Further tags

Ο όρος προκύπτει με παράφραση της γνωστής παροιμίας: Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, που εκφράζει πως η πραγματική ικανότητα εκδηλώνεται στο χειρισμό των δύσκολων καταστάσεων.

Μπορεί κάποιος κατά το ατομικό σεξ να αποδεικνύεται ως καλός κωπηλάτης και καλός καπετάνιος αφού πιάνει τον στόχο του (αποτέλεσμα σύμφωνο προς τις βαράγκιες προδιαγραφές). Μπορεί επίσης κάποιος, σε ένα γήπεδο δυο εραστών να φαίνεται, πως ελέγχει το παιχνίδι, συνεισφέροντας τα μάλα στην επίτευξη της κοινής σεξουαλικής απόλαυσης. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση παρτούζας;

Εδώ οι μανατζερίστικες απαιτήσεις για τον ρόλο του καπετάνιου μεγαλώνουν. Ως καπετάν παρτούζας, οργανώνει μετά από διασπερματευτικές διαδικασίες το πλήθος, στο παρτούζαπρότζεκτ, ώστε να μην διακυβευτούν τα θέλω κάποιου κατά την επερχόμενη παρτούζα και ξεσπάσουν φουρτούνες. Γι' αυτό συμφωνείται και καλά ένα άτυπο σενάριο δράσεων και ένα άτυπο συμβόλαιο μεταξύ των διαφόρων ούζερς για να μην έχουμε λούζερς κατά το συλλογικό έργο του χτίσιμου της γέφυρας του ποταμού Γαμάει. Λέμε τώρα!

Αργότερα, κατά τη διάρκεια του αγώνα, λειτουργεί ως παίκτης που προφυλάσσει τον εαυτό του από αθέμιτες διαδικασίες, αλλά κι ως συντονιστής της διαδικασίας (π.χ: προσέχει τα νώτα του από την επέμβαση κάποιου παλιάς κοπής θεού Ποσειδώνα που μπαγαπόντικα, πάει με την τρίαινά του, εκτός κοντράτου, να προκαλέσει φουρτούνα, κάνοντας σουρωτήρι τον κώλο κάποιου, ενώ, σαν Δίας πάλι, κατακεραυνώνει τον παραβάτη που τόλμησε να σπάσει την ομερτά). Στο γήπεδο, θες η συγκυρία, θες και κάποια ανομολόγητα «θέλω» κάποιων, θες και κάποια παλιά τεφτέρια κι η πατατιά ...γίνεται. Γι' αυτό ο καλός ο καπετάνιος στην παρτούζα φαίνεται.

Η δημοκρατική ευαισθησία δεν έχει περιθώρια δράσης. Όπως οφείλει να λειτουργεί σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο, έτσι πρέπει να λειτουργεί και εντός ενός πλήθους παρτουζιάρηδων. Κι ένας καπετάνιος ενός τέτοιου συνόλου οφείλει και καλά, σαν πρόεδρος της δημοκρατίας του συγκεκριμένου συνόλου, να τηρεί τα συμφωνημένα πρωκτόκολλα.

- Γαμώ το Δία μου!
- Τον συνταξιοδοτημένο θεό;
- Όχι ρε. Τον ξερόλα που έλεγε πως έχει λάβει μέρος στις... παρτούζες και πως έχει τις... οργανωτικές ικανότητες. Πίπες! Λειτουργούσαμε ασυντόνιστα. Βρε να τους λέω: Να οργανωθούμε βρε παιδιά. Να οργανωθούμε. Ανάφτε το φως επιτέλους. Έχω φάει πέντε και δεν έχω ρίξει κανένα. Άσε... της πουτάνας γινόταν. Στο τέλος τσακωθήκαμε.
- Εμ, ο καλός ο καπετάνιος στην παρτούζα φαίνεται φίλε μου.

καπετανάκι , το (από ο αυτοκτονημενος, 21/03/09)Καπετάν Γκουσγκούνης (από GATZMAN, 19/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιβλίο εκπαίδευσης του κάθε θνητού ημίθεου και θεού που κυκλοφόρησε στη γη. Η διαφορά του με το paybook είναι ότι δεν είναι απόρρητο.

Σύμφωνα με τις γραφές, θα έρθει κάποια στιγμή να πληρωθούμε ανάλογα με αυτό που γράφει τo πέιμπουκ μας. Λέγεται μάλιστα ότι ο κλειδοκράτορας των πυλών του παραδείσου έχει αντίγραφα απ' όλους και του τα έχει εμπιστευθεί ο παντοδύναμος, δίνοντάς του μάλιστα και την εξουσία να έχει και τον πρώτο λόγο για το ποια πόρτα θα σε αφήσει να διαβείς. Δεν γνωρίζω εάν ο κλειδοκράτορας έχει κάνει κονέ με τύπους Ευφραίμ και μπορείς να επηρεάσεις την κρίση του λαδώνοντάς τον με τενεκέ από το χωριό ή με κάνα φακελάκι, και αν ισχύει και εδώ το αν έχεις δόντι ή μαχαίρι. Οι Ιταλοί απ' ο,τι φαίνεται πρέπει να έχουν πολύ καλές σχέσεις, γιατί του έχουν φτιάξει καλό μέγαρο και το εκμεταλλεύονται δεόντως. Τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο...

Το πέιμπουκ των θεών αφορά πιο πολύ σε ζητήματα σεξουαλικής εκπαίδευσης και λιγότερο σε άλλες εκπαιδεύσεις. Η Λίλιαν και η παρέα της φροντίζουν πάντα να εμπλουτίζουν τις σελίδες του πέιμπουκ του εκάστοτε μαθητευομένου ώστε αυτοί να μπορούν να δώσουν ποικιλία και χαρά στα σκέλια των παρθένων και άβγαλτων που με τη σειρά τους αυτοί θα μεταδώσουν τις γνώσεις σε άλλους. Η παρέα της Λίλιαν φροντίζει ακόμη να γίνεται γνωστό το περιεχόμενο του πέιμπουκ.

  1. Ήταν 3 φίλες οι οποίες πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Φτάνουν στις πύλες του Παραδείσου και ο Άγιος Πέτρος ρωτάει την πρώτη:
    - Πόσες φορές έχεις απατήσει τον άντρα σου;
    - Μια-δυο.
    - Βάλτε τη στο ασημένιο δωμάτιο.
    Ρωτάει τη δεύτερη:
    - Εσύ πόσες φορές έχεις απατήσει τον άντρα σου;
    - Καμία.
    - Εύγε. Βάλτε τη στο χρυσό δωμάτιο.
    Ρωτάει και την τρίτη:
    - Εσύ πόσες φορές έχεις απατήσει τον άντρα σου;
    - Α! Εγώ όσες φορές μου ζητήθηκε, το έκανα.
    - Αυτή βάλτε τη στο δικό μου δωμάτιο.

  2. Στην πόρτα του Παράδεισου, ο κλειδοκράτορας Άγιος Πέτρος ρωτάει έναν που, φουριόζος, πάει να μπει μέσα:
    - Εσύ τι είσαι;
    - Γιατρός!
    - Εντάξει! Για τους προμηθευτές μας, η είσοδος είναι ελεύθερη!

(από vip, 21/03/09)(από vip, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Excitement: ουσ. διέγερση, έξαψη.

Στην Ελληνική το «εξιτάρω» χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του «προκαλώ», δημιουργώ έξαψη, αναστάτωση, αναταραχή.

  • Προκαλώ πνευματικό ερεθισμό, πυροδοτώ προκλητικές σκέψεις, λειτουργώ καταλυτικά σε βιοχημικές αντιδράσεις μεταξύ κρίσιμων εγκεφαλικών νευρώνων, κάνω τον άλλο να στροφάρει σε υψηλότερες συχνότητες από τις συνήθεις και τις σκέψεις να τρέχουν σε τρελά μονοπάτια.
  • Ερεθίζω την φαντασία κάποιου (συμπληρωματικά με το προηγούμενο), του προκαλώ ξεχωριστούς συνειρμούς και φαντασιώσεις.
  • Προκαλώ σεξουαλικό ερεθισμό, ενδεχομένως ως επακόλουθο της προαναφερθείσας πνευματικής διέγερσης – αλλά όχι απαραίτητα.

Γενικώς, προκαλώ έντονη συγκίνηση σε κάποιον.

Επιρρεπείς στο εξιτάρισμα (εδώ κολλάει το εξιτάρομαι του λήμματος): αυτοί που γουστάρουν το εγκεφαλικό bungee jumping, το jumping γενικώς και τις καταστάσεις που προκαλούν ταχυπαλμίες και ανέβασμα της αδρεναλίνης.

Ασίστ: Hank από το ΔΠ.

Εδώ:
Απ' όσο ξέρω, σε ανάλογες περιπτώσεις, τα τινά που μπορεί να συμβαίνουν ώστε να πάρει τόσο πολύ προσωπικά κάποιος το σχόλιο για κάποιον τρίτο είναι: ...Να είναι ερωτευμένος με το τρίτο αυτό πρόσωπο. Μήπως κατά βάθος αυτό το στυλ του μελαμψού αξύριστου σε εξιτάρει;
(σ.ς. Πάει να της την πει τώρα, στάνταρ πρόκειται για ξανθό ξυρισμένο που, ή έχει φάει, ή το πάει φιρί φιρί να φάει χυλόπιτα).

Εδώ:
Τα δίμετρα μοντέλα δεν μου λένε τίποτα. Σε αντρική βερσιόν. Μπορεί να μου πει πολλά όμως ένας μέτριος που σπιθίζει το βλέμμα του και μ' εξιτάρει τρελά το τσερβέλο του!
(σ.ς. Έεετσι!).

Εδώ:
Εχει στιλ, ιδανικό μέγεθος και πλούσιες καμπύλες. Επιμένει στο κλασικό άσπρο-μαύρο και δέχεται αδιαμαρτύρητα να την… κλωτσάνε. Η αλλοπρόσαλλη και βιτσιόζικη συμπεριφορά της εξιτάρει τόσο πολύ τα αρσενικά, ώστε της έχουν προσδώσει το χαρακτηρισμό «θεά». Όχι, δεν μιλάμε για το ιδανικό θηλυκό αλλά για την μπάλα. (σ.ς. Έλα, κάντε μας την χάρη τώρα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη «λύσσα» είναι αρχαία και την συναντάμε στα πολύ παλιά κείμενα της αρχαιότητας, όπως στον Όμηρο (Ιλιάδα Θ’219, και Ι’239), με την έννοια της μανιώδους ορμής.

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «λύω», που μεταξύ άλλων έχει και την σημασία του «αφήνω ελεύθερο» ή «ξαμολάω». Π.χ. «Κλείθρων λυθέντων», δηλαδή, αφού ξεκλείδωσαν οι πόρτες, γιατί οι αρχαίοι δεν κλείδωναν, όπως σήμερα, τις πόρτες, αλλά τις έδεναν με «δεσμά». Επίσης, έλεγαν και: «λύεις τούς κύνας», δηλαδή «αμόλυσαν τα σκυλιά».

Έτσι δίνεται η σημασία αφήνω τον έλεγχο, και στην επέκταση: «λύσσα» είναι η ορμή ή η μανία, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του λογικού.

Συνώνυμο της λύσσας είναι η υδροφοβία, που προέρχεται από το φόβο για το νερό, που παρουσιάζουν εκείνοι που πάσχουν από λύσσα.

  1. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λυσσασμένη γυναίκα. Έπαιρνε το γαλλικό κλειδί μου και τον έφτανε μέχρι τη ρίζα μέσα στο στόμα της. Το ρούφαγε σαν το καλύτερο γλειφιτζούρι.

  2. Η αστυνομία ανακοίνωσε πως πρόκειται για το τρίτο περιστατικό μέσα σε δυο χρόνια, που «λυσσασμένες γυναίκες» ακρωτηριάζουν το γαλλικό κλειδί ενός άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται περιπαικτικά και δηκτικά σε κάποιον από την παρέα που κλάνει χωρίς να χρησιμοποιεί πορδοσιλανσιέ (δηλ. κλάνει ηχηρά).

Ακούστε ρε μάγκες πώς τρίζει η φωλιά του πούτσου μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιός ορισμός της δυσχερούς καταστάσεως. «Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση».

[i]Η προέλευση της φράσης[/i]

Την εποχή της καθόδου των Φράγκων, την Ακροκόρινθο διοικούσε ο Λέων Σγουρός. Το 1207 οι Φράγκοι άρχισαν μια πολιορκία που κράτησε μέχρι το 1210. Οι πολιορκούμενοι αντιστάθηκαν ηρωικά παρ' όλες τις αντίξοες συνθήκες. Η γυναίκα του Σγουρού ήταν κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου του Γ΄και ο λαός την έλεγε «Αλέξαινα». Η Αλέξαινα λοιπόν, για να βοηθήσει τον άντρα της, έχτισε με δικά της χρήματα μερικές πολεμίστρες (στην Ακροκόρινθο), που ο λαός τις ονόμαζε «κομβίες», από το γαλλικό «κομπά», που σημαίνει αγώνας και μάχη. Οι Φράγκοι παρ' όλες τις προσπάθειες δεν κατάφερναν να καταλάβουν το φρούριο. Και οι Έλληνες έλεγαν, ότι «οι κομβίες της Αλέξαινας αντέχουν ακόμα».

Η φράση με τον καιρό κατέληξε να γίνει τα κουμπιά της Αλέξαινας και την λέμε συνήθως, όταν βρισκόμαστε σε κάποια δυσχέρεια.

ΥΓ. Δεν μπόρεσα να διασταυρώσω την καταγωγή της φράσης.

  1. - Τί έγινε ρε Βασίλη, χρωστάς πολλά μαθήματα;
    - Όχι, μόνον επιστημονικό και διακριτά μαθηματικά ΙΙ, αλλά αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας.

  2. - Τελειώνεις το χτίσιμο ρε Τάκη;
    - Τί να τελειώσει; Τώρα αρχίζουν τα κουμπιά της Αλέξαινας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μορφή «Από τη γη στον ουρανό είν' ένα μονοπάτι κι από τον κώλο στο μουνί δυο δάχτυλα και κάτι»: ποιητική έκφραση θαυμασμού για τα κάλλη της γυναικείας φύσης από κάθε άποψη!

Απο τη γη στον ουρανό είν' ένα μονοπάτι κι απο τον κώλο στο μουνί δυο δάκτυλα και κάτι ... μανάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μορφή: «Αυτός έχει της ψωλής του τον χαβά».

Αναφέρεται σε κάποιον που είναι «κολλημένος» σ' ένα θέμα και δεν ακούει τίποτε άλλο.

Και του έλεγα του Γιώργου - Μη πάμε από δω γιατί θα χαθούμε.
- Όχι, όχι εγώ ξέρω
Και να που χαθήκαμε αφού επέμενε. Είχε της ψωλής του τον χαβά. Που ν' ακούσει κάποιον άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που υφίστασαι από το μπίρι-μπίρι, ειδικά όταν δεν το θέλεις.

Έκφραση που την χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, αλλά μάλλον περιέπεσε σε αχρηστία.

Οπότε γανώνω = μπιριμπιρίζω και γανωτής = ο μπιριμπιριτζής

Από το αρχαίο ρήμα γανόω = γυαλίζω χάλκινα αντικείμενα. Η επικασσιτέρωση κυρίως των σκευών που σχετίζονται με την παρασκευή φαγητού.

  1. - Μας βρήκε εύκαιρους ο Κώστας και μας άρχισε στο γάνωμα.

  2. - Τί σου έλεγε τόση ώρα ο Μπάμπης ρε συ;
    -Τί να μου έλεγε; με γάνωσε ο πούστης!

  3. - Έχει λέγειν ο Δημητράκης έτσι;
    -Τί λέγειν ρε; μέγας γανωτής είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γκαντεμιά, η : κακοτυχία, γκίνια, γρουσουζιά, δυσμενής εξέλιξη των πραγμάτων.

Δείτε τους νόμους του Μέρφυ για εμβάθυνση στο τι εστί γκαντεμιά!

Προέρχεται από την αραβική λέξη «καλή τύχη!» που έδωσε το τουρ. kademsiz, αυτός που δεν έχει καλή τύχη, ο γκαντέμης.

Χρησιμοποιείται κυρίως να δηλώσει μικρής σημασίας άτυχα περιστατικά που συμβαίνουν στον ομιλητή ή για να δικαιολογηθεί για την ανικανότητα (δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα) να φέρει θετική εξέλιξη σε ένα θέμα τωρινό ή του πρόσφατου παρελθόντος.

Βέβαια λέγεται και με την έννοια της γρουσουζιάς (= οτιδήποτε θεωρείται ότι προκαλεί κακοτυχία).

Αντίθετα: η καλή τύχη, γούρι, ρέντα, κωλοφαρδία. Σημείωση: η κωλοφαρδία είναι μόνο για αυτόν που την έχει, για τους γύρω του μπορεί να προκαλέσει κακοτυχία! (π.χ. Γκαστόνε και Ντόναλντ από τα κόμικ).

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη, αλλά προσοχή! Μην πέσετε στο λούκι της! Είναι κολλητική :)

1.Πω, πω γκαντεμιά σήμερα. Πολύ κίνηση, ούτε να παρκάρω κοντά βρήκα και με έβαλε και πόστα το αφεντικό, μου έφτιαξαν τη μέρα! (=κακοτυχία)

2.Έσπασε η γκαντεμιά, επιτέλους η ομάδα κέρδισε μετά από τέσσερις σερί ήττες. (=κακοτυχία και ανικανότητα μαζί)

  1. Η γκαντεμιά πάει σύννεφο, τα χάλασα με τη Μαίρη δεν βρίσκω σπίτι και η Καιτούλα φεύγει για αλλού. Γκαντέμης είμαι; (=αν δεν πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, ναι!)

4.Είναι γκαντεμιά, αν σπάσει ο καθρέπτης. (=γρουσουζιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified