Further tags

Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. - Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
    - 400 ευρώ.
    - Λάμπα, μαλάκα..
    - Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...

  2. - ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
    - Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.

  3. - Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
    - 12 ευρώ.
    - Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Φαινόμενο τσιρλίντερ» έχουμε όταν μία παρέα γυναικών, που μαγνητίζει τα αντρικά βλέμματα, απομυθοποιηθεί αφού παρατηρηθεί η κάθε μία ξεχωριστά και καταλάβουμε ότι τελικά δεν είναι ωραίες, απλά η ποσότητα μας κάνει να νομίζουμε το αντίθετο.

Δημιουργός της έκφρασης είναι ο Μπάρνει από το «How I Met Your Mother» (Cheerleader Effect).

- Σσσσσσ... Μαλάκα δεν μουνοθύελλα που έρχεται.
- Μπα ρε... Δες τις μία - μία. Κλασικό «Φαινόμενο Τσιρλίντερ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι. Χέζομαι από το φόβο μου. Μάλλον βγήκε από τον ήχο «τριτς» (;) που κάνει ο κώλος όταν χέζει.

Χτες το βράδυ άκουσα έναν ήχο από κάτω αλλά δεν κατέβηκα να δω. Τριτσοκώλιασα άσχημα.

Τριστοκωλιάζοντας στο "Πάρκο Αντώνης Τρίτσης" (από Vrastaman, 23/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγκάζομαι να υπομείνω μια δυσάρεστη κατάσταση ή έναν ενοχλητικό άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί κάτι μου το επιβάλανε, είτε γιατί δεν το περίμενα και δεν μπόρεσα να το αποφύγω εγκαίρως. Είναι σαν να έχω φάει ένα χαστούκι στο πρόσωπο, δηλαδή στη μάπα.

  1. Δεν είναι πια να πηγαίνεις πουθενά. Τρως στη μάπα όλη την κίνηση, τα φορτηγά, τις ουρές στα διόδια και θέλεις τέσσερις ώρες να κάνεις εκατό χιλιόμετρα. Και γιατί; Για να φας στη μάπα μετά όλο το συνωστισμό στην παραλία.

  2. Άμα θα είναι κι αυτός, εγώ δεν έρχομαι. Τον έφαγα στη μάπα ολόκληρο το περασμένο Σαββατοκύριακο που τον κουβάλησε η Ράνια και δε χρωστάω τίποτα να ακούω πάλι τις βλακείες του.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγορά επί πιστώσει. Βαθμιαία, η λέξη έφτασε να σημαίνει ότι αγοράζω κάτι βερεσέ χωρίς να έχω πρόθεση να το ξοφλήσω - ειδικά στις φράσεις βαράω τσέτουλα και κόβω τσέτουλα που, πιο χαλαρά, μπορεί και να δηλώνουν την τράκα γενικώς.

Είναι παλιά λέξη της αργκό που καταγράφηκε στα λόγια λεξικά σε κάποια φάση και μετά έπεσε σε αχρηστία. Σε ό,τι αφορά την προέλευση της:

Ήταν η τσέτουλα ένα λεπτό ξύλο πάνω στο οποίο με εγκοπές οι παλαιοί μπακάληδες, έμποροι κ.λπ. σημείωναν τα προϊόντα που έδιναν επί πιστώσει. H παροιμιακή φράση «Bαρώ τσέτουλα» εσήμαινε πως αγοράζω επί πιστώσει με απώτερο στόχο τη μη πληρωμή. Ήταν δηλαδή ισοδύναμη του «γράφ' τα και κλάφ' τα» γράφει ο Σαράντος Καργάκος εδώ.

Και στο blog Anna-Silia, τα λέει πιο αναλυτικά:

Η τσέτουλα ήταν το πρωτόγονο “λογιστικό” σύστημα των Τούρκων και αποτελείτο από δυό επιμήκη ξυλαράκια, ένα του πωλητή και ένα του αγοραστή, που τα τοποθετουσαν σε επαφή και τα χάραζαν κάθετα με ένα μαχαιράκι κάθε φορά που γινόταν μια πληρωμή. Σε κάθε συναλλάγή κουβαλούσαν μαζί τα χαρακωμένα ξυλαράκια, τα έβαζαν διπλα- δίπλα για να ελέγχουν την ακρίβεια του λογαριασμού. Έτσι βγήκε η έκφραση κόβω τσέτουλα, που σημαίνει όμως την επί πιστώσει αγορά με σκοπό να μην καλοπληρώσω.

Απαντάται και η λέξη τσέτουλας. Είναι ο τζαμπατζής, αυτός που αφήνει φέσια εκ συστήματος. Ή, όπως λέει ο Καπετανάκης στο κλασικό «Λεξικό της Πιάτσας», ο επιδιδόμενος εις την τσέτουλαν.

Ενδιαφέρουσα είναι και η φράση βγάζω τσέτουλα φυλακή. Σημαίνει πάω μέσα άδικα, εκτίω ποινή για κάτι που δεν έκανα.

Ετυμολογικά, στα τούρκικα υπάρχει η λέξη çetele που είναι ακριβώς αυτό το ξυλαράκι με τις εγκοπές (καμμία σχέση με τους τσέτες του Κεμάλ). Ο Μπαμπινιώτης, όμως, δεν το αναφέρει καθόλου αυτό και το πάει το πράμα σε αντιδάνειο από τα ιταλικά:

τσέτουλα < cetola, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κόλλα χαρτί < cedola, ιταλική λέξη για το κουπόνι < λατινικό schedula, εξ ου και schedule < υποκοριστικό του scheda < σχίδη = φύλλο χαρτιού ή παπύρου.

Τώρα, δεν τόξερε το τούρκικο το çetele, δεν του άρεσε - θα σας γελάσω.

Σχετικά λήμματα: βερεσέ, ο μπαρμπα-Τζάμπας πέθανε, φέσι, πιστολιάζω, τάπα, αμάκα, Απόλλων, Τρακαστράτος

  1. Το τεμπεσίρι και η τσέτουλα του βερεσέ δούλευαν όλο τον χρόνο. Οι χωρικοί έπρεπε να ξεχρεωθούν για ν’ ανοίξουν τα καινούρια τεφτέρια. (Από την ιστοσελίδα του Διαπολιτισμικού Δημοτικού Σχολείου Σαπών, στη Θράκη)

  2. - Πάλι εσύ κέρασες; Εμ, βέβαια ... σιγά και να μη βάλει αυτός το χέρι στην τσέπη ... μια ζωή τσέτουλα βαράει ο καβουράκιας

(από BuBis, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατουράω στα Κρητικά.

Συνηρημένο. Χρησιμοποιείται συνήθως από τα παιδάκια αλλά όχι απαραίτητα. Αλησμόνητη η ερώτηση προς τη δασκάλα στα κρητικά δημοτικά σχολεία: «Κυρία, κυρία! Να πάω να τσιρήσω

Το αποτέλεσμα του τσιράω λέγεται χαϊδευτικά τσιρί.

  1. - Κάνε λίγο στην άκρη να τσιρήσω.
    - Εδώ στην εθνική;
    - Ε τι να κάνω; Αφού γέμισε το ποτηράκι από το προηγούμενο τσιρί μου.

  2. - Μαλάκα μόλις μπω σπίτι θα τσιρήηηηηησωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πες ότι τρακάρεις και το δεξί μπροστινό φτερό γίνεται φυσαρμόνικα. Το πας στο φαναρτζή και σου λέει «Μην ανησυχείς, με χίλια πεντακόσια ευρώ θα στο κάνω καινούργιο». Εννοεί ότι δεν θα φαίνεται ούτε γρατζουνιά και θα είναι σαν καινούργιο.

Ειρωνικά, όμως, όταν πούμε ότι κάποιος έκανε κάτι καινούργιο εννοούμε ότι το χάλασε, το διέλυσε. Έτσι με ειρωνεία λέμε «μπράβο, το έκανες καινούργιο», ιδιαίτερα αν είχε γίνει μια ζημιά και, ένας και καλά μάστορας ανάλαβε να τη διορθώσει και το ρήμαξε τελείως.

Είχε ένα προβληματάκι το αυτοκινητάκι του παιδιού, δεν έκαναν καλή επαφή οι μπαταρίες, το πήρε να το δει ο προκομμένος ο Μίλτος και το έκανε καινούργιο. Βίασε το πορτάκι εκεί που μπαίνουν οι μπαταρίες, οι μπαταρίες τώρα δεν μπορούν να σταθούν, το αυτοκινητάκι δεν παίζει και το μωρό ακόμα κλαίει...

Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει καινούριο.  (από Galadriel, 06/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω του συναχιού η μύτη είναι βουλωμένη, οπότε ο συναχωμένος δεν έχει οσμή, έτσι είναι αυτός που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, είναι στην κοσμάρα του, πετάει χαρταετό. Αποτέλεσμα είναι να χάνει τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται.

- Ρε Γιάννη, ο δικός σου θα φάει καλά σήμερα, κοίτα πέσιμο που του κάνει το πιπίνι.
- Σιγά μη φάει, δεν τον βλέπεις που είναι συναχωμένος πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής έκφραση με την έκφραση έγραψες!

Εκφέροντας τον όρο, εστιάζουμε έμμεσα στο ταλέντο κάποιου, μιλώντας για ένα αποτέλεσμα που ξεφεύγει και καλά από τα συνηθισμένα ανθρώπινα πλαίσια.

Ο όρος εκφέρεται ως αποτέλεσμα αυθόρμητης αντίδρασης για το έργο κάποιου, που μας εξέπληξε και μας συνάρπασε τόσο, ώστε να θεωρούμε πως λογίζεται και καλά ως έργο τέχνης (ως έργο ζωγράφου), ως αποτέλεσμα μεγάλης έμπνευσης και υπέρτατης δημιουργίας (βλ. παρ. 1).

Μέσω της εκφοράς του όρου, αφενός αποδίδεται θαυμασμός στις ικανότητες του ατόμου, αφεδύο του δίδεται κίνητρο για διατήρηση και βελτίωση των καλών αποτελεσμάτων του.

Συνηθίζεται επίσης και η σχετική έκφραση: ζωγράφισες πάλι, όταν δεν παρατηρείται για πρώτη φορά, ένα τέτοιο... τόσο καλό αποτέλεσμα, από το ίδιο άτομο (βλ. παρ. 2).

  1. Θοδωρή ζωγράφισες! Μιλάμε για ταλέντο μεγατόνων!
    Δες

  2. Γιωργάκη, ζωγράφισες πάλι... Τι να πω δηλαδή, θα πέσω στα πατώματα...
    Δες

Δες και δίνω ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified