Further tags

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική έκφραση, την οποία λέει ο ενεργητικός εραστής για να περιγράψει το σεξ σε doggy-style, δηλαδή το γνωστό καβαλητό.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την ιππεύσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Αγγαρεία, συχνάκις κακοβούλως διανεμηθείσα για πήξιμο. Χρησιμοποιείται ενεργητικώς ως: χώνω/ρίχνω μπαλάκι και παθητικώς ως: τρώω μπαλάκι.

Παράγωγα: Μπαλακοχώστης, μπαλακοφάγος, τρελό μπαλάκι, τενίστας, Γουίμπλεντον (υπηρεσία όπου βρίθουν τα μπαλάκια) κτλ.

Συνώνυμα: Χώσιμο, χώστης, χοσέ κουέρβο, χοσάδας, πήξιμο, πηξ λα μουν (και δυο χορεύουν), τρέξιμο, τρέξιμο στα 100 γκίγκα-πήξελ, τσουνάμι (έφαγα), κ.τ.λ.

Να μην συγχέεται με το «μ' έχουν κάνει μπαλάκι» (του Δημοσίου), από το οποίο μάλλον προέρχεται το ανωτέρω λήμμα, διότι αναφέρεται σε διοικούμενο που τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα, λόγω (δήθεν) αναρμοδιότητος, παρά για σκόπιμο πήξιμο.

-Άσε, πήγα σα μαλάκας στη Β.Ε.Ν. (Βάση Ελικοπτέρων Ναυτικού) κι έχω φάει τρελλό μπαλάκι φίλος ! 3-1 με παίζει ...
-Εμ, αφού μου ονειρευόσουνα οτι θα' παιζες καθημερινή εξόδου, για να κάνεις τα μπανάκια σου στο Σχινιά. Στα' χα πεί εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμαντάρω τις δουλείες μου, τα προβλήματα μου, προγραμματίζω τι να κάνω στο μέλλον.

Θα το ακούσουμε σαν «έχω κάνει το κουμάντο» ή «τα κουμάντα μου». Εκ του «κουμαντάρω το καράβι» δηλαδή το οδηγώ και το περιποιούμαι και το φροντίζω. Τα πάντα όλα για το προς κουμαντάρισμα πράγμα.

Μην ανησυχείς έχω προμήθειες στο καταφύγιο για πέντε χρόνια έχω κάνει τα κουμάντα μου και δεν φοβάμαι τον πυρηνικό χειμώνα…

πού σουν μάγκα τον πυρηνικό χειμώνα; είχα κάνει τα κουμάντα μου (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «πώς είπατε;». (Προφ. Paussy pâté ).

Σκώμμα εις βάρος των πάλαι ποτέ μοσκομούνων σουσούδων του Κολωνακίου, που πρόφεραν τα πάντα με γαλλική προφορά και ιδίως στην λήγουσα, δήθεν αγνοώντας τους κανόνες της ελληνικής. Βλ. molone laveur (= μολών λαβέ), l' acridie (=λακριντί) κτλ.

Χρησιμοποιείται, όταν κάποιος ενώ κατάλαβε την ερώτηση, αποφεύγει ή καθυστερεί τεχνηέντως να απαντήσει, προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Κλασσικό παράδειγμα, η Καίτη Λαμπροπούλου στη «Σωφερίνα», που καλείται να φανερώσει επ' ακροατηρίω την ηλικία της και απαντά με την ανωτέρω φράση, προσποιούμενη ότι δεν κατάλαβε τον πρόεδρα (Παπαγιαννόπουλο).

Να μην συγχέεται με το : «Δεν άκουσα, πώς είπατε, ορίστε-συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;» διότι είναι μάλλον σκυλοπρεπές και ουχί γαλλοπρεπές ...

Τροχονόμος: - Άδεια και δίπλωμα.
15χρονο τζοϊράιντερ: - Πωσειπατέ;
Τροχονόμος: - Για κατέβα από τ' αμάξι ...

Στο 1:08 η χαρακτηριστική προφορά. (από allivegp, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπάρω σημαίνει αναποδογυρίζω ένα πράγμα ενίοτε όμως σλανγκοχρησιμοποιείται για να δείξει ότι ανατρέψαμε μια κατάσταση με πονηρά ή έξυπνα μέσα.

Τουμπάρουμε μια κατάσταση, μια γνώμη, μια γκόμενα για να μας κάτσει και να μην είναι ξινό το γαμήσι.

Δεν μπορούμε να τουμπάρουμε τον θάνατο, όσο και αν προσπάθησαν μερικοί δυστυχώς δεν κατάφεραν τίποτα, νάδα, ζίπ.

Κοίτα πως θα την τουμπάρω ρε Μητσάρα και θα μου δείξει κοιλιά για χαδάκια η σκύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος ξενυχτάει υπέρ του δέοντος. Βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης, αλλά παρ'όλα αυτά δεν πέφτει το πουλάκι μας να κοιμηθεί είτε επειδή του αρέσει να ξενυχτά είτε επειδή έχει εξεταστική. Ναι, είναι αλήθεια πως όταν έχει κάποιος εξεταστική, βρικολακιάζει διαβάζοντας.

Αν ο βρικόλακας είναι κοπέλα, έχει αυτούς τους, κατά την ταπεινή μου γνώμη, σέξυ μαύρους κύκλους και από την αϋπνία αλλά και από τα έντονο μαύρο μολύβι που έχει ξεβάψει προς τα κάτω.

Αν πάλι είναι άντρας, τότε έχουμε κομματάκι προβληματέισον διότι παραπέμπει σε αγόρι που ξενύχτησε πάλι βλέποντας τσόντες ή που παίρνει την δόση του κρυφά. Δεν αποκλείεται να διάβαζε όλο το βράδυ βέβαια.

Η κατάσταση του βρικόλακα είναι λεπτή διότι αντιδρά με έξτρα ευαισθησία. Επίσης μπορεί να ξενυχτά βράδια ολόκληρα σπίτι του και όταν έρθει η ώρα να βγει με καμιά παρέα να ξενυχτήσει, κάνει την πάπια και κάθεται σπίτι του μιζεριάζοντας ή και ξενυχτώντας πάλι. Κατά το δεύτερο παράδειγμα συνήθως εισβάλλει κάποιος γονέας ή κάποια γιαγιούλα (ανάλογα με την σπιτικοδιάταξη) και παριστάνει η ίδια τον βρικόλακα. Είναι λίγο σπούκι, όσο να πεις, να μπαίνει ο άλλος να δει αν κοιμάσαι, ειδικά αν εσύ νομίζεις οτι βρικολακιάζεις ολομόναχος-ολομόναχη.

Tips για να βρικολακιάσεις: desperados (μπύρα είναι ρεε ξυπνήστε:) ), κάποιο κεράκι να νιώσεις σαν τους αρχαίους λιγάκι, ανοιχτά παράθυρα για να ακούς από πάνω αυτούς που το κάνουν ή από κάτω την υστερική που μαλώνει με τον άντρα της, σημειώσεις πεταμένες από 'δω κι από κει και είσαι έτοιμη-ος. Καλό βρικολάκιασμα λοιπόν!

- Θα 'ρθεις σήμερα στο κλαμπάκι; Άντε, όλο μέσα κάθεσαι!
- Μπα, δεν έχω κοιμηθεί καθόλου σήμερα...
- Κατάλαβα, ξενέρωτη, πάλι θα βρικολακιάσεις!

- Μαμά μην μου τα πρήζεις. Δε νυστάζω...
- Θα βρικολακιάσεις παιδί μου, ούτε πέντε ώρες δεν κοιμάσαι.

(από amelie, 28/06/09)(από BuBis, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified