Further tags

Έτσι αισθάνεται ο πρώιμα ξεψαρωμένος νεοσύλλεκτος φαντάρος, κατά την γνώμη των λεουροειδών.

Νέος! Αισθάνεσαι παλιός αγόρι μου; Καλάαααα. Θα βρέξει το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι ο καραφλός που κουρεύει με την ψιλή το υπόλειμμα του τριχωτού που του έχει απομείνει σαν μια λεπτή λωρίδα στους κροτάφους, πάνω από τα ώτα και στην ινιακή χώρα.

- Φοβερή μούρη ο Ντέμης της Έμυς, με το γυαλικό και το καπελάκι. Σκέτος Αντρέ Αγκάσι.

- Σιγά το στυλάκι! Για να μη γυαλίζει η φαλάκρα του το φοράει το καπέλο, η γουργουρού...

Αndre Agassi (από allivegp, 25/06/09)(από kondr, 25/06/09)Peter Garret (Midnight Oil) (από allivegp, 14/07/09)(από allivegp, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανατινάζω, κάνω κάτι να εκραγεί, κάνω κάτι να σκάσει. Κάνω μια οποιαδήποτε μια ενέργεια που προκαλεί θόρυβο.

Τοπικός ιδιωματισμός της Μακεδονίας.

- Θα σε βάξω καμιά κροτίδα να σκιαχτείς.

- Βούτηξε στο ποτάμι, αλλά ήταν ρηχό κι έβαξε στις πέτρες.

- Στη βάξω τη μπάτσα α σε κουνηθεί το μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπυροκλάνι ονομάζεται η κατάσταση στην οποία περιέρχονται τα έμπυρα άτομα μετά από ακατάπαυστη και αλόγιστη κατανάλωση άφθονης μπύρας.

Άμεσες συνέπειες για το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι είναι: ακατάπαυστο ρέψιμο, συχνοουρία και η ακρόαση ασμάτων του Βασίlη Τερλέγκα (παραγγελιά, όρθια μένουν τα κλαριά, όπως θα παίρνω τις στροφές κ.α.)

Μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες είναι το κτίσιμο μπυροκοιλιακών.

Προηγουμένως τα έμπυρα άτομα έχουν φροντίσει να για την μπυρασφάλεια τους δηλαδή τη διαθεσιμότητα και επάρκεια μπύρας (σύμφωνα με τον χρήστη Gatzman) στο ψυγείο τους.

Το μπυροκλάνι ουδεμία σχέση έχει με το πυροκλάνι αν και είναι εξαιρετικά πιθανό το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι να προβεί και σε πυροκλάνι προς τέρψη των συνδαιτυμόνων του.

Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι μαζικοί αγώνες τον έμπυρων ατόμων για την κατοχύρωση του δικαιώματος της μπυρασφάλειας ζωής, της σύναψης δηλαδή συμφωνίας με τις μεγάλες μπυροβιομηχανίες για την ένταξη τους σε εκπωτικά προγράμματα και την συνεχή τροφοδοσία των ψυγείων τους από ειδικά συνεργεία ώστε να μπορούν να βρίσκονται μονίμως σε κατάσταση μπυροκλάνι.

Πάγιο αίτημα επίσης αποτελεί η δημιουργία γραμμής μπυροκλάνι-SOS ώστε να παρέχετε στα έμπυρα άτομα που δεν φρόντισαν για την επαρκή μπυρασφάλεια τους άμεσα ποσότητα μπύρας κατά τις πρώτες πρωινές ώρες που είναι όλα τα περίπτερα κλειστά.

-Σάββα τα αρχίδια μου τράβα..

-Τι είπες ρε καθίκι;

-Ασ' τον μην τον παρεξηγείς, βρίσκεται σε κατάσταση μπυροκλάνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν διαφαίνεται ζόρι, αποτυχία, χασούρα στον ορίζοντα και, γενικά, όταν υπάρχει αρνητικό προαίσθημα.

Δηλαδή = θα φάμε πούτσα (μεταφ.).

-Τί έγινε ρε; Πώς τα βλέπεις με την καινούρια δουλειά;
-Πούτσα το μενού φίλε. Το αφεντικό είναι μουλάρι του πυροβολικού. Θα μου αργάσει το τομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς ο αξιωματικός κάνει έφοδο στο φυλάκιο (κοιτάτε κορίτσια τη τραβάμε και δεν ξυρίζεστε και κάθε μέρα) βλέπει τον φαντάρο να τον έχει πάρει (αμάν πια, τον ύπνο) και του σφυράει και το μαναράκι ξυπνά τρομαγμένο και η αξιοματηκάρα του ρίχνει 10 ήμερο στην ψειρού.

Καραβανέζικη σλανγκιά.

Θα σου σφυρίξω μια δεκαήμερο ρε μικρέ ψάρακα και θα με θυμάσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται ο άνθρωπος όταν είναι ξαφνιασμένος, τρομαγμένος, σκιαγμένος (τρομαγμένος από τις σκιές).

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ξάφνιασμα του ελαφιού όταν βόσκει και ακούσει ένα ύποπτο θόρυβο.

Μην αλαφιάζεσαι ρε δεν είχε aids η γκόμενα που γάμησες χθες χωρίς καπότα από την τύφλα που είχες από το ποτό πήδηξες την πλαστική κούκλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη έννοια: ο ψωληφόρος, δηλαδή απλά ο άντρας, σε περιστάσεις όπου και μόνο η παρουσία του είναι δυσάρεστη, π.χ. όταν μαζεύονται πάρα πολλοί (και γίνεται αρχιδόκαμπος) ενώ ελπίζαμε να έχει περισσότερες γκόμενες, ή όταν προκύπτει ότι συνοδεύει μια γκόμενα που την είχαμε για ασυνόδευτη. Λέξη που λέγεται κυρίως από σερνικά παιδιά.

(Το κατατάσσω στους χαρακτηρισμούς καταστάσεων και όχι προσώπων, γιατί το ίδιο πρόσωπο είναι ή δεν είναι ψωλέρ αναλόγως των συνθηκών.)

Παρατήρηση: δε θα υποστήριζα την προφορά -eur που προτείνει ο Χότζας. Η αυθεντική λέξη, στη γλώσσα του Μολιέρου, είναι psolaire, εκ του ύστερου λατινικού psolarius.

1.
- Μαλάκα, είσαι άτυχος! Τώρα που κατέβηκες για κατούρημα, βγήκε από το απέναντι μαγαζί η σερβιτόρα που γουστάρεις. Σχόλαγε, την είδαμε και με τα κανονικά της ρούχα πρώτη φορά.

- Και; Προς τα πού πήγε;

- Άσ' το! Προς το αυτοκίνητο του ψωλέρ της.

2.
- Λέμε να μαζευτούμε απόψε στου Χασάν με Μήτσο και Γιάννη, είσαι;

- Άσε ρε μαλάκα! Τι α πα α κάνουμε πέντε ψωλέρ σ' ένα σπίτι;

(από johnblack, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παροιμία) : Όπου ο χρόνος που δαπανήθηκε στο μπίρι-μπίρι (για ψηστήρι) είναι αντιστρόφως ανάλογος της ποιότητας του αποτελέσματος.

Όπου πρέπει ο κυνηγός να πιει μια Βραζιλία καφέδες, να γνωρίζει όλη τη δισκογραφία ώστε ν' απαντήσει σε κάθε θέμα (βλ. «τί μουσική ακούς;»), να τρώει αναπάντητες στη μάπα και πολλά άλλα μέχρι να ανακράξει «Η Πόλις εάλω»!

Κοινώς, αν σου βγάλει την Παναγία η ημιπαρθένος, μην περιμένεις πολλά επί κλίνης ...

-Τί έγινε ρε Φώντα, την έριξες τη γκόμενα;
-Ντάξει, μου' κατσε τελικά, αλλά τώρα είμαι να την κάνω μ' ελαφρά.
-Κρίμα τον κόπο σου. Εσύ ρε την κυνηγούσες πέντε μήνες και να καφέ απο' δω και να σινεμά απο' κει και ρομάτζες και τηλεφωνάκια και σούξου μούξου...
-Άνθρακες ο θησαυρός φίλε. Εμ, τί περίμενες ; Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι...

παρακαλετο μουνι (από BuBis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινή χώρα όπου ταξιδεύουν οι πρεζάκηδες.

- Έλα Χρήστο, μ' ακούς; Έλα, ο Κώστας είμαι.
- Μμμμμ.... έλα ρε συ ... μμμμ ... Τί γίνεται ; Μαράκι εσύ ;
- Έλα ρε μαλάκα σύνελθε και παίρνω από κινητό! Θα πληρώνω υπεραστικά στο νταγκλαντες με τις μαλακίες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified