Further tags

Μεταφορική, καθ' υπερβολήν, κριτική του εξελικτικού σταδίου στο οποίο βρίσκεται μια δεδομένη στιγμή ένα πρόσωπο, ένας τόπος, ένα κοινωνικό υποσύνολο ή και ολόκληρος λαός, αναφορικά με τη νοημοσύνη, κοινωνική-οικονομική-διοικητική οργάνωση, πολιτική δομή και λειτουργία, νοοτροπία και απόψεις, πάντα σε σχέση με την παγκόσμια σταθερά που εκφράζουν οι αντίστοιχες παράμετροι της αγελάδας.

Σαφώς υπέρ της εξελικτικής θεωρίας και κατά του δημιουργισμού, σοφή μεσ'την απλότητά της, σκληρή, αλλά ενίοτε δίκαιη.

Χρησιμοποιείται με έντονα αυτοσαρκαστική διάθεση και, παρά το ρεβιζιονισμό της, υποκρύπτει έντονα απαισιόδοξες σκέψεις.

-Μόλις γύρισα από Σουηδία ρε φίλε και εχω μείνει μαλάκας από όσα ειδα εκεί...Τ ο ξέρεις ότι έχουν 0% φοροδιαφυγή, 0% ανεργία και ανά γειτονιά διαθέτουν πουτάνα υπηρεσίας; Αυτά πρέπει να κάνουμε κι'εμείς...
-Σιγά μην αρμέξουμε λαγούς με τηλεκίνηση... Εδώ ρε είμαστε 100 χρόνια πίσω απ'τα γελάδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γύρω στο 600 π.Χ., ο Κινέζος φιλόσοφος Λάο Τσε έγραψε ότι «και το πιο μεγάλο ταξίδι, αρχίζει με ένα βήμα».

Δύο αιώνες αργότερα, ο Πλάτων είχε παρόμοια φλασιά και εξεστόμισε το «αρχή ήμισυ παντός».

Χρειάστηκε να περάσουν μερικές χιλιετίες για να μεταβούμε από την πρηξαρχιδική θεωρία στην σλανγκική εφαρμογή της έννοιας!

Λίλιαν: - Βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου κώλε μαντάτα.
Λάουρα: - Εγώ το ξέρω διαφορετικά: «βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα».
Λίλιαν: - Ξανθό μου, το ένα γνωμικό απορρέει από το άλλο, εφόσον «από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι τι».
Λάουρα: - Τι σημαίνει απορρέει; Εννοείς τα φλόκια που ρέουν;
Λίλιαν: - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση, γνώριμή μας κι απ' το γνωστό τραγούδι που πρωτοερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου, θα μπορούσε να αναφέρεται από κάποιον που βιώνει μια μόνιμη ψυχοσωματική φθοροποιό κατάσταση, ή από κάποιον που συγκυριακά χτυπιέται από διάφορα προβλήματα.

Έτσι, όταν αυτός βρεθεί αντάμα με ένα φίλο, θα μπορούσε χαμογελώντας πικρά να κοιτάξει στον ουρανό, τεντώνοντας τα χέρια πίσω, λες και απευθύνεται στις ουράνιες δυνάμεις (θεωρώντας πως τα προβλήματα που βιώνει είναι τεράστια και που δεν μπορούν να επιλυθούν, πάρα μόνο μέσω θείας επεμβάσεως).

Εκφέρει την ατάκα, επιζητώντας απεγνωσμένα να γίνει στο πατ κιούτ, το επιζητούμενο cut - paste (κοπή - επικόλληση), από τη μπαχαλοκατάσταση που βιώνει, σε μια φυσιολογική κατάσταση (είναι δε τόσο διαφορετικές οι σημερινές συνθήκες απ' τις ζητούμενες, ώστε στα μάτια του οι δεύτερες να φαντάζουν μακρινές και ως συνθήκες ζωής που απαντώνται σε άλλον πλανήτη).

Πολλές φορές, η ατάκα ακούγεται από κάποιον φαντάρο που υποφέρει τα πάνδεινα, ευρισκόμενος στην άκρη του Θεού, σε τόπο που στα μάτια του φαντάζει αφιλόξενος. Αισθάνεται πως βρίσκεται σε άλλο πλανήτη και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να επιζητά μανιασμένα τη μετάθεση. Αισθανόμενος πως μέσω των όποιων κονέ του δεν γίνεται τίποτα, στέλνει, request στον ουρανό... Και καλά!

Όταν στον θάλαμο, ή σε κάποια ταβέρνα της περιοχής τού στρατοπέδου, τύχει να παιανίσει το αναφερόμενο άσμα, τότε αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει μαζί με τον Στράτο, εκφέροντας έτσι τη συγκεκριμένη ατάκα. Τότε ξεζιπάρεται όλη η συσσωρευμένη αγανάκτηση που 'χει μαζευτεί στην ψυχή του απ' το ζόρι που τραβάει. Ετς, εκτονώνεται προσωρινά για να φορτώσει την επόμενη, ενώ η ελπίδα προσμονής της μαγικής στιγμής της μετάθεσης, είναι ολοζώντανη μέσα του.

  1. - Που λες, αισθάνομαι βραχωμένος στον γάμο μου. Άστα... Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη.

  2. - Άστα, μου 'χουν έρθει τα πάνω κάτω τον τελευταίο καιρό. Με έχουν πλακώσει οι... αρρώστιες και στο καπάκι, έχασα και τη δουλειά μου. Τι να πω; Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη. Πολλά ζητάω;

  3. Φαντάρος εκ Κρήτης αναλογιζόμενος τι τραβάει, σε ένα αφιλόξενο τάγμα, λέει την εξής μαντινάδα, κοιτώντας μια προς στον ουρανό και μια προς στον τόπο του:

Ζητώ ακρόαση Θεού και αλλαγή πλανήτη
και μια καλή μετάθεση να κατεβώ στην Κρήτη. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μένω από λεφτά.

  2. Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.

  1. - Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
    - Μπαα, δεν το βλέπω...
    - Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
    - Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...

  2. Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακαθόριστο χρονικό διάστημα, που όμως δίνει την αίσθηση του συγκεκριμένου (ίσως λόγω της ηχητικής ομοιομορφίας με τον όρο «τρίμηνο»).

Σαν να λέμε, τρία τέρμινα π.χ. μπορεί να είναι: τρεις ώρες, τρεις μέρες, τρεις μήνες, τρία χρόνια και πάει λέγοντας.

Αντίστοιχο του μελλοντικού «κάποτε», «όποτε» κ.λπ., όμως είναι μια πολύ ευέλικτη λέξη, με την οποία όλοι είναι ευχαριστημένοι: αυτός που την λέει δεν δεσμεύεται, αυτός που την ακούει ικανοποιείται, η συζήτηση λήγει (βλ. Παράδειγμα).

Τούλα (αγωνιούσα): Τι βλέπεις κυρά Τασία μου; Καλό το φλυτζάνι;
Καφετζού: Τούλα μου τι να σε λέω... Ευτυχία σκέτη, ανοιχτό εντελώς ούτε ένα συννεφάκι!
Τούλα (γκχμ γκχμ): ... στεφάνι; Θα το πάρει απόφαση ο Ντίνος;
Καφετζού: Ολοφάνερο! Να, κοίτα εδώ (δείχνει ένα σημείο στο φλυτζάνι με έναν ακαθόριστο λεκέ από κατακάθι), το βλέπεις το στρογγυλό; Στεφάνι!
Τούλα (λάμπει ολόκληρη): Αχ πότε κυρά Τασία μου, πότε;;;
Καφετζού (ψάχνει με σπουδή συνοφρυωμένη και αποφαίνεται): Σε τρία τέρμινα το πολύ.
Τούλα (ανάθεμα τι κατάλαβε - μαζεύει την τσάντα της όπως όπως και φεύγει τρέχοντας για τις φίλες της): Ευχαριστώ κυρά Τασία μου, καλά μου το 'παν ότι είσαι καταπληκτικήηη...

Βλ. και φεγγάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία του τσαμπουκά: < τουρκικό çabuka (που έχει καταδικαστεί ξανά).

Χρήσεις και σημασίες της λέξης:

  1. τσακωμός, καυγάς, φασαρία: Μας πουλάει τσαμπουκά.

  2. κατ’ επέκταση ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καυγάδες:
    Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.

  3. προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι:
    Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
    Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.

  4. επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο:
    Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.

Εκφράσεις: «κόβω τον τσαμπουκά» και «σπάω τον τσαμπουκά»: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του.

Για τα παραπάνω, πηγή Βίκυ-λεξικό.

Τώρα, μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση της φράσης είναι η εξής: τσαμπουκάς λεγότανε και λέγεται από τους ειδικούς (π.χ. συλλέκτες) η μοναδική μεγάλη, μακρόστενη και περίτεχνη χάντρα του κομπολογιού, μέσα από την οποία περνάνε οι δυο άκρες τής αλυσίδας ή του κορδονιού για να ενωθούν στην άλλη άκρη και να καταλήξουν ή όχι σε κροσσωτά στολίδια.

Λέγεται πως το να σπάσει σε καποιανού μάγκα το κομπολόι ο τσαμπουκάς, πήγαινε να πει πως δεν ήταν και τόσο μάγκας και, πιο πολύ ακόμα, να του τον σπάσουνε ήταν μεγάλη προσβολή. Εξ ου και η έκφραση.

Σήμερα λέει, κάποιοι που έχουν καλά κομπολόγια εισάγουνε χειρουργικά στον τσαμπουκά μεταλλικές ράβδους για να μη σπάει (από φίλο συλλέκτη).

- Καλά καλά μου τον έκοψε το τσαμπουκά ο προϊστάμενος φίλε, και άμα είχα και μπαγλαμά, κι αυτόν θα μου τον έσπαγε....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμήδια, γαμίδια

Τα γαμήδια *ειναι *το απροσδιόριστα μακρινό, και συνεπώς μη προσεγγίσιμο μέρος, αναφορικά με τον παρατηρητή, τη δεδομένη στιγμή.

Η δυσκολία προσέγγισης των γαμηδίων, δεν σχετίζεται τόσο με το απόλυτο μέγεθος της απόστασης, όσο με άλλους, περισσότερο σχετικούς παράγοντες, όπως:
- χρονική προθεσμία σε σχέση με την απόσταση, που καθιστά αδύνατη την διαβίβαση
- άλλοι υποκειμενικοί παράγοντες

Συνήθως συναντάται κάτω από ένα ευρύτερο πλαίσιο γκρίνιας και απροθυμίας.

Ετυμολογικά, προκύπτει από το πασίγνωστο ρήμα γαμάω - ώ, και την κατάληξη -(ή)ίδι (πληθυντικός -ίδια), που χρησιμοποιείται ώστε να δημιουργήσει ένα ουσιαστικό, με υποτιμητική όμως συνήθως έννοια, ακριβώς ορισμένο ως ελάσσον του κανονικού.

  1. - Ρε μαλάκα Κώστα... Το χάσαμε το καράβι γαμώ τον ύπνο σου... Πού να προλάβουμε να φτάσουμε σ' ένα τέταρτο, το λιμάνι είναι στα γαμήδια!...

  2. - Πώπω φιλενάδα, άκυρο το ραντεβού, έχω πιει τις μπύρες μου κι έχω αράξει ωραία στη ζέστη μου... πού να τρέχω να σε συναντάω τώρα στα γαμήδια...

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή λέγεται σε κάποιον που ροχαλίζει σε κάποιο χώρο (στο σπίτι μας, στις διακοπές, σε ένα λεωφορείο, οπουδήποτε).

Προκύπτει από το γεγονός πως, ο ήχος του ροχαλητού προσεγγίζει... και καλά τον ήχο κατσαρόλας στην οποία γίνεται βρασμός κάποιου φαγητού, π.χ: φασολάδας. Λέγοντας σ' αυτόν που ροχαλίζει: έτοιμη η φασολάδα, εννοούμε πως επειδή και καλά τέλειωσε το βράσιμο της φασολάδας, βγάλε την κατσαρόλα με τη φασολάδα απ' τη φωτιά, υποδηλώνοντας του να σταματήσει να ροχαλίζει.

Αν κοιμόμαστε, ξυπνάμε και ακούμε τη... μουσική υπόκρουση... το εμβατήριο, το... σόλο. Όλα παίζουν αυτόματα, χωρίς παρτιτούρες και ρέστα. Ο παίκτης ακάματος έχει βάλει τον αυτόματο και συνεχίζει απτόητος. Πού να χαλαρώσεις; Το μυαλό στο κοντσέρτο κι ο πούστης ο Μορφέας σε φάση τιγκανά (την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, βλέπεις). Άρα το να θες να κοιμηθείς δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, γιατί η τσαταλοποίηση των νεύρων είναι γεγονός.

Αν είσαι ξύπνιος πάλι κι ο παίκτης έχει αρχίζει να παίζει το μονότονο βιολί του... τότε... πάλι τα ίδια. Την έχει δει βλέπεις: Κούγκι βουλωμένο και αποφασισμένο.

Του λέμε τη συγκεκριμένη ατάκα, θέλοντας να τον διακόψουμε για να κοιμηθούμε, για να εκτονωθούμε και να χαλαρώσουμε από το διαρκές γάνωμα του μυαλού μας, αλλά και για να καλαμπουρίσουμε, μαζί με κάποιους συμπαριστάμενους στη φάση

Η σύζυγος γυρίζει απ' τα ψώνια και βλέπει τον σύζυγο να κοιμάται ροχαλίζοντας δυνατά και τα παιδιά να βλέπουν τσόντα από κάποιο DVD του πατέρα τους, που ξετρύπωσαν κάπου. O ήχος απ' την ταινία δυνατός, αλλά ο πατέρας, πέρα βρέχει. Η σύζυγος μονολογεί:
- Τι γίνεται ρε; Είπε να φυλάει τα παιδιά, αλλά όταν η γονική συναίνεση ροχαλίζει...
Στη συνέχεια, του φωνάζει:
- Έτοιμη η φασολάδα. Ξύπνα επιτέλους.

(από nick, 08/04/09)

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' ουσίαν είναι η περίοδος λίγο πριν την άνοιξη όπου η φύση οργιά για βλάστηση και τα κλαριά των δέντρων φουσκώνουν από ζωή, έτοιμα να πετάξουν φύλλα και μπουμπούκια. Μεταφορικά όμως σημαίνει τους πρώιμους νεανικούς ή και γεροντικούς πόθους που νιώθουν οι πάσης φύσεως ξαναμμένοι.

Πέταξε την ζακέτα της, έβγαλε τις κάλτσες της και τον πλησίασε απειλητικά μεν, με ερωτική διάθεση δε. Ο Μάρτης δεν είχε ακόμη μπει καλά καλά και την είχαν πιάσει φουσκοδεντριές.

Πώς γεννιούνται τα δέντρα. (από Galadriel, 21/07/09)Let\'s do it like the trees! (από Vrastaman, 25/07/09)

βλ. και φουσκοθαλασσιές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified