Further tags

Ετοιμάζω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια. Υπονομεύω τον εαυτό μου και ευθύνομαι για τις ήττες μου. Δίνω δικαίωμα στον άλλον να με κατατροπώσει. Το κάνω ως γνήσιος μαλάκας ή από αφηρημάδα. Το αποτέλεσμα πάντως είναι αυτοκαταστροφικό.

Η έκφραση στέκει και για λογαριασμό άλλων: σκάβω τον λάκκο κάποιου, δηλ. δημιουργώ τις ιδανικές συνθήκες για την εξόντωσή του...

Καλά, ήταν ανάγκη να πεις στη μάνα του ότι έχεις βγει από διαζύγιο, και μάλιστα ότι ο μακαρίτης σε χώρισε επειδή τον κεράτωσες; Έσκαψες τον λάκκο σου, αν κατάλαβες...

βλ. χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στην αρχαία Ρώμη κηδεύονταν επίσημα πρόσωπα, πήγαιναν μπροστά από την νεκρική πομπή εικόνες των συγγενών και αγαπημένων προσώπων του νεκρού.

Την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου, πέθανε και κηδεύτηκε η Ιουνία, σύζυγος του Κάσσιου και αδερφή του Βρούτου, των δύο δηλαδή δολοφόνων του Καίσαρα. Επειδή, όμως, είχε απαγορευτεί η δημόσια εμφάνιση των εικόνων των δύο αυτών δολοφόνων, έλειψαν έτσι από τη νεκρώσιμη πομπή, πράγμα που σχολιάστηκε πολύ στη Ρώμη και έδωσε αφορμή στον Τάκιτο να γράψει στα «χρονικά του» ότι «ο Κάσσιος και ο Βρούτος έλαμπαν ιδιαίτερα, μάλιστα, επειδή έλλειπαν οι εικόνες τους».

Την περικοπή αυτή την αποδίδει ο Ντε Σενιέ στην τραγωδία του «Τιβέριος» με τη φράση: «Έλαμπον διά της απουσίας των», που από τότε έμεινε παροιμιακή.

- Που πήγαν ρε φίλε αυτά τα καινούργια φιλαράκια που τα βλέπαμε κάθε μέρα;
- Έλα μωρέ, πυροτεχνήματα, τι περίμενες…
- Και όμως φίλε μου και όμως μας λείπουν, διότι βλέπαμε και κάτι τις καινούργιο και όχι τα ίδια και τα ίδια με τους ίδιους και ξανά μανά τους ίδιους, με τις ίδιες και τις ίδιες κουβέντες και υπονοούμενα της πλακός.
- Τώρα που το λες, ίσως να έχεις και δίκιο, αλλά παίζει και κανά σκοτσέζικο ντους από μερικούς παλιούς τις παρέας που το έχουν δει κάπως και καλά και δεν γουστάρουν να βλέπουν μερικούς να ανεβαίνουν και τους καταβαραθρώνουν με το παραμικρό λάθος.
- Τι να κάνουμε φίλε μου, έτσι είναι η ζωή, κάποιοι βλέπουν την σκιά τους και παίρνουν ψηλά τον αμανέ ξεχνώντας ποιοι ήταν πριν.
- Τέλος πάντων, πάντως λάμπουν δια της απουσίας τους.

ΥΓ Το παίρνω ψηλά τον αμανέ για το θηλυκό γένος είναι εύκολο. Για να το πητήχη [sic] το αρσενικό, πρέπει να του τα κόψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τρεις και άνω γκέις κάνουνε πάρτι με ούζα σε συγκεκριμένη στάση, ο ένας πίσω από τον άλλον, όπως τα βαγόνια του τραίνου. Καμιά φορά στη φάση παίζουν και γυναίκες με φορετά τσουτσούνια.

Στη Μύκονο γίνονται κάτι τρενάκια το καλοκαίρι, που χάνει η μάνα το τεκνό...

Τσούφ-τσούφ... Μην κουνιέστε πολύ κορίτσια γιατί θα πάμε άπατοι στη χαράδρα... (από Marco De Sade, 25/03/09)Ντούμπι Μπράδερς (σε μιξάρισμα αλα Σίστερς όμως). (από vikar, 07/10/10)

βλ. και καροτσάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω. Καρφώνω αλύπητα με την σούβλα. Ξεκωλιάζω.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το πρωκτικό σεξ.

Σούβλισα ένα μουνάκι προχτές, του γάλακτος λέμε...

Κάτι τέτοιο έχω στο μυαλό μου...  (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του «μπέρδεψα τη γλώσσα μου», με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Το ουσιαστικό / αντικείμενο γίνεται ρήμα (γλώσσα > γλώσσεψα) και το ρήμα μετατρέπεται σε ουσιαστικό (μπέρδεψα > μπέρδα) και παίρνει θέση αντικειμένου στην πρόταση.

  1. Έτσι τονίζονται πιο εμφανώς τα λεκτικά λάθη στον προφορικό λόγο, όταν αλλοιώνουμε την εκφορά ή τον γραμματικό τύπο μιας σχετικά δυσπρόφερτης λέξης. Ή αλλοιώνουμε όλη την πρόταση, λόγω της βιασύνης να πούμε κάτι. Κοινώς, τα κάνουμε κουλουβάχατα. Έχει και το στοιχείο της «γλώσσας λανθάνουσας», βέβαια.

Απαντάται στις εφηβικές-νεανικές ηλικίες, όπου η γλώσσα / εκφραστικότητα δεν έχει φτάσει στην ωριμότητά της (αυτό γίνεται μετά τα 22 χρόνια και συνεχίζει ισόβια. Στα γερατειά, βέβαια, έχουμε άλλα προβλήματα…).

Το σκεπτικό της χρήσης του: «Γλώσσεψα την μπέρδα μου» είναι ότι είμαι σε θέση να πειραματίζομαι με την γλώσσα μου (ελληνικά), το οποίο μου δίνει ικανοποίηση / αυτοπεποίθηση.

Το θέμα είναι όμως, ότι με το να προκαταλαμβάνουμε τον συνομιλητή με την υπερβολική αντίδραση που συνάδει το «γλώσσεψα την μπέρδα μου», η επικοινωνία διακόπτεται. Ο άλλος δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει.

Λέγεται επίσης:

  1. Όταν αντιμετωπίζουμε μια άγνωστη και δυσπρόφερτη λέξη ή πρόταση ή γλωσσοδέτη, όπου πραγματικά κουραζόμαστε μέχρι να την προφέρουμε σωστά.

  2. Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στα λάθη πληκτρολόγησης.

  1. Γύρισα στη φίλη μου για να τη ρωτήσω τι παπούτσια πάνε με φούστα, αλλά γλώσσεψα την μπέρδα μου και φαντάζεστε! Τη ρώτησα «Τι φαστούνια πάνε με την π... τσα ...
    (= λεκτικό μπέρδεμα και φανέρωμα των σκέψεων του ομιλητή, δηλ. γλώσσα λανθάνουσα)

  2. - Αλλά, βρε συ, πιο ευκολοδιάβαστο όνομα δε μπορούσες να βρεις από το kirighdrai... εδώ και ώρα δε βγάζω άκρη... γλώσσεψα τη μπέρδα μου. (=γλωσσοδέτης)

  3. - Ωπαία τα λες! (=αντί: Ωραία τα λες!, λάθος πληκτρολόγηση)
    - Ουπς, γλώσσεψα την μπέρδα μου.

βλ. και χασίστες και φουντικοί, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τη λογοπαιγνιακή αναφορά στην εφημερίδα «Θέμα» λόγω των σχετικών γνωστών γεγονότων με τη Ζαχοπουλιάδα (βλ. παράδειγμα 1), θα μπορούσαμε να αναφερθούμε έτσι για ένα θέμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει την αγανάκτησή μας, ώστε να το αποκαλέσουμε απαξιωτικά, ανάθεμα.

Διάφορες κλασσικές περιπτώσεις στις οποίες αυτό θα μπορούσε να συμβεί, ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες.

1) Όταν δεν πάμε το αντικείμενο του θέματος, γιατί:

- Δεν είναι της αρεσκείας μας.

- Το βαριόμαστε (π.χ: εξαιτίας μονότονης και μη δημιουργικής εργασίας).

- Μας δυσκολεύει (π.χ: όταν απαιτούνται πολύπλοκοι χειρισμοί, χειρισμοί ακριβείας, κλπ.)

- Μας εξουθενώνει, κάνοντας μας πτώμα.

- Μας προκαλεί παράπλευρες επιπτώσεις (π.χ: δημιουργία προβλημάτων υγείας, τσαλάκωμα «ίματζ», κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 2.

2) Όταν θεωρούμε πως δεν μας ευνοούν οι συνθήκες πραγματοποίησης του συγκεκριμένου θέματος. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε:

- Ανεπάρκεια χρόνου ή/και παράλληλη ενασχόληση με άλλες εργασίες υψηλής προτεραιότητας.

- Δυσμενείς εργασιακές παραμέτρους (π.χ: εργασία που απαιτεί χρόνο πέραν της λήξης του εργασιακού ωραρίου, ακατάλληλες συνθήκες εργασίας, εργασία σε άλλη πόλη, κλπ).

- Έλλειψη του απαιτούμενου εργασιακού υποστηρικτικού πλαισίου.
(π.χ: γιατί δεν έχουμε την απαραίτητη εκπαίδευση, τον απαραίτητο υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τους λοιπούς απαιτούμενους υλικούς πόρους, τους κατάλληλους συνεργάτες, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 3.

Σχετικά λήματα: χωσίμπα, ούζερ.

3) Αναφορά σε: ένα σκάνδαλο, σε ένα θέμα που έχει γίνει μπάχαλο, κλπ.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 4.

  1. Αυτό όμως που εδώ και δύο μέρες έζησα και ζω και βλέπω με τα μάτια μου είναι ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ....Ρε σείς είπαμε έχει φελλούς η χώρα αυτή έχει trash πολύ αλλά αυτό το ΘΕΜΑ -ΑΝΑΘΕΜΑ- με τον Χίο ρε σεις δεν το χωράει το μικρό ή μεγάλο για άλλους μυαλό μου...

Δες

Περί εφημερίδος ΘΕΜΑ (για το θέμα Ζαχοπουλιάδας).

  1. - Πέτρο, είπε ο προϊστάμενος να αφήσουμε τη δουλειά που κάνουμε και να ασχοληθούμε με ένα άλλο θέμα. Είπε να πάμε να ξεφορτώσουμε ένα φισκαρισμένο κοντέινερ με εμπορεύματα που μόλις έφτασε.
    - Πω ρε πούστη και το λες θέμα; Ανάθεμα είναι. - Γιατί ρε;
    - Δε γουστάρω τέτοια δουλειά. Κινδυνεύει η υγεία μου από τα βάρη, τα σκυψίματα και τις σκόνες. Γίνομαι πτώμα. Θες κι άλλα;
    - Πες κι ότι στη σπάει που θα σε βλέπουν τα γκομενάκια που θα περνάνε στο δρόμο, να κάνεις το χαμάλη.

  2. Διευθυντής:
    - Θέλει ο Κωστέας να του παραδώσουμε μέχρι μεθαύριο το μηχάνημα που 'χει φέρει από το πρωί για επισκευή. Λέει πως αν του το καθυστερήσουμε, θα έχει διαφυγόντα κέρδη. Πρέπει να σφιχτούμε ρε Πέτρο, να του το παραδώσουμε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να τον έχουμε πελάτη μας. Βλέπεις, αγοράζει συνέχεια πανάκριβες μηχανές για τη δουλειά του και μας ακουμπάει τα... λεφτά. Γι' αυτό, δώσε προτεραιότητα σ' αυτό το θέμα.
    Πέτρος (υπεύθυνος τεχνικού τμήματος και φίλος του Διευθυντή):
    - Θέμα; Τι θέμα; Για ανάθεμα πρόκειται. - Γιατί;
    - Εμείς δεν έχουμε την απαιτούμενη τεχνογνωσία για το πρόβλημα που έχει το μηχάνημά του, οπότε πρέπει να στείλουμε το μηχάνημα στο εξωτερικό. Και το μηχάνημα θα το πάρουμε του Αγίου Πούτσου. Από την άλλη βέβαια, τι να εξηγήσεις στον Κωστέα, όταν οι πωλητές μας, προκειμένου να του το πουλήσουν, του υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια. Tουλάστιχον να 'χαμε καμιά βδομάδα χρόνο, μήπως και κάτι καταφέρναμε. Έχουμε ρε γαμώτο κι άλλες δουλειές υψηλής προτεραιότητας.
    - Κοίτα, χρόνος δεν υπάρχει κι αυτό το ανάθεμα αποτελεί τώρα τη σημαντικότερή μας προτεραιότητα. Ο Κωστέας είναι ο σημαντικότερος πελάτης μας. Μην το ξεχνάμε αυτό. Γι' αυτό, πάρε τηλέφωνο την προμηθεύτρια εταιρεία στο εξωτερικό και ακόλουθα βήμα βήμα τις οδηγίες που θα σου δώσουν, μήπως και τα καταφέρουμε. Αν είναι να χάνουμε τέτοιους πελάτες... την κάτσαμε τη βάρκα.

  3. Ο Πέτρος, ο άνδρας της Βέρας (βλ. παράδειγμα) είναι μόνιμα καρφωμένος στην τηλεόραση, παρακολουθώντας ειδήσεις. Πέτρος:
    - Βέρα, έχουμε πήξει στα σκάνδαλα. Κάθε θέμα και ένα ανάθεμα!
    Βέρα:
    - Ρε ηλίθιε, ξεκόλλα απ' το χαζοκούτι, γαμώ την αγανάκτησή μου. Για να παρακολουθείς και να ξαναπαρακολουθείς τα ίδια και τα ίδια, ένα θεματάκι που σου 'χα αναθέσει, ανάθεμα το κατάντησες. Ανάθεμά σε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δραστηριότητα της ταυτόχρονης διενέργειας δύο εκ των φυσικών αναγκών του ανθρώπου. Ενώ κάποιος προσπαθεί να αεριστεί κάνοντας την χαρακτηριστική γκριμάτσα με τα σφιγμένα χείλια ο οργανισμός αποφασίζει πως είναι μεγάλη μαλακία μια τέτοια οδός να εξυπηρετεί μόνο ένα ρεύμα και την ίδια στιγμή δίνει προτεραιότητα και σε κάποια υποτυπώδους μορφής κουράδα. Άμεση συνέπεια είναι η αλλαγή του βηματισμού του εν λόγω ατόμου σε πιο «μάγκικη» και η στάμπα στο παντελόνι που δικαιολογείται πολύ εύκολα με τον σιχτιρισμό του ανυποψίαστου βοηθού σερβιτόρου, επειδή και καλά σκούπισε την καρέκλα που κάθισε ο μάγκας πλέον με βρεγμένο πανί. Η μυρωδιά είναι βέβαια ένα θέμα, αλλά αν είστε στο κατάλληλο σημείο αυτό είναι το τελευταίο που σας απασχολεί, μιας και το περιβάλλον είναι σύμμαχος, πχ Ψυρρή.

Ο ήχος την στιγμή της πραγματοποίησης του φαινομένου, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, είναι τόσο απολαυστικός και τόσο σκανδαλιστικά και τσαχπινογαργαλιάρικα υγρός, που θα θέλετε να τον ακούτε συνέχεια. Κι αν συνέβη σε μέρος με θόρυβο τότε είναι ακριβώς σαν να σας έρχεται μωρό έξω από την πόρτα χωρίς πριν να έχετε καν ζμπρώξει, εκμηδενίζοντας δηλαδή το κομμάτι «αμιγές καλού» της γνωστής ρήσης.

- Τί έγινε ρε Σάκη τελικά; Το έχωσες στην Κικίτσα;
- Άσε ρε, χτύπησε πάλι ο Μέρφυ. Ήταν αμόλυντη παρθένα η μικρή.
- Και δεν ήθελε ε;
- Όχι ρε, δεν έβλεπε την ώρα, αλλά τα είχα και αξύριστα.
- Και δε γούσταρε με τρίχες ε;
- Όχι ρε, τρελαινόταν με τις τρίχες, αλλά εχέκλασα.
- Και σιχάθηκε ε;
- Όχι ρε, ήταν κρυωμένη και δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά δεν είχα καπότες.
- Και φοβόταν ε;
- Όχι ρε, ήθελε την πρώτη της φορά να το νιώσει καλά.
- Ε τι σκατά έγινε τότε ρε;

και τα ιγκουάνα εχεκλάνουν! (από Jonas, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμμονή, η τρέλα προς την τελειότητα, την οποία πολλοί βρίσκουν στο νυστέρι του πλαστικού χειρουργού... Δυστυχώς τώρα τελευταία το φαινόμενο αυτό παρατηρείται πολύ πιο συχνά απ' ό,τι παλιότερα...

- Ρε μαλάκα, την είδες τη Λιλιαν; Πώς έγινε έτσι; Τι στο διάολο έκανε στη μάπα της;;
- Ε, φαίνεται έχει αγαμίες και την έπιασε νυστερία..

(από nick, 25/03/09)(από EvoOz, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω για λιώσιμο, λιώνω...

- Ρε μαλάκα κατέβα να ανοίξεις. Ήρθαν τα σουβλάκια.
- Δεν κουνάω δάκτυλο.

(από nick, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified