουμε σε κάποιον.

  1. Κάτι η Στρουμφίτα με τα δώδεκα αρχίδια, κάτι ο Παυλέας με τα εννέα, μας έστειλαν αδιάβαστους.

  2. Τον έστειλε αδιάβαστο ο ρουμάνος τον Πανούλη. Ούτε την ακολουθία «εις ψυχορραγούντα» δεν προλάβαμε να του διαβάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified